Χρήση ιδιωτικών συνομιλιών, φωτογραφιών και λοιπών εγγράφων που εμπεριέχουν προσωπικά δεδομένα των διαδίκων στην πολιτική δίκη  

Α. Νομοθετικό πλαίσιο προστασίας:

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονται από ένα πλέγμα νομοθετικών διατάξεων, εθνικής και ενωσιακής προέλευσης. Ειδικότερα, το άρθρο 9 του Συντάγματος, κατοχυρώνοντας το άσυλο της κατοικίας προβλέπει ότι «1. H κατοικία του καθενός είναι άσυλο. H ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Kαμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. 2. Oι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει». Επιπλέον, το άρθρο 9Α ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Τέλος, σύμφωνα με το  άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Πέραν του Συντάγματος, αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 25 του Ν. 4624/2019, με τον οποίο ελήφθησαν μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ορίζει τα εξής όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ιδιώτες: «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ιδιωτικούς φορείς για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεχθεί, επιτρέπεται, εφόσον είναι απαραίτητη: α) για την αποτροπή απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας ασφάλειας κατόπιν αιτήματος δημόσιου φορέα· ή β) για τη δίωξη ποινικών αδικημάτων· ή γ) για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, εκτός και εάν υπερτερεί το συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων να μην τύχουν επεξεργασίας τα δεδομένα αυτά».

Β. Δικαίωμα δικαστικής προστασίας: 

Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει, πέραν της αξίωσης πρόσβασης σε δικαστήριο, και την αξίωση επίκλησης και προσκόμισης όλων των αποδεικτικών μέσων που είναι απαραίτητα προκειμένου ο δικαιούχος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου, έτσι ώστε να εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση υπέρ του.  

Στην πολιτική δίκη, δεδομένου ότι σκοπός αυτής είναι η προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων, ισχύει, κατ’ αρχήν, η αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων. Οι ίδιοι οι διάδικοι έχουν, δηλαδή, το βάρος να επικαλεστούν και να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, καθώς και να προωθήσουν τη διαδικασία διεξαγωγής της δίκης, όπου απαιτείται. Συνεπώς, τα αποδεικτικά μέσα στην πολιτική δίκη προσκομίζονται με πρωτοβουλία των διαδίκων, εκτός από τις περιπτώσεις που, κατ’ εξαίρεση, διατάσσεται η διενέργεια αποδείξεων από το ίδιο το δικαστήριο. Ως αποδεικτικά μέσα ορίζονται στον Κ.Πολ.Δ. η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα έγγραφα, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, η ομολογία και τα δικαστικά τεκμήρια. Ως έγγραφα νοούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, οι βιντεοταινίες, καθώς και κάθε υλική αποτύπωση οπτικών ή ακουστικών εντυπώσεων με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο. 

Πολλές φορές, στα πλαίσια διεξαγωγής μιας πολιτικής δίκης προσκομίζονται στο δικαστήριο, ως αποδεικτικά μέσα, έγγραφα τα οποία περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενός από τους διαδίκους και ελήφθησαν χωρίς την προγενέστερη συναίνεσή του. Στις περιπτώσεις αυτές ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσο μπορούν να αξιοποιηθούν τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, καθώς, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, περιορίζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του διαδίκου που τα προσκόμισε, ενώ σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, προσβάλλεται το δικαίωμα του έτερου διαδίκου στην ιδιωτική του ζωή. 

Γ. Νομολογία σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των ιδιωτικών εγγράφων που εμπεριέχουν προσωπικά δεδομένα των διαδίκων:

Η ελληνική νομολογία αντιμετωπίζει περιπτωσιολογικά το ζήτημα της ισχύος των αποδεικτικών μέσων που εμπεριέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, μολονότι έχουν ήδη παγιωθεί ήδη κάποιες απόψεις ως προς ορισμένες επιμέρους εκφάνσεις του ζητήματος. 

Γενικά, υπάρχει ομοφωνία ότι είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο οι δημόσιες αναρτήσεις ενός διαδίκου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς αυτές είναι ορατές αδιακρίτως και χωρίς περιορισμούς σε οποιονδήποτε άλλο χρήστη της ίδιας εφαρμογής. 

Δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν, όμως, αν ο χρήστης έχει περιορίσει τη δυνατότητα προβολής των δημοσιεύσεων σε ορισμένους μόνο χρήστες.  

Όσον αφορά τις ιδιωτικές συνομιλίες (μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου ή άλλης εφαρμογής), υποστηρίζεται έντονα ότι πρέπει να γίνουν δεκτές, σε περίπτωση που προσκομίζονται από τους διαδίκους τους οποίους αφορούν. Σε περίπτωση, όμως, που οι ιδιωτικές συνομιλίες προσκομίζονται από τρίτους – αμέτοχους στη συνομιλία, γίνεται δεκτό ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται να ληφθούν υπόψη, εκτός αν ο τρίτος δεν διαθέτει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να γίνει in concreto στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος των συμμετεχόντων στη συνομιλία στην προστασία της ιδιωτικής ζωής τους και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του τρίτου. 

Μέχρι πρότινος, στη νομολογία ήταν μάλλον επικρατούσα η άποψη ότι τα αποδεικτικά μέσα που αφορούν σε προσωπικά δεδομένα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια πολιτικής δίκης. Ενδεικτική αυτής της θέσης είναι η υπ’ αριθ. 3256/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν αγωγής αποζημίωσης για ηθική βλάβη. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι διάδικοι προσκόμισαν στο δικαστήριο φωτοαντίγραφα μηνυμάτων κινητού τηλεφώνου που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους σε χρόνο προγενέστερο της αγωγής. 

Το δικαστήριο δέχθηκε την, σχεδόν παγιωμένη μέχρι τότε, άποψη ότι τα αποδεικτικά μέσα που περιορίζουν την ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας αντίκεινται σε συνταγματικής περιωπής διατάξεις, και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν στην πολιτική δίκη. Ως επιχείρημα περί της απαγόρευσης αξιοποίησης τέτοιων αποδείξεων προτάθηκε ότι, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή η χρήση τους, ενδεχομένως να γενικευόταν η καταγραφή ιδιωτικών, τηλεφωνικών ή μέσω μηνυμάτων, συνομιλιών. 

Ως εκ τούτου, θα περιοριζόταν σημαντικά η ελευθερία της έκφρασης, καθώς σε κάθε ιδιωτική συνομιλία οι ομιλητές θα είχαν ως σκέψη ότι ο,τιδήποτε ειπωθεί από μέρους τους θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως αποδεικτικό μέσο εναντίον τους στο πλαίσιο κάποιας δικαστικής διαδικασίας. Κατά την άποψη αυτή, η μοναδική περίπτωση που μπορούν να γίνουν δεκτά τέτοια αποδεικτικά μέσα είναι όταν αυτό απαιτείται για την προστασία υπέρτερων εννόμων αγαθών, όπως η ανθρώπινη ζωή. 

Η ίδια απόφαση στο αιτιολογικό της επικαλέσθηκε επίσης το άρθρο 4 του π.δ. 47/2005, το οποίο προβλέπει ότι η άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής – και, κατά προέκταση, και μέσω μηνυμάτων επικοινωνίας – είναι δυνατή μόνο κατόπιν έκδοσης εισαγγελικής ή ανακριτικής διάταξης ή βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου. 

Πλέον, το ζήτημα της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων που αφορούν σε προσωπικά δεδομένα ενός από τους διαδίκους έχει παύσει να  αντιμετωπίζεται τόσο απόλυτα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ’ αριθ. 116/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία κατέληξε σε αντίθετη κρίση από εκείνη της υπ’ αριθ. 3256/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αγωγής της ενάγουσας, με την οποία ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της τέλεσης των αδικημάτων της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος της. 

Ειδικότερα, το έτος 2017 εκδικάστηκαν δύο αντίθετες αιτήσεις  ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ της ενάγουσας και του εν διαστάσει τότε συζύγου της, με αντικείμενο τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, της, διατροφής και επιμέλειας των τέκνων τους. Στο πλαίσιο αυτής της δίκης και αποσκοπώντας στο να αποδειχθεί η υπαιτιότητα της ενάγουσας όσον αφορά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αλλά και η ακαταλληλότητά της να αναλάβει την επιμέλεια των τέκνων της, οι μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ του συζύγου της στο δικαστήριο, ισχυρίστηκαν ότι η ενάγουσα επιδείκνυε αντισυζυγική συμπεριφορά, ότι διατηρούσε εξωσυζυγικούς δεσμούς, ότι είχε ροπή στην κατανάλωση αλκοόλ και ότι παραμελούσε τα ανήλικα τέκνα της. 

Εν συνεχεία, το έτος 2018, η ενάγουσα άσκησε την ως άνω αγωγή αποζημίωσης κατά των μαρτύρων που κατέθεσαν στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων και κατά του εν διαστάσει συζύγου της, ισχυριζόμενη ότι τα γεγονότα που αυτοί επικαλέσθηκαν σε βάρος της ήταν αναληθή και ότι την έβλαψαν ηθικά. Οι εναγόμενοι, προκειμένου να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους, προσκόμισαν στο δικαστήριο που εκδίκαζε την αγωγή αποζημίωσης φωτογραφίες και απεικονίσεις των συνομιλιών της αιτούσας με τους κατά καιρούς ερωτικούς συντρόφους της, αποθηκευμένες στον κοινό με τον σύζυγό της υπολογιστή και στο κινητό της τηλέφωνο, καθώς και αιματολογικές εξετάσεις της, από τις οποίες προέκυπτε ότι πράγματι κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. 

Το δικαστήριο έκρινε ότι τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποκτήθηκαν παρανόμως, καθώς δεν συνιστούσαν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ούτε αποκτήθηκαν με παραβίαση των μυστικών κωδικών πρόσβασής της. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, έγινε δεκτό ότι η λήψη υπόψη των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων ήταν απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να  υλοποιηθεί το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων και να μπορέσουν να αποκρούσουν τους ισχυρισμούς της ενάγουσας. 

Εν κατακλείδι, κατά την ορθότερη άποψη, το αν θα χρησιμοποιηθούν ή όχι ως αποδεικτικά μέσα ιδιωτικά έγγραφα που εμπεριέχουν προσωπικά δεδομένα των διαδίκων δεν θα έπρεπε να κρίνεται εκ των προτέρων, με ιεράρχηση των συνταγματικών δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, αλλά κατόπιν σταθμίσεως των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, αφού ληφθούν υπόψη τα ατομικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης.