ΜονΠρΘεσ 9674/2016

Περίληψη: Αποκτήματα. Η γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει (α) λύση ή ακύρωση του γάμου ή συμπλήρωση τριετούς διάστασης, (β) αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, (γ) συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο, (δ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμβολής και της αύξησης και (ε) μη επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης∙ δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ως προς αυτά που ο υπόχρεος απέκτησε προσωποπαγώς, όπως μισθούς ή συντάξεις.
Αοριστία. Στην αγωγή πρέπει να προσδιορίζεται η αρχική περιουσία του υπόχρεου ή, αν δεν υπάρχει τέτοια, πρέπει να αναφέρεται η έλλειψή της∙ για την εύρεση της τελικής περιουσίας κρίσιμος είναι ο χρόνος της αμετάκλητης λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ενώ, σε περίπτωση τριετούς διάστασης, κρίσιμος είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής∙ επίσης, πρέπει να προσδιορίζεται η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου καθώς η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου.
Αν η συμβολή του δικαιούχου συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών και, έτσι, ο υπόχρεος εξοικονόμησε δαπάνες που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του, απαιτείται η χρηματική αποτίμησή τους στο μέτρο που υπερβαίνουν την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών∙ σε περίπτωση απευθείας διάθεσης χρηματικού ποσού για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, αρκεί η αναφορά του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, καθώς η διάθεση αυτή δεν καταλαμβάνεται από την υποχρέωση συνεισφοράς.
Άμυνα εναγομένου. Η ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που διαφοροποιούν την τελική περιουσία, όπως χρέη ή δάνεια, αποτελούν τη βάση καταλυτικής ένστασης ενώ η τυχόν αύξηση της περιουσίας απαιτείται να διατηρείται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής∙ αν το περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε με τη συμβολή του δικαιούχου έχει εκποιηθεί και στη θέση αποκτήθηκε κάποιο άλλο, το οποίο σώζεται κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, η σχετική αξίωση μετατίθεται σ’ αυτό.
Βάρος απόδειξης. Κατανομή του βάρους απόδειξης με βάση το μαχητό τεκμήριο συμβολής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αν ο δικαιούχος ζητά ποσοστό μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου, οφείλει να το αποδείξει και, αν δεν το κατορθώσει, περιορίζεται σ’ αυτό, εκτός αν ο υπόχρεος επικαλεστεί κατ’ ένσταση και αποδείξει ότι ο άλλος σύζυγος είχε συμβολή μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή καμία απολύτως συμβολή.
Ένορκη βεβαίωση. Κλήση για ένορκη βεβαίωση, που επιδίδεται μετά την ισχύ του ν. 4335/2015, πρέπει να μνημονεύει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, το επάγγελμά του και τη διεύθυνση της κατοικίας του, ειδάλλως δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
Απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, διότι η συνολική αξία της τελικής περιουσίας του υπόχρεου, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, είναι μηδενική, αφού γίνεται δεκτή η ένσταση του περί ύπαρξης παθητικού που συνίσταται στις δόσεις που αποπληρωμής στεγαστικού δανείου.

Κείμενο απόφασης: Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ συνάγεται ότι η αξίωση του κάθε συζύγου για τη συμμετοχή του στα αποκτήματα του άλλου, η οποία είναι κατ’ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, με αντικείμενο τη χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου (βλ. σχετ. ολΑΠ28/1996 ΕλλΔνη 1997,28) προϋποθέτει: α) λύση ή ακύρωση του γάμου, ή κατ’ ανάλογη εφαρμογή, συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο, δ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου και της συμβολής του δικαιούχου, ενώ τέτοιος σύνδεσμος δεν υπάρχει σε ό,τι ο υπόχρεος απέκτησε προσωποπαγώς (μισθούς, συντάξεις κ.λ.π) και ε) μη επιλογής από τους συζύγους του συστήματος της κοινοκτημοσύνης. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα απαιτείται να γίνεται στο δικόγραφό της επίκληση των εξής στοιχείων, ήτοι 1) της λύσης ή ακύρωσης του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των συζύγων, 2) της αύξησης της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) της συμβολής του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Πρέπει, δηλαδή, για το ορισμένο της αγωγής να προσδιορίζονται σο δικόγραφό της, εκτός από τα κατά την παραπάνω διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου, θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου με τη συμβολή και πάλι του δικαιούχου, και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Ειδικότερα, ως αύξηση, νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση, δηλαδή, της αξίας τους κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Για το στοιχείο της αύξησης, δηλαδή, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία αυτών. Είναι αυτονόητο ότι αν δεν υπάρχει αρχική αφαιρετέα περιουσία, η αποτίμηση θα περιοριστεί στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, χωρίς ανάγκη καθορισμού, επί αγοράς, του τιμήματος αυτής, ο οποίος είναι αλυσιτελής.

Απαιτείται, συνεπώς, να προσδιορίζεται στην αγωγή η περιουσία του υπόχρεου, εφόσον υπάρχει, και κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου με αναγωγή της αξίας της στο χρόνο άσκησης της αγωγής ή να εκτίθεται σ’ αυτήν ότι δεν υπήρχε καθόλου περιουσία του υπόχρεου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Ο χρόνος της λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση, είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν και της αξίας αυτής. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο γάμος λύθηκε ή ακυρώθηκε αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμα και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ο υπόχρεος σύζυγος και, έτσι, εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.

Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν, χωρίς αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφότερων των συζύγων, ούτε, άλλωστε, του ύψους της συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου στην οποία υποχρεούται κατ’ άρθρο 1389 ΑΚ, όπως, επίσης, δεν είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται το ποσοστό επί της αξίας των αποκτημάτων του υπόχρεου ή σε σχέση με καθένα από τα αποκτήματα αυτά χωριστά. Σε περίπτωση δε απευθείας διάθεσης ορισμένου χρηματικού κεφαλαίου, για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, αρκεί, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, η μνεία του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιοριστεί το μέγεθος της νόμιμης υποχρέωσης του συνεισφοράς του δικαιούχου συζύγου στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεδομένου ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο πραγματικό των άρθρων 1389 κι 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και στην επιβαλλόμενη από κοινού συνεισφορά στην αντιμετώπισή τους. Εξάλλου, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. Β’ ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου, συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε καμία πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγόμενου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε ή εάν επικαλέστηκε και δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού είτε διότι ο δικαιούχος σύζυγος δεν μπορούσε είτε διότι δεν ήθελε να συμβάλει, ώστε η επαύξηση της περιουσίας του να οφείλεται μόνο σ’ αυτόν (βλ. σχετ. ΑΠ 1678/2015 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 825/2015 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι με τον εναγόμενο είχε τελέσει νόμιμο γάμο, στη Θεσσαλονίκη, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα , τον Σ. , την Ε.- Μ. και την Ε. – Γ., ο γάμος τους δε αυτός λύθηκε με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης , η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 4-11-2015. Ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, ο εναγόμενος στερούταν παντελώς περιουσίας, ενώ κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, απέκτησε τα ειδικότερα περιγραφόμενα, ακίνητα και κινητά, περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας ποσού 240.112,13 ευρώ. Ότι από τη συνολική αξία της ανωτέρω τελικής περιουσίας του, υποχρεούται αυτός να της αποδώσει ποσοστό ½ της αξίας αυτής, ανερχόμενο στο ποσό των 120.056,065 ευρώ, κατά τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην αξία των αποκτημάτων του, καθόσον κατά το εν λόγω ποσοστό συνέβαλε η ίδια στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας του αφενός με την κατά το ήμισυ οικονομική συμβολή της στην αγορά από αυτόν των αναφερόμενων ακινήτων και αυτοκινήτου και στην ανακαίνιση της αναφερόμενης εξοχικής κατοικίας, αφετέρου με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών για τη συντήρηση κα λειτουργία του συζυγικού οίκου και την επιμέλεια των τριών τέκνων τους, πλέον του επιβαλλόμενου από τη νόμιμη υποχρέωση συνεισφοράς της μέτρου, άλλως ποσοστό 1/3 της αξίας της περιουσίας του, ανερχόμενο στο ποσό των 80.037,37 ευρώ, κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της.

Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 120.056,065 ευρώ, κυρίως μεν βάσει της κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ αξίωσής της λόγω συμβολής στην επαύξηση τη περιουσίας του, άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον αυτός κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας τη από αιτία που έληξε, δοθέντος ότι η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από τη συμβολή της στα πλαίσια της έγγαμης σχέσης του έχει ήδη λήξει μετά την αμετάκλητη λύση του μεταξύ τους γάμο, άλλως το ποσό των 80.037,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι, όμως αόριστη καθ’ ο μέρος επιχειρείται η θεμελίωσή της στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, καθόσον δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής όλα κατά το νόμο αναγκαία στοιχεία, τα οποία σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, δικαιολογούν την εκφραζόμενη στο ως άνω ποσοστό της ενάγουσας, δεν αναφέρονται, δηλαδή, επαρκώς τα προσδιοριστικά της επικαλούμενης, μεγαλύτερης της τεκμαιρόμενης, συμβολής της. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν διαλαμβάνει στο κρισιολογούμενο δικόγραφο της αγωγής της αποτίμηση της αξίας των παροχών, με τις οποίες όπως εκθέτει, συνέβαλε, στην αύξηση της περιουσίας του αντιδίκου της και δη δεν προσδιορίζει το ακριβές ύψος των χρηματικών παροχών στις οποίες προέβη προς το σύζυγό της, μόνη δε η αναφορά σε οικονομική συμβολή της κατά τα ήμισυ στην εκ μέρους του εναγόμενου αγορά των ανωτέρω κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων και στην ανακαίνιση της ως άνω εξοχικής κατοικίας δεν αρκεί για τη θεραπεία της κατά τα ανωτέρω αοριστίας, ενόψει, μάλιστα του ότι δεν προσδιορίζεται αντίστοιχα το κόστος αγοράς και ανακαίνισης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ώστε να είναι δυνατή η με τον τρόπο αυτό αποτίμηση της επικαλούμενης συμβολής της με παροχή κεφαλαίου. Επίσης, αναφορικά με την ανανεωμένη συμβολή της με παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, δεν διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής το χρηματικό ποσό, στο οποίο η ενάγουσα αποτιμά τις προσφερόμενες υπηρεσίες της για τη φροντίδα του κοινού συζυγικού οίκου και για την επιμέλεια, ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των τέκνων τους, κατά το μέρος που οι υπηρεσίες της αυτές υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από την κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ υποχρέωση της συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών τους, με βάση τις οικονομικές της δυνάμεις, μέτρο, το οποίο και μόνο συνιστά τη συμβολή της στην κατά τη διάρκεια του γάμου τους επαύξηση της επικαλούμενης περιουσιακής κατάστασης του εναγόμενου. Η παράλειψη, όμως, αναφοράς των ανωτέρω αναγκαίων στοιχείων, προκειμένου, αφού πρώτα διαπιστωθεί η αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, να προκύψει, ακολούθως, το ποσοστό συμμετοχής της ενάγουσας στην απόκτηση των αναφερόμενων στην αγωγή των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου και να καταστεί, ακολούθως, δυνατή η αναγωγή του ποσοστού αυτού επί της σημερινής αξίας της περιουσιακής επαύξησης, ώστε να προσδιοριστεί το μέρος εκείνο που πρέπει να της αποδοθεί, καθιστά τον απευθείας προσδιορισμό της συμβολής της, κατά το ανωτέρω ποσοστό 50% στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου παντελώς αυθαίρετο και, περαιτέρω, την μεν αγωγή, καθ’ ο μέρος της στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την δε εκ μέρους του εναγόμενου προβολή των αμυντικών του ισχυρισμών αδύνατη, κατά το βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό του τελευταίου.

Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας όσον αφορά στην επιστηριζόμενη στον πραγματικό υπολογισμό της επικαλούμενης συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά ποσοστό ½ βάση της. Κατά λοιπά, η αγωγή ως προς το επικουρικό σωρευόμενο αίτημα της κύριας βάσης της, που αφορά στον τεκμαρτό υπολογισμό της επικαλούμενης συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, είναι αόριστη καθ’ ό μέρος αφορά στο απόκτημα της κινητής περιουσίας του εναγομένου που αποτελείται από χρηματική κατάθεση σε λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς ύψους 127.000,00 ευρώ, καθόσον η ενάγουσα ιστορεί στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής της αναφορικά με το περιουσιακό αυτό στοιχείο του αντιδίκου της, ότι ο εναγόμενος είχε κατατεθειμένο στις 7-11-2008 στο λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς το ποσό των 127.180,000 ευρώ , το οποίο απέκτησε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, αξιώνοντας, όμως, συμβολή μόνο στο ποσό των 127.000,00 ευρώ, χωρίς να εκθέτει περαιτέρω εάν η επικαλούμενη αυτή αύξηση της περιουσίας του, την οποία προσδιορίζει σε χρόνο προγενέστερο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, αφενός διατηρήθηκε και κατά την αμετάκλητη λύση του, αφετέρου διατηρείται και κατά το χρόνο, άσκησης της αγωγής της. Κατά τα λοιπά, η αγωγή, αναφορικά με τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα θεμελιωτικά της σχετικής αγωγικής αξίωσης περιστατικά, δεδομένου ότι η αποτίμηση της συμβολής της ενάγουσας δεν είναι αναγκαία, όταν δεν υπερβαίνει το τεκμαιρόμενο από το νόμο ποσοστό του 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, το οποίο αξιώνεται με την εν λόγω βάση της αγωγής, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 1400 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η επικουρικά σωρευόμενη αγωγική βάση, η θεμελίωση της οποίας επιχειρείται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επικουρικό και επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι αναγκαίοι όροι για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή δικαιοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή τη δικαιοπραξία, στην προκειμένη, όμως περίπτωση, η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιστηρίζεται και η κύρια βάση της από την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του, εναγομένου, και δη, στην επαύξηση της περιουσίας του τελευταίου συνεπεία της αναφερόμενης συμβολής της σ’ αυτή λόγω λήξης της αιτίας για την οποία παρείχε την εν λόγω συμβολή, ένεκα της αμετάκλητης λύσης του μεταξύ τους γάμου, με συνέπεια η ενάγουσα να μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτή, χωρίς δυνατότητα προσφυγής του έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2004,1179, ΑΠ 439/2010 ΧρΙΔ 2011, 338, ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009,255, ΕφΑθ 1932/2011 Αρμ. 2012, 948). Επομένως, εφόσον καταβλήθηκε το προσήκον για το αντικείμενό της τέλος δικαστικό ενσήμου με τα ανάλογα επ’ αυτού ποσοστά προσαυξήσεων υπέρ τρίτων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για μερικά εκ των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο μεταξύ τους θρησκευτικό γάμο στις 6-11-1999 στη Θεσσαλονίκη από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, τον Σ. την Ε. – Μ. και την Ε. – Γ. Η ενάγουσα, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου της, φοιτούσε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από την οποία αποφοίτησε το έτος 2002, ο δε εναγόμενος, ήδη από το έτος 1995, αλλά και κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό ως υπαξιωματικός, όπως, άλλωστε, υπηρετεί μέχρι και σήμερα. Οι διάδικοι μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στην οικία της γιαγιάς του εναγόμενου και στη συνέχεια το έτος 2002 εγκαταστάθηκαν σε ιδιόκτητη διώροφη κατοικία, στη Θεσσαλονίκη. Κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2005 έως και τον Αύγουστο του έτους 2008 μετέβησαν για επαγγελματικούς λόγους του εναγόμενου στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό, ο εναγόμενος εισέπραττε πέραν του μηνιαίου μισθού του και αποζημίωση εξωτερικού, η οποία ανήλθε αρχικά στο καθαρό ποσό των 4.046,00 ευρώ μηνιαίως και κατόπιν αύξησης στο καθαρό ποσό των 4.904,00 ευρώ μηνιαίως. Κατά το αντίστοιχο χρονικό σημείο η ενάγουσα δεν διέθετε εισοδήματα, καθόσον δεν εργαζόταν.
Ακολούθως, οι διάδικοι επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκαν πλέον μόνιμα στην προαναφερόμενη οικογενειακή τους στέγη. Ο εναγόμενος τοποθετήθηκε σε μονάδα στη Θεσσαλονίκης, ενώ η ενάγουσα κατά τα έτη 2004 και 2005 παρείχε της υπηρεσίες της για μικρό χρονικό διάστημα σε δημόσιο σχολείο ως αναπληρώτρια καθηγήτρια, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 23-12-2009 έως και 22-12-2010 απασχολήθηκε σε Κ.Ε.Π. δυνάμει σύμβασης μίσθωσης έργου και με καθήκοντα αυτά της εξυπηρέτησης πελατών. Τα συνολικά εισοδήματα του εναγόμενου από την εργασία του και από ακίνητα για τα ανωτέρω έτη, ανήλθαν στο ποσό των 361.322,41 ευρώ, ενώ για τα λοιπά έτη από την έναρξη της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους δεν προσκομίζονται σχετικά έγγραφα αποδεικτικά του ύψους των εισοδημάτων του. Αντίστοιχα, τα συνολικά εισοδήματα της ενάγουσας για τα παραπάνω έτη ανήλθαν στο ποσό των 22.194,95 ευρώ. Ατυχώς, ο μεταξύ των διαδίκων γάμος δεν εξελίχθηκε ομαλά, τον Ιούνιο δε του έτους 2011 διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση τους, ενώ ο γάμος τους λύθηκε τελικά με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο εναγόμενος άσκησε κατά της απόφασης αυτής έφεση, επί της οποία εκδόθηκε απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης που δίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή του, την εν λόγω δε απόφαση επέδωσε στην ενάγουσα στις 3-4-2015, όπως το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε, ειδικά από τον εναγόμενο Από την επόμενη της επίδοσης της απόφασης ημέρα, ήτοι από τις 4-4-2015, άρχισε να τρέχει η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών για την άσκηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης ( άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠολΔ), αλλά και η προθεσμία των έξι (6) μηνών για την άσκηση αναψηλάφησης κατά τη διάταξη του άρθρου 605 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πριν εφαρμογή του Ν. 4335/2015, η οποία προθεσμία συνέτρεξε με την προθεσμία της αναίρεσης, όπως, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 539 ΚΠολΔ , σύμφωνα με την οποία σε αναψηλάφηση υπόκεινται και αποφάσεις οι οποίες υπόκεινται σε αναίρεση (βλ. σχετ. ΑΠ 606/1990 ΕΕΝ, 1990,183,ΕφΑθ 2090/1996 ΕλλΔνη 1997,1603, Μαργαρίτη σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 539, αρ.5, σελ. 967), έληξε δε στις 4-10-2015 οπότε και κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση περί λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι, οι οποίοι δεν επέλεξαν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, πριν από το γάμου τους δεν είχαν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, ο εναγόμενος, όμως, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα μέχρι και την αμετάκλητη λύση του μεταξύ τους γάμου, τα παρακάτω, κατά χρονολογική σειρά κτήσης, ακίνητα, τα οποία κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους υπήρχαν αυτούσια ως στοιχεία της περιουσίας του, αποτελώντας την τελική περιουσία του, και, συγκεκριμένα: 1) Μια διώροφη κατοικία με ημιυπόγειο (μεζονέτα). Το τίμημα καταβλήθηκε από προϊόν στεγαστικού δανείου που έλαβε ο εναγόμενος και οι γονείς του από τράπεζα ποσού 120.322,82 ευρώ, με συμφωνία αποπλήρωσής του σε τριακόσιες συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από αυτόν σύμβαση στεγαστικού δανείου. Με την εξόφληση του εν λόγω δανείου έχει επιβαρυνθεί αποκλειστικά ο εναγόμενος, ο οποίος καταβάλει μέχρι και σήμερα ανελλιπώς τις οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις, καθόσον η προσθήκη των γονέων του ως δανειοληπτών στην παραπάνω σύμβαση έγινε προς το σκοπό της εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος λήψης περισσότερων εξασφαλίσεων για τη έγκριση και χορήγηση του δανείου, αφού η προβλεπόμενη μηνιαία δόση υπερέβαινε το ήμισυ και πλέον του μηνιαίου μισθού που λάμβανε ο εναγόμενος κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης. 2) Ποσοστό 7,375% εξ αδιαιρέτου επί ενός εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης, άρτιου και οικοδομήσιμου αγρού. Το πραγματικό, όμως, τίμημα που συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε στον πωλητή ανήλθε στο ποσό των 5.800,00 ευρώ, σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρα και πατέρα του εναγόμενου, Σ. Τ. του Σ. Στον παραπάνω αγρό, στον οποίο οι δώδεκα συνιδιοκτήτες του δεν έχουν προχωρήσει μέχρι και σήμερα σε σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών, υφίστανται ισόγειες αυθαίρετες κατοικίες, κάθε δε συνιδιοκτήτης κάνει άτυπα αποκλειστική χρήση μίας εξ αυτών. Κατά το χρόνο της αγοράς του ανωτέρου ιδανικού μεριδίου, οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου έκαναν χρήση μίας τέτοιας πεπαλαιωμένης ισόγειας κατοικίας, ανεγερθείσας στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ολόκληρο το τίμημα της εν λόγω αγοραπωλησίας προήλθε εξ ολοκλήρου από τις προσωπικές αποταμιεύσεις του πατέρα του εναγόμενου, ο οποίος και μόνο αυτός προήλθε σε διαπραγματεύσεις για την αγορά του παραπάνω ιδανικού μεριδίου του αγρού με τους ιδιοκτήτες, αυτού, ήτοι τον Α.Μ. και τα τέκνα του, με τον οποίο, άλλωστε, διατηρούσε πλην της γειτνίασής τους, και πολύχρονη φιλία. Πρόθεση του πατέρα του εναγόμενου ήταν να αποκτήσει ο υιός του τη συγκεκριμένη εξοχική κατοικία , προκειμένου να διαμένουν κοντά με τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια των θερινών τους διακοπών. Ο εναγόμενος δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει ο ίδιος οικονομικά την απόκτηση της κατοικίας αυτής, δοθέντος ότι κατά το χρόνο σύναψης του αγοραπωλητήριου συμβολαίου, αποκόμιζε από την εργασία του το ποσό των 1.214,00 ευρώ μηνιαίως, ο μισθός του δε αυτός ήταν το μοναδικό εισόδημα της οικογένειά τους, καθόσον η σύζυγός του δεν εργαζόταν, και οι οικογενειακές τους ανάγκες ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, ενόψει του ότι κατά τον παραπάνω χρόνο είχαν ήδη αποκτήσει δύο τέκνα από τα οποία ο υιός τους Σ. είχε ανάγκη ιδιαίτερα αυξημένων φροντίδων, αφού πάσχε από σύνδρομο Down με ποσοστό αναπηρίας μεγαλύτερο του 67% ενώ κατέβαλε μηνιαία δόση για την αποπληρωμή του προαναφερόμενου στεγαστικού δανείου ύψους 740,00 ευρώ περίπου. Η αγορά, εξάλλου, του ανωτέρω ιδανικού μεριδίου επί του ως άνω αγρού επ’ ονόματι του εναγομένου υπαγορεύθηκε από λόγους αποφυγής του κόστους της επ’ ονόματι του πατέρα του αγοράς και εν συνεχεία της κατάρτισης γονικής παροχής από τον τελευταίο προς αυτόν, οπότε ο πατέρας του θα επιβαρυνόταν με επιπλέον δαπάνες συμβολαιογραφικής αμοιβής και μεταγραφής του συμβολαίου γονικής παροχής σύμφωνα και με τη σαφή και ρητή προς τούτο κατάθεσή του, η οποία δεν κλονίζεται από οποιοδήποτε αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο. Τα ανωτέρω δε πραγματικά περιστατικά προσεπιβεβαιώνονται και από την περιεχόμενη στην προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εναγόμενο ένορκη βεβαίωση, κατάθεση του ανωτέρου δικαιοπαρόχου του εναγομένου, ο οποίος από προσωπική και άμεση αντίληψη κατέθεσε περί των περιστατικών αυτών. Η κρίση, άλλωστε, του Δικαστηρίου περί της προέλευσης του χρηματικού ποσού, που καταβλήθηκε στον εν λόγω πωλητή σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση το τιμήματος αγοραπωλησίας του παραπάνω ιδανικού μεριδίου, ενισχύεται έτι περισσότερο από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον εναγόμενο έγγραφο πληροφοριών κινήσεων το κοινού λογαριασμού των γονέων του, που τηρούσαν στην Τράπεζα από το οποίο αποδεικνύεται ανάληψη χρηματικού ποσού 14.000,00 ευρώ μία ημέρα, πριν από την υπογραφή του παραπάνω συμβολαίου, το ποσό δε αυτό αναλώθηκε στην πληρωμή του τιμήματος των εξόδων κατάρτισης του συμβολαίου και των εργασιών ανακαίνισης της κατοικίας, ουδόλως δε αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι το ποσό αυτό τυχόν αναλώθηκε για την κάλυψη προσωπικών εξόδων του πατέρα του εναγομένου στην ίδια χρονική περίοδο. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, το οποίο, όμως, στις 31-12-2012 ήτοι πριν από την αμετάκλητη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμο, διαγράφηκε οριστικά από τα μητρώα του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων λόγω απόσυρσής του από την κυκλοφορία. Επομένως, εφόσον το εν λόγω όχημα δεν διατηρείται κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής στην περιουσία του εναγομένου, στην οποία, άλλωστε, δεν διατηρούταν ούτε κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου του με την ενάγουσα, δεν αποτελεί στοιχείο της τελικής περιουσίας του, το οποίο να μπορεί να συνυπολογιστεί στην αξία αυτής κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ώστε δεν υφίσταται επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου με το ανωτέρω συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο και αντίστοιχη επ’ αυτού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, αξίωση της ενάγουσας. Κατόπιν τούτων, κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου, υπήρχαν στην περιουσία του εναγόμενου τα προαναφερόμενα δύο ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την τελική περιουσία του. Κατά τον ανωτέρω δε χρόνο αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής όσο και κατά τον χρόνο παροχής της αιτούμενης νομικής προστασίας, που δεν αφίσταται σημαντικά του χρόνου της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων και εφόσον, οι τελευταίοι δεν επικαλούνται διαφοροποίηση της μεταξύ των τριών αυτών χρονικών σημείων αξίας, των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων του εναγόμενου, η εμπορική αξία αυτών, λαμβανομένων υπόψη της έκτασης, της θέσης και της περιοχής όπου βρίσκεται το καθένα, της παλαιότητας, της ποιότητας και του είδους της κατασκευής των χτισμάτων των επικρατουσών στις ανωτέρω περιοχές συνθηκών προσφοράς και ζήτησης για την αγορά παρόμοιων ακινήτων, σε συνδυασμό με τις ισχύουσες γι αυτά τιμές κατά, το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, αλλά και τις υφιστάμενες δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα την κτηματαγορά, ανέρχεται, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα της λογικής, στο συνολικό ποσό των 67.000,00 ευρώ, απορριπτομένων ως αβασίμων των συναφών ισχυρισμών της ενάγουσας, που υποστηρίζει τα αντίθετα, αναβιβάζοντας τη συνολική αξία των προαναφερόμενων αποκτημάτων του εναγομένου, κατά τους ανωτέρω κρίσιμους χρόνους, στο ποσό των 107.932,12 ευρώ. Ειδικότερα, η εμπορική αξία της ανωτέρω μεζονέτας, αντικειμενικής αξίας 62.901,57 ευρώ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα φύλλα υπολογισμού αξίας ακινήτου, και όχι 39.312,00 ευρώ, όπως αντίθετα ισχυρίζεται ο εναγόμενος σύμφωνα με την περιεχόμενη δήλωση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) για το έτος 2016, η οποία, όμως, δεν αποδίδει με ακρίβεια την αντικειμενική αξία του παραπάνω ακινήτου, καθόσον ως βάση υπολογισμού δέχεται μία συγκεκριμένη τιμή ζώνης ανά ευρύτερη περιοχή για όλα τα ακίνητα της ίδιας περιοχής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ανέρχεται στο ποσό των 62.000,00 ευρώ, δοθέντος ότι πέραν των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων, που λαμβάνονται υπόψη για το προσδιορισμό της αξίας της, πρόκειται περί βεβαρυμμένου προσημείωση υποθήκης ακινήτου, γεγονός το οποίο οπωσδήποτε λειτουργεί ανασταλτικά στην εκδήλωση αγοραστικού γι’ αυτό ενδιαφέροντος. Επίσης, η εμπορική αξία του ιδανικού εξ αδιαιρέτου μεριδίου του εναγόμενου στον προπεριγραφόμενο αγρό, αντικειμενικής αξίας 5.030,56 ευρώ, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με επίκληση από την ενάγουσα έντυπο (Α.Α.- Γ.Η.Σ.) για τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας της γης εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμών που δεν έχει ειδικούς όρους δόμησης, ανέρχεται στο ποσό των 5.000,00 ευρώ, στο οποίο συνυπολογίζεται και η χρήση της ανωτέρω αυθαίρετης κατοικίας, η αξία της οποία δεν δύναται να αποτιμηθεί ξεχωριστά, όπως, αντίθετα, αβάσιμα υπολαμβάνει η ενάγουσα, η οποία, μάλιστα αναβιβάζει την αξία της στο υπερβολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ. Και τούτο διότι ανεξαρτήτως του ότι ο εναγόμενος κάνει αποκλειστική χρήση της εν λόγω κατοικία, με την ανοχή, φυσικά και των λοιπών συνιδιοκτητών του αγρού, καθένας εκ των οποίων ομοίως κάνει αποκλειστική χρήση μίας εκ των λοιπών αυθαίρετων κατοικιών που υφίστανται στον αγρό, όλοι οι συνιδιοκτήτες είναι συγκύριοι, κατά τα αντίστοιχα ποσοστά, εξ, αδιαιρέτου εκάστου αυτών, στην εν λόγω κατοικία, δοθέντος ότι ο ανωτέρω αγρός δεν έχει υπαχθεί στο σύστημα της καθέτου και οριζόντιας ιδιοκτησίας, στην κατάρτιση της οποίας αναγκαία πρέπει να συμπράξουν όλοι οι συνιδιοκτήτες, προκειμένου να είναι δυνατή η μεταβίβαση της κατοικίας με αντίστοιχο χώρο αποκλειστικής χρήσης του αγρού, ώστε να τίθεται ζήτημα υψηλότερης εμπορικής αξίας του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου του εναγόμενου. Και, πάλι, όμως, η μεταβίβασή της με συμβολαιογραφικό έγγραφο θα ήταν αδύνατη πριν την πολεοδομική της τακτοποίηση, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 4178/20133 σε κάθε συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας ακινήτου επισυνάπτεται πλέον βεβαίωση μηχανικού περί μη ύπαρξης κτίσματος ή αυθαίρετου κτίσματος στο ακίνητο, η οποία, όμως, είναι αδύνατο να εκδοθεί για το συγκεκριμένο ακίνητο, το κόστος δε τακτοποίησης της κατοικίας, εφόσον επιλυθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς ανέρχεται στο ποσό των 3.000,00 ευρώ κατ’ ελάχιστο. Από τη συνολική αξία της τελικής περιουσία του εναγόμενου πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 5.800,00 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος έλαβε από τον πατέρα του ως δωρεά για την αγορά του παραπάνω ιδανικού μεριδίου επί του ως άνω αγρού, καθόσον στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά (άρθρο 1400 παρ.3 ΑΚ), όπως στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία αυτός έλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό από την παραπάνω χαριστική αιτία και το εισέφερε για την εκ μέρους του αγορά του εν λόγω, αποκτηθέντος, κατά τη διάρκεια του γάμου του, περιουσιακού στοιχείου. Επομένως, η συνολική αξία της καθαρής τελικής περιουσίας του διαμορφώνεται στο ποσό των (67.000,00 ευρώ – 5.800,00 = 61.200,00 ευρώ, το οποίο, όμως, πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγόμενου, να μειωθεί κατά το ποσό των 64.472,19 ευρώ, που αντιστοιχεί στην υφιστάμενη, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου του με την ενάγουσα, ανεξόφλητη κατά το κεφάλαιο οφειλή με την ενάγουσα, ανεξόφλητη κατά κεφάλαιο οφειλή του στην τράπεζα που απορρέει από τη λήψη του προαναφερόμενου στεγαστικού δανείου στεγαστικού δανείου για την αγορά της μεζονέτας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εναγόμενο εκτύπωση της κίνησης του δανειακού λογαριασμού που ανοίχθηκε για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω δανειακής σύμβασης. Συνεπώς, η συνολική αξία της καθαρής περιουσίας του εναγόμενου διαμορφώνεται, στο κρίσιμο χρονικό σημείο, σε μηδενικό ποσό, αφού το ποσό που αντιστοιχεί στην υφιστάμενη, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου του, ανεξόφλητη οφειλή (χρέος) του προς το προαναφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 64.472,19 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει την αξία της τελικής του περιουσίας κατά το ίδιο ως άνω κρίσιμο χρονικό σημείο. Κατόπιν τούτων, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης του εναγόμενου κατά το χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου των διαδίκων (αρχική περιουσία του) με την υπάρχουσα στο κρίσιμο χρονικό σημείο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους (τελική περιουσία του), είναι προφανές ότι δεν προκύπτει αύξηση αυτής, κατά τη συνολική, τελική, καθαρή αξία της αποκτηθείσας περιουσίας του, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης ή μη συμβολής της ενάγουσας στη διαμόρφωσή της πριν την τελική μείωσή της λόγω χρεών, δεκτής γενομένης και ως ουσιαστικά βάσιμης της προτεινόμενης από τον εναγόμενο με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις του νόμιμης ένστασης περί υπάρξεως παθητικού της περιουσίας του κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο.