Με τη Γνωμοδότηση υπ’ αριθ. 1/2017 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών παρέχονται διευκρινίσεις αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας προς τις διοικητικές αρχές για την χορήγηση αντιγράφων εγγράφων.

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, η τηρητέα διαδικασία προς έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας προς διοικητικές Αρχές για τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων σε πολίτες που δικαιούνται πρόσβασης σε αυτά λόγω εννόμου συμφέροντος έχει συνοπτικώς – κατά χρονική σειρά ενεργειών – ως εξής:

1] υποβολή έγγραφης αίτησης του πολίτη προς την διοικητική Αρχή, με σαφές και ορισμένο αίτημα και αναφορά του επικαλουμένου εννόμου ή ευλόγου συμφέροντος

2] έγγραφη και αιτιολογημένη απόρριψη της

3] υποβολή έγγραφης αίτησης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών με συνημμένες σε αυτή την αρχική αίτηση προς τη διοικητική Αρχή και την έγγραφη απόρριψή της από την τελευταία

4] έκδοση αιτιολογημένης Εισαγγελικής παραγγελίας σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης και διαβίβαση της προς τη διοίκηση που υποχρεούται να την εκτελέσει άμεσα.

Μεταξύ άλλων, στη γνωμοδότηση αναφέρεται ότι το δικαίωμα των πολιτών να λάβουν γνώση των διοικητικών εγγράφων είναι ατομικό και πολιτικό, βασιζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 1, 10 και 20 παρ. 2 του Συντάγματος.

Είναι δε αγώγιμο, καθώς η άρνηση της Διοικήσεως [ρητή ή σιωπηρή] να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα είναι εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και μπορεί να προβληθεί με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, εφόσον το αντικείμενο ή η σχέση στην οποία αφορούν τα έγγραφα ρυθμίζεται από διατάξεις του δημοσίου δικαίου.

Άρα οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν άμεση και αυτοτελή υποχρέωση να επιτρέπουν υπό τους όρους του άρθρου 5  του Ν. 2690/99 την πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα διοικητικά ή ιδιωτικά έγγραφα, που φυλάσσουν στα αρχεία τους χωρίς να απαιτείται προηγούμενη [προκαταβολική] σχετική εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών.

Μόνη προϋπόθεση που τίθεται από το Νόμο προς λήψη γνώσης ή αντιγράφου ήδη εκδοθέντος και ευρισκομένου στην κατοχή της υπηρεσίας από την οποία ζητείται διοικητικού εγγράφου είναι η ύπαρξη «ευλόγου ενδιαφέροντος» προς τούτο ή «ειδικού εννόμου συμφέροντος» προκειμένου για ιδιωτικά έγγραφα. Στη δεύτερη περίπτωση τα έγγραφα θα πρέπει να σχετίζονται με υπόθεση του ενδιαφερομένου, εκκρεμή ή περαιωμένη.

Το επικαλούμενο κάθε φορά συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται σε σχετική έγγραφη αίτηση που ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει προς την εκάστοτε Αρχή με σαφήνεια. Σε αυτή θα πρέπει να καθορίζεται η ταυτότητα των αιτουμένων εγγράφων κατά τρόπο συγκεκριμένο ώστε να είναι προσδιορίσιμα ατομικώς ή βάσει ειδικού – κριτηρίου, ικανού να τα κατατάξει σε ορισμένη κατηγορία ή ομάδα, προς ευχερή αναζήτηση και ανεύρεση τους.

Η συνδρομή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του «ευλόγου ενδιαφέροντος» ή του «ειδικού εννόμου συμφέροντος» και το ορισμένο ή ασαφές ή καταχρηστικό της σχετικής αίτησης εναπόκειται στην εχέφρονα και αμερόληπτη κρίση του υπευθύνου υπαλλήλου της εκάστοτε αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας που επιλαμβάνεται αυτής. Σε περίπτωση απόρριψης της σχετικής αίτησης ο τελευταίος οφείλει εντός της τασσόμενης από τη διάταξη του άρθρου 5 §6 ΚΔΔ 20ήμερης προθεσμίας να διατυπώσει εγγράφως και αιτιολογημένως την άρνηση της Διοίκησης προς χορήγηση των ζητηθέντων εγγράφων.

Μόνο μετά την κατά τα ανωτέρω εκφρασθείσα άρνηση της Διοίκησης ο πολίτης δικαιούται να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την άσκηση της εκ του άρθρου 25§4 εδ. β’ ΚΟΔ – ΚΔΛ αρμοδιότητας του προς εκτίμηση του επικαλουμένου εννόμου συμφέροντος και έκδοση σχετικής παραγγελίας.

 

Αναλυτικά η γνωμοδότηση:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα Ακροάσεων

Γραφείο 8

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/2017

Λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις:

1] του άρθρου 5 Ν. 2690/99 [Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας], ως ισχύει κατ’ άρθρο 11 §2 Ν. 3230/04, σύμφωνα με την οποία: «§1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. §2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. §3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις … §4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με «χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο… §6. Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες».

2] του άρθρου 25§4 εδ. β’ Ν. 1756/88 [Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων & Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών] «Ο εισαγγελέας πρωτοδικών … δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 ΚΠΔ»

Από το συνδυασμό και την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων συνάγονται τα εξής:

α] το δικαίωμα των πολιτών να λάβουν γνώση των διοικητικών εγγράφων είναι ατομικό και πολιτικό, βασιζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 1, 10, 20§2 Σ. Είναι δε αγώγιμο, καθώς η άρνηση της Διοικήσεως [ρητή ή σιωπηρή] να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα είναι εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και μπορεί να προβληθεί με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, εφόσον το αντικείμενο ή η σχέση στην οποία αφορούν τα έγγραφα ρυθμίζεται από διατάξεις του δημοσίου δικαίου.

Άρα οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν άμεση και αυτοτελή υποχρέωση να επιτρέπουν υπό τους όρους του άρθρου 5 του Ν. 2690/99 την πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα διοικητικά ή ιδιωτικά έγγραφα, που φυλάσσουν στα αρχεία τους χωρίς να απαιτείται προηγούμενη [προκαταβολική] σχετική εντολή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών [ΕγκΕισΑΠ (Αθ. Κονταξή) 6/06, ΠοινΔνη 2007.292, Πρ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», τ. ΓΙ, 1982, σ. 226, Κ. Χρυσόγονος «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», 2002, σ. 394, ΣτΕ 1225/11 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμ. ΝΣΚ 125/01ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ],

β] στην έννοια των διοικητικών εγγράφων [που μνημονεύονται κατ’ ενδεικτική και όχι περιοριστική απαρίθμηση στη διάταξη του άρθρου 5§§1,2 ΚΔΔ] εντάσσονται – κατά την έννοια και το σκοπό του Νόμου – και όσα δεν εκδόθηκαν μεν ή προέρχονται από δημόσιες υπηρεσίες, πλην όμως χρησιμοποιήθηκαν από αυτές ή λήφθηκαν υπόψη τους για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης του διοικητικού οργάνου [ΓνωμΕισΑΠ (Β. Μαρκή) 1/05 ΠοινΔνη 2005.170, ΓνωμΕισΑΠ (Δ. Τσίμα) 2/03 ΠοινΛογ 2003.801, ΣτΕ 3855/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 243/00 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]

γ] μόνη προϋπόθεση που τίθεται από το Νόμο προς λήψη γνώσης ή αντιγράφου ήδη εκδοθέντος και ευρισκομένου στην κατοχή της υπηρεσίας από την οποία ζητείται διοικητικού εγγράφου είναι η ύπαρξη «ευλόγου ενδιαφέροντος» προς τούτο ή «ειδικού εννόμου συμφέροντος» προκειμένου για ιδιωτικά έγγραφα. Στη δεύτερη περίπτωση τα έγγραφα θα πρέπει να σχετίζονται με υπόθεση του ενδιαφερομένου, εκκρεμή ή περαιωμένη.

Το επικαλούμενο κάθε φορά συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται σε σχετική έγγραφη αίτηση που ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει προς την εκάστοτε Αρχή με σαφήνεια. Σε αυτή θα πρέπει να καθορίζεται η ταυτότητα των αιτουμένων εγγράφων κατά τρόπο συγκεκριμένο ώστε να είναι προσδιορίσιμα ατομικώς ή βάσει ειδικού – κριτηρίου, ικανού να τα κατατάξει σε ορισμένη κατηγορία ή ομάδα, προς ευχερή αναζήτηση και ανεύρεση τους. Αν η σχετική αίτηση στερείται των προαναφερθέντων στοιχείων καθίσταται αόριστη και η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος εκ μέρους του πολίτη καταχρηστική, ιδίως αν ο τελευταίος επανέρχεται επανειλημμένως με ανάλογα διαβήματα. Οπότε ορθώς και συννόμως η δημόσια υπηρεσία δύναται να αρνηθεί την κοινοποίηση της αφού δεν είναι νοητό να καταλήγει σε τροχοπέδη της αποτελεσματικής λειτουργίας της [ΕγκΕισΑΠ 6/06, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 1/05, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 2/03, ο.π, ΓνωμΝΣΚ 95/12 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 256/11 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 344/11 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 138/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμ.ΝΣΚ 621/02, 324/02, 49/01, πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη 9227/03 ΠοινΔνη 2005.175, από 26-03¬1999 Γνωμοδότηση ΕισΠρωτΑΘΣωτ. ΜπάγιαΠοινΔνη 1999.842].

δ] η συνδρομή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση του «ευλόγου ενδιαφέροντος» ή του «ειδικού εννόμου συμφέροντος» και το ορισμένο ή ασαφές ή καταχρηστικό της σχετικής αίτησης εναπόκειται στην εχέφρονα και αμερόληπτη κρίση του υπευθύνου υπαλλήλου της εκάστοτε αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας που επιλαμβάνεται αυτής. Σε περίπτωση απόρριψης της σχετικής αίτησης ο τελευταίος οφείλει εντός της τασσόμενης από τη διάταξη του άρθρου 5 §6 ΚΔΔ 20ήμερης προθεσμίας να διατυπώσει εγγράφως και αιτιολογημένως την άρνηση της Διοίκησης προς χορήγηση των ζητηθέντων εγγράφων.

ε] μόνο μετά την κατά τα ανωτέρω εκφρασθείσα άρνηση της Διοίκησης ο πολίτης δικαιούται να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την άσκηση της εκ του άρθρου 25§4 εδ. β’ ΚΟΔ – ΚΔΛ αρμοδιότητας του προς εκτίμηση του επικαλουμένου εννόμου συμφέροντος και έκδοση σχετικής παραγγελίας.

Δια αυτής [που τυγχάνει αυτοτελής και ανεξάρτητη κάθε άλλης εξουσίας οποιουδήποτε οργάνου] παρέχεται στο κοινό η άμεση και πλέον αποτελεσματική διοικητική προστασία προς ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα και γνώσης του περιεχομένου τους, ενόψει της συχνά παρατηρούμενης αβελτηρίας των δημοσίων υπηρεσιών προς τούτο και της αδυναμίας άμεσης ανταπόκρισης τους στις εν θέματι υποχρεώσεις τους έναντι των διοικούμενων.

Ανάλογη αρμοδιότητα καθιερώνεται και από ειδικές διατάξεις, όπως π.χ. από τη διάταξη του άρθρου 1445 ΑΚ που προβλέπει τη χορήγηση στοιχείων για τα εισοδήματα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία των υποχρέων διατροφής προσώπων προς χρήση ενώπιον των αρμοδίων για τον καθορισμό της πολιτικών Δικαστηρίων [βλ. ερμηνεία της διά της ΕγκΕισΑΠ Γ. Παντελή 7/12 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Επομένως θα πρέπει να υποβάλλεται προς την Εισαγγελία πλήρως ορισμένη έγγραφη αίτηση του διοικουμένου στην οποία θα επισυνάπτονται η αρχική έγγραφη αίτηση του χορήγησης εγγράφων προς τη δημόσια υπηρεσία που απευθύνθηκε, καθώς επίσης και η έγγραφη απορριπτική απάντηση της τελευταίας προς θεμελίωση της αρμοδιότητας του Εισαγγελικού λειτουργού και πληροφόρησης του για τις επί του θέματος θέσεις της Διοίκησης προς σχηματισμό της κρίσης του.

Αν δεν προσκομιστούν αμφότερα τα εν λόγω έγγραφα δεν είναι δυνατή – ούτε σύννομη – η έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας προς χορήγηση εγγράφων, ως εκ τούτου σε περίπτωση υποβολής απλής και μόνον αίτησης προς τούτο χωρίς τα προαναφερθέντα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα της πορείας της υπόθεσης η έκδοση της θα αναβάλλεται μέχρι την προσκομιδή τους. Αυτονόητο είναι ότι στην αίτηση θα πρέπει να αναγράφεται ο σκοπός χρήσης του ζητουμένου εγγράφου και η Αρχή [Δικαστήριο ή άλλη] ενώπιον της οποίας θα προσκομισθεί, προς διακρίβωση του εννόμου συμφέροντος για την εκφορά της σχετικής Εισαγγελικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση [είτε αποδοχής είτε απόρριψης της] ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών υποχρεούται να κρίνει αιτιολογημένα για την τύχη της.

Κατά τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 25§4β ΚΟΔ – ΚΔΛ ο Εισαγγελέας «δικαιούται» να παραγγείλει. Τούτο δεν σημαίνει διακριτική εξουσία αυτού και εφόσον διαγνώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου οφείλει να εκδώσει τη σχετική παραγγελία προς τη Διοίκηση.

Σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας προφανώς άστοχα παρήγγειλε τη χορήγηση αντιγράφων ενόσω συντρέχει νομικό κώλυμα προς τούτο η σχετική κρίση μπορεί να διορθωθεί με διακριτική υπόδειξη της Διοίκησης προς τον Εισαγγελικό λειτουργό, καθώς η δοθείσα παραγγελία είναι δεκτική ανάκλησης, ως επίσης και επανάληψης της, αν μεταγενέστερα εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την ανάκληση. Σε περίπτωση ανάκλησης και επανάληψης της παραγγελίας, εκτελεστέα είναι η τελευταία. Πλην όμως η τελική κρίση ανήκει πάντα σε αυτόν ως μόνο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Αντίστοιχα, σε περίπτωση φανερά εσφαλμένης απόρριψης ανάλογης αίτησης δεν αποκλείεται από τις κείμενες διατάξεις ενδεχόμενη προσφυγή στον αμέσως ανώτερο Εισαγγελέα, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 24§4α Ν. 1756/88 περί ιεραρχικής εξάρτησης των λειτουργών του Εισαγγελικού κλάδου. Όμως αυτός θα είναι πάντα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών που θα επανεκτιμήσει την τυχόν λανθασμένη κρίση Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών ή Εισαγγελικού Παρέδρου της ίδιας υπηρεσίας, ενόψει της εκ του νόμου ρητής απονομής της σχετικής εξουσίας σε Εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν στον Α’ βαθμό, κατ’ άρθρο 25§4β ΚΟΔ-ΚΛΔ. Εκ του λόγου τούτου στην απίθανη περίπτωση έκδοσης αντιφατικών παραγγελιών, εκτελεστέα θα είναι η προερχόμενη από τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία [ΓνωμΕισΑΠ(Ι. Χρυσού) 7/07, ΠοινΔνη 2007.985, ΕγκΕισΑΠ 6/06, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 1/05, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 2/03, ο.π, ΔιατΕισΠλημΑΘ 53134/10, ΠοινΧρ 2012.128, Γνωμ. ΝΣΚ 150/12 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1787/09).

στ] αν η αίτηση γίνει δεκτή η σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα έχει διφυή χαρακτήρα, ήτοι τόσο ιδιότυπης πράξης διοικητικού χαρακτήρα, όσο και δικαστικής διάταξης, προερχόμενη από δικαστικό λειτουργό ενεργούντα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη εν λόγω ιδιότητα του [άρθρο 87 κ. επ. Σ.]. Ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αίτησης, χωρίς την ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη της. Εφόσον φέρει τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δεσμευτική για τη δημόσια διοίκηση, με την Αρχή όπου απευθύνεται υποχρεωμένη στη χορήγηση των ζητηθέντων αντιγράφων, έστω και αν έχει διαφορετική άποψη. Σε περίπτωση τυχόν άρνησης των αρμοδίων υπαλλήλων να εκτελέσουν την Εισαγγελική παραγγελία ενδέχεται η από μέρους τους διάπραξη απείθειας ή παράβασης καθήκοντος [άρθρα 169, 259 ΠΚ] και η αναζήτηση της αντίστοιχης ποινικής τους ευθύνης, πέραν της πιθανής αντίστοιχης αστικής, κατ’ άρθρα 104, 105 ΕισΝΑΚ. Προς τούτο η παρακολούθηση της εκτέλεσης της παραγγελλομένης ενεργείας και η επιβολή των συνεπειών για τη μη συμμόρφωση σε αυτή αποτελεί υποχρέωση του εκδόντος την παραγγελία Εισαγγελέα [ΓνωμΕισΑΠ 7/07, ο.π., ΕγκΕισΑΠ 6/06, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 1/05, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 2/03, ο.π, ΕγκΕισΑΠ(Α. Καπόλλα) 5/98 Υπέρ. 1999.1014, από 26-03-99 ΓνωμΕισΠρωτΑΘ, ο.π., ΓνωμΝΣΚ 94/01, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

ζ] τέλος ο υπηρεσιακός χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «εμπιστευτικού» δεν αρκεί για την μη ικανοποίηση αιτήματος για τη χορήγηση αντιγράφου του αν δε συντρέχει άλλος λόγος που καθιστά μη νόμιμη την αίτηση για πρόσβαση τρίτου σ’ αυτό.

Εξάλλου είναι σύννομη η άρνηση χορήγησης εγγράφων αν αυτά αφορούν ή περιέχουν στοιχεία που προστατεύονται από ειδικές διατάξεις [πέραν των εγγράφων του άρθρου 261 ΚΠοινΔ, που ρητώς μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 25§4β Ν. 1756/88] ή ρυθμίσεις που καθιερώνουν απόρρητο [π.χ φορολογικό απόρρητο κατ’ άρθρο 85 Ν 2238/94 ή επιχειρηματικό απόρρητο κατ’ άρθρο 4§7 Ν.2206/94 περί λειτουργίας καζίνο] ή ενσωματώνουν δικαιώματα πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή αφορούν την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή, τέλος, όταν υφίστανται ρητές διατάξεις που αποκλείουν την πρόσβαση σε έγγραφα για λόγους δημοσίου συμφέροντος σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, όπως π.χ. αυτή του άρθρου 84§§1, 2, 4 του Ν 3386/2005 που αποκλείει της σχετικής προστασίας υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν αποδεικνύουν δια νομίμων εγγράφων ότι εισήλθαν και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα [ΕγκΕισΑΠ 6/06, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ(Γ. Αρβανίτη) 17/97 ΠοινΧρ 1998.389, ΓνωμΝΣΚ 135/10, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 244/10, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,

Επισημαίνεται ότι δεν αποκλείεται η χορήγηση αντιγράφων εγγράφων έστω και αν στα τελευταία περιλαμβάνονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του Ν 2472/97, καθώς ανάλογο απόρρητο δεν καθιερώνεται από τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου. Άλλωστε ο ΚΔΔ [Ν. 2960/99] είναι μεταγενέστερος του Ν 2472/97, οπότε αν ο νομοθέτης ήθελε να θεμελιώσει απόρρητο ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα που συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο του Ν 2472/97 θα το όριζε ρητώς κατά τη θέσπιση του. Τα ανωτέρω ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, όταν δε λαμβάνει χώρα ούτε καν επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι προφανές ότι αν η υποχρέωση ανακοίνωσης απορρέει από το νόμο [όπως στην προκειμένη περίπτωση από τη διάταξη του άρθρου 5 ΚΔΔ] η εν λόγω μορφή «επεξεργασίας» είναι επιτρεπτή και δεν απαιτείται συγκατάθεση του υποκειμένου. Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η χορήγηση εγγράφων με τέτοιο αντικείμενο με την προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων φυσικού προσώπου κατ’ άρθρο 5§1 Ν 2472/97 [ΕγκΕισΑπ 6/06, ο.π., Γνωμ ΝΣΚ 396/11, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΝΣΚ 273/09, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμ.ΝΣΚ 29/09, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΝΣΚ 63/08, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Αν τμήμα ή μέρος του περιεχομένου του ζητουμένου εγγράφου εμπίπτει σε μία από τις παραπάνω εξαιρέσεις χορηγητέο είναι απόσπασμα του, με απάλειψη του αποκλεισμένου τμήματος και σχετική περί τούτου μνεία στο αντίγραφο του αποσπάσματος [ΓνωμΝΣΚ 105/12, Γνωμ. ΝΣΚ 29/09, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Πρέπει να σημειωθεί ότι αποκλείεται η χορήγηση εγγράφων αν από ειδικές διατάξεις επιβάλλεται μυστικότητα της διενεργούμενης διοικητικής διαδικασίας [πχ επί ΕΔΕ προς εντοπισμό πειθαρχικών ευθυνών δημ. υπαλλήλων, Γνωμ. ΝΣΚ 454/12,ΓνωμΕισΑΠ 1/05, ο.π., ΓνωμΕισΑΠ 2/03, ο.π., ΓνωμΝΣΚ 94/01, ΓνωμΕισΑΠ 17/97, ο.π., ΓνωμΝΣΚ 94/01, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Συνακόλουθα η τηρητέα διαδικασία προς έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας προς διοικητικές Αρχές για τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων σε πολίτες που δικαιούνται πρόσβασης σε αυτά λόγω εννόμου συμφέροντος έχει συνοπτικώς – κατά χρονική σειρά ενεργειών – ως εξής:

1] υποβολή έγγραφης αίτησης του πολίτη προς την διοικητική Αρχή με σαφές και ορισμένο αίτημα και αναφορά του επικαλουμένου εννόμου ή ευλόγου συμφέροντος

2] έγγραφη και αιτιολογημένη απόρριψη της

3] υποβολή έγγραφης αίτησης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών με συνημμένες σε αυτή την αρχική αίτηση προς τη διοικητική Αρχή και την έγγραφη απόρριψή της από την τελευταία

4] έκδοση αιτιολογημένης Εισαγγελικής παραγγελίας σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης και διαβίβαση της προς τη διοίκηση που υποχρεούται να την εκτελέσει άμεσα.

Δυνάμει των προεκτεθέντων είναι προφανές ότι μόνο μετά την τήρηση της προπεριγραφείσας διαδικασίας είναι νοητή και σύννομη η έκδοση Εισαγγελικής παραγγελίας χορήγησης αντιγράφων εξ εγγράφων, κατ’ άρθρο 25§4β Ν. 1756/88. Οπότε μόνο μετά την πραγματοποίηση της θα πρέπει να λαμβάνει χώρα η προσφυγή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών προς τούτο.