Πέραν της διατροφής του ανηλίκου τέκνου, οι γονείς, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος και οι περιστάσεις, μπορεί να έχουν υποχρέωση να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους.
Η υποχρέωση αυτή των γονέων πηγάζει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486, 1489 εδ. β΄ και 1493 του Α.Κ. και υφίσταται με την συνδρομή των προϋποθέσεων της Α.Κ. 1486 παρ. 1, η οποία προβλέπει ότι «δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχών αναγκών της εκπαίδευσής του».
Εξάλλου, η ενηλικίωση δεν σημαίνει και παύση του δικαιώματος διατροφής, δεδομένου ότι ο νόμος δεν εξαρτά το δικαίωμα διατροφής του τέκνου από κάποιο όριο ηλικίας. Εάν, λοιπόν, ο ενήλικος σπουδάζει ή λαμβάνει κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, τότε δικαιούται διατροφής, που περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του (όλων των βαθμίδων).
Βασική προϋπόθεση για να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και ειδικότερα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να βρει κατάλληλη εργασία. Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστή συνεπάγεται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παράλληλα οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς πορείας στις σπουδές του.
Η ευπορία του υποχρέου δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης διατροφής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η υποχρέωση των γονέων για διατροφή ενηλίκου τέκνου που σπουδάζει πρέπει να κρίνεται με γνώμονα τις βιοτικές συνθήκες και των γονέων (ηλικία, υγεία, οικονομική ευχέρεια), αλλά και τη συμπεριφορά του τέκνου σε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών του (επιμέλεια, ικανότητες, κλίσεις κλπ.).
Όταν πρόκειται για δικαιούχο διατροφής που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, σωματικά ή ψυχολογικά, η διάταξη της 1486 §1 ΑΚ δρα γι’ αυτόν εν μέρει προστατευτικά. Έτσι, ενώ ο (ενήλικος) δικαιούχος έχει υποχρέωση να αναλώσει και το κεφάλαιο της περιουσίας του, δεν υποχρεούται, σε ό, τι αφορά την απασχόληση, να βρει οποιαδήποτε εργασία, παρά μόνο εκείνη που είναι κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του.
Αντίθετα, παρόμοιο προστατευτικό πλαίσιο δεν υπάρχει κατά τον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης διατροφής. Κατά την εκτίμηση των συνθηκών της ζωής, η περιορισμένη κοινωνική ζωή και οι σχεδόν μηδαμινές ανάγκες ψυχαγωγίας του θα ληφθούν υπόψη ως μειωτικοί παράγοντες του μέτρου της διατροφής με αντιστάθμισμα τις αυξημένες δαπάνες νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στο μέτρο που δεν καλύπτονται από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης. Το προνοιακό επίδομα που τυχόν εισπράττει ο δικαιούχος διατροφής λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναγκαίας διατροφής, έτσι ώστε ο υπόχρεος να βαρύνεται με την κάλυψη της διαφοράς.
Συμπερασματικά, λοιπόν, ο ενήλικος που αδυνατεί να εργασθεί, είτε λόγω σπουδών που είναι αναγκαίες για να διεκδικήσει μία θέση στην αγορά εργασίας, είτε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που δεν του επιτρέπουν να προσαρμοστεί σε περιβάλλον εργασίας, είναι νόμιμος δικαιούχος διατροφής, την οποία υποχρεούται να καταβάλουν οι γονείς του (Βλ. ΜονΠρΘεσ 15189/2014).