ΠΟΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (ΚΙΝΗΤΑ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΑ) ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΑΠΟ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΕΣ;

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Ι) Κατάσχεση:  Ορισμός – Διαδικασία

ΙΙ) Ακατάσχετα κινητά 

ΙΙΙ) Ακατάσχετα ακίνητα

ΙV) Ακατάσχετες απαιτήσεις

V) Συνέπειες κατάσχεσης πράγματος ανεπίδεκτου κατάσχεσης – Προστασία οφειλέτη

—————–

Ι) Κατάσχεση : Ορισμός- Διαδικασία

Αναγκαστική εκτέλεση είναι ένα σύνολο κανόνων και διαδικασιών, βάσει των οποίων ο δανειστής μιας απαίτησης, με τη συνδρομή της κρατικής εξουσίας, επιδιώκει τον εξαναγκασμό του οφειλέτη σε ικανοποίηση της αξίωσής του. 

Αποτελεί έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος καθώς αν δεν υπήρχε η δυνατότητα εξαναγκασμού του οφειλέτη σε εκπλήρωση, η δικαστική απόφαση θα παρέμενε κενό γράμμα. Θεωρείται, δε, αντιστάθμισμα της απαγόρευσης της αυτοδικίας. Για να εκκινήσει ο δανειστής τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος μπορεί να είναι: α) τελεσίδικη ή προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση, β) διαιτητική απόφαση, γ) πρακτικό συμβιβασμού ή προσδιορισμού δικαστικών εξόδων, δ) συμβολαιογραφικό έγγραφο, ε) διαταγή πληρωμής, στ) αλλοδαπός τίτλος που κηρύχθηκε εκτελεστός ή ζ) άλλες πράξεις που αναγνωρίζονται στο νόμο ως εκτελεστές. 

Από τους ως άνω τίτλους, μόνο η εκτέλεση που γίνεται επί τη βάσει δικαστικής απόφασης τυγχάνει συνταγματικής κατοχύρωσης. Επιπλέον προϋποθέσεις για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης είναι να είναι η απαίτηση βέβαιη (915 Κ ΠολΔ) και εκκαθαρισμένη (916 ΚΠολΔ).

Ο δανειστής, μετά την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, πρέπει να ακολουθήσει μια προκαθορισμένη διαδικασία, για να ικανοποιήσει την απαίτησή του. Αναλυτικότερα, πρέπει ο εκτελεστός του τίτλος να περιαφθεί τον εκτελεστήριο τύπο, κατά το άρθρο 918 ΚΠολΔ. Το πρωτότυπο του εκτελεστού τίτλου παραμένει στη γραμματεία του δικαστηρίου και χορηγείται στον επισπεύδοντα δανειστή ένα απόγραφο (= αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου). 

Έπειτα, ο δανειστής επιδίδει αντίγραφο εξ απογράφου στον οφειλέτη, το οποίο περιέχει και επιταγή προς εκτέλεση. Η επιταγή αποτελεί την εναρκτήρια πράξη και ταυτόχρονα την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Μετά την επίδοση, ο επισπεύδων υποχρεούται να αναμείνει μέχρι το πέρας τριών εργάσιμων ημερών από την επομένη της επίδοσης πριν διενεργήσει πράξεις εκτέλεσης (το χρονικό αυτό διάστημα τίθεται ως προθεσμία συσκέψεως υπέρ του οφειλέτη, προκειμένου να αποφασίσει αν θα ικανοποιήσει εκουσίως το δανειστή). Μετά την πάροδο της τριήμερης προθεσμίας, ο δανειστής δύναται να επιβάλει κατάσχεση σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

Κατάσχεση είναι η διαδικαστική πράξη που επιφέρει την υλική και νομική δέσμευση του πράγματος. Η κατάσχεση κινητού γίνεται με αφαίρεση του πράγματος από το δικαστικό επιμελητή και τη σύνταξη κατασχετήριας έκθεσης, κατά το άρθρο 954. Στη συνέχεια, το κατασχεμένο κινητό παραδίδεται σε μεσεγγυούχο (956). Ομοίως, η κατάσχεση ακινήτου γίνεται με τη σύνταξη κατασχετήριας έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή, ενώ ως μεσεγγυούχος ορίζεται κατ’ αρχήν ο κάτοχος του ακινήτου (993 και 996 ΚΠολΔ).  Συνέπεια της κατάσχεσης είναι τόσο για τα κινητά όσο και για τα ακίνητα η σχετική απαγόρευση διάθεσης του κατασχεμένου πράγματος (958 και 987 ΚΠολΔ). Σε περίπτωση που ο οφειλέτης διαθέσει το κατασχεθέν πράγμα, η διάθεση αυτή θα είναι άκυρη υπέρ του επισπεύδοντος και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών.

Η κατάσχεση δεν πρέπει να οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική εξουθένωση του οφειλέτη και για το λόγο αυτό ο νομοθέτης προέβλεψε συγκεκριμένες κατηγορίες ακατάσχετων κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων. Επιτρέπεται, βέβαια, στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας, η συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη ως προς το ποιά περιουσιακά του στοιχεία θα είναι ακατάσχετα υπό τις προϋποθέσεις ότι, αφενός, δεν χειροτερεύει η θέση του οφειλέτη (απαγορεύεται, δηλαδή, η συμφωνία ότι μπορεί να κατασχεθεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο ο νόμος ορίζει ως ακατάσχετο), αφετέρου, δεν αναιρείται το δικαίωμα του δανειστή για αναγκαστική εκτέλεση (δηλαδή, δε θα πρέπει να περιοριστεί τόσο η περιουσία του οφειλέτη που είναι δεκτική κατάσχεσης, ώστε αυτή που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή).

ΙΙ) Ακατάσχετα κινητά

(i)  Νομοθετική πρόβλεψη

Το άρθρο 953 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει τις κατηγορίες κινητών πραγμάτων του οφειλέτη, για τα οποία δεν επιτρέπεται η επιβολή κατασχέσεως, ως εξής:

«3. Εξαιρούνται από την κατάσχεση:

α) τα πράγματα της προσωπικής χρήσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του και ιδίως ρούχα, κλινοστρώματα, έπιπλα εφόσον τα πράγματα αυτά είναι απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες της διαβίωσής τους,

β) τρόφιμα και καύσιμη ύλη, απαραίτητα στον οφειλέτη και την οικογένειά του για τρεις μήνες,

γ) τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, οι επιστολές, τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία,

δ) βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης που προορίζονται για την επιστημονική ή καλλιτεχνική και γενικότερα την πνευματική μόρφωση και ανάπτυξη του οφειλέτη ή της οικογένειάς του.

4. Εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία της παρ. 3, εξαιρούνται από την κατάσχεση, προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία τους και εκτός από αυτά α) προκειμένου για πρόσωπα που ζουν από γεωργική εργασία, και δύο ζώα για το άροτρο, ένα υποζύγιο, μία δαμάλα, έξι πρόβατα, έξι γίδες, ο σπόρος που χρειάζεται ως την ερχόμενη συγκομιδή και η τροφή αυτών των ζώων για τρεις μήνες, β) προκειμένου για πρόσωπα που ζουν από την κτηνοτροφία, και δώδεκα μεγάλα ζώα ή εικοσιτέσσερα μικρά ζώα, και η τροφή τους για τρεις μήνες, γ) για πρόσωπα που ζουν από την πτηνοτροφία, και εκατόν πενήντα πτηνά και η τροφή τους για τρεις μήνες.

5. Η κατάσχεση καρπών δεν μπορεί να γίνει πριν από ένα μήνα από τη συνηθισμένη εποχή που ωριμάζουν. Οι μεταξοσκώληκες δεν μπορούν να κατασχεθούν πριν γίνουν τέλεια κουκούλια.

6. Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι ασφαλισμένα η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση που οφείλεται από την ασφάλιση

 (ii) Νομολογία

Η έννοια των στοιχειωδών αναγκών είναι μια αόριστη νομική έννοια, επομένως πρέπει να ερμηνεύεται πάντα σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο οφειλέτη και την οικογένειά του και με τα διδάγματα κοινής πείρας. Ως στοιχειώδεις δε χαρακτηρίζονται μόνο οι ανάγκες που εξυπηρετούν την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογενείας του, αλλά και οι ανάγκες μετακίνησης και κοινωνικές ανάγκες (π.χ. επικοινωνίας, ενημέρωσης, ψυχαγωγίας). Περιλαμβάνονται, δηλαδή, στην έννοια των ακατάσχετων όλα τα πράγματα που εξασφαλίζουν στον οφειλέτη ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας ζωής, όπως γίνεται αυτό αντιληπτό με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, έχει κριθεί νομολογιακά ότι στην κατηγορία των ακατάσχετων κινητών συμπεριλαμβάνεται και η έγχρωμη τηλεόραση (Βλ. ΜΔΠρΑθ 1809/2008). 

Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των στοιχειωδών αναγκών αισθητικές ανάγκες ή υπέρμετρες ανέσεις. Επίσης, ακόμη και όταν πρόκειται για κινητό απαραίτητο για τη διαβίωση του οφειλέτη, η κατάσχεση δεν μπορεί να αποκλεισθεί σε περίπτωση που πρόκειται για πράγμα μεγάλης οικονομικής αξίας ( Βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο δικαίου αναγκαστικής εκτελέσεως, Β’ Έκδοση, σ.509-511). Όταν, αντίθετα, κατάσχεται κινητό που έχει μικρή αγοραία αξία αλλά μεγάλη από διαθέσεως αξία για τον οφειλέτη, τότε ενδέχεται η κατάσχεση να θεωρηθεί καταχρηστική (αφού το όφελος του δανειστή από την κατάσχεση υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τη βλάβη που θα υποστεί ο οφειλέτης).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 953 §4 ΚΠολΔ εξαιρούνται από την κατάσχεση, πέραν των περιουσιακών στοιχείων της §3 κατονομαζομένων κινητών και τα εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα, που είναι απαραίτητα για την εργασία τους, των προσώπων εκείνων που αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν με την προσωπική τους εργασία. Η διάταξη αυτή, η οποία τέθηκε εκ λόγων επιεικείας προς τον οφειλέτη και ως εκ τούτου επιβάλλεται στενή ερμηνεία τους, αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, υπέγγυα είναι όλη η περιουσία του οφειλέτη και αποβλέπει στο να αποφεύγεται με την κατάσχεση τέτοιων κινητών πραγμάτων η επαγγελματική αχρήστευση και μέσω αυτής η οικονομική εξόντωση του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.

Ως προς τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία του ατόμου, η νομολογία αντιλαμβάνεται ως τέτοια μόνο όσα χρησιμοποιούνται για την υποβοήθηση της προσωπικής εργασίας του οφειλέτη και υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράγματα σχετικά μικρής αξίας, που δεν αντιπροσωπεύουν, δηλαδή, σοβαρό κεφάλαιο. Μάλιστα, τα κινητά αυτά είναι ακατάσχετα ανεξαρτήτως από το αν ο οφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα να τα αντικαταστήσει με άλλα.  Όταν ο επαγγελματίας ζει όχι μόνο από την προσωπική του εργασία, αλλά με μίσθωση εργασίας και άλλων προσώπων ή χρησιμοποιεί κεφάλαια που δεν έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με την προσωπική εργασία που παρέχει, τότε το όφελος που αποκομείται δεν είναι προϊόν προσωπικού μόχθου, αλλά επιχειρηματικό κέρδος. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, δε συντρέχει λόγος απαγόρευσης της κατάσχεσης εργαλείων που οδηγούν σε αποδοτικότερη εκμετάλλευση και αποκόμιση κέρδους (βλ. ΜονΕφΠειρ 123/2015).

Όσον αφορά το αυτοκίνητο, αυτό δε θεωρείται εκ των προτέρων ακατάσχετο, εκτός αν είναι απολύτως αναγκαίο για τη διαβίωση του  συγκεκριμένου οφειλέτη (βλ. ΕφΑθ 5393/1990, η οποία έκρινε ότι το αυτοκίνητο ήταν απαραίτητο για τη διαβίωση οφειλέτη με κινητικά προβλήματα, ανεξαρτήτως δε της αξίας αυτού) ή για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος (βλ. ΜΠρΔραμ 42/2010, με την οποίαν κρίθηκε ακατάσχετο το φορτηγό πλανόδιου μικροπωλητή, καθώς ήταν αναγκαίο για την άσκηση του βιοποριστικού του επαγγέλματος, στο οποίο προέχοντα χαρακτήρα έχει η καταβολή της προσωπικής του εργασίας και χωρίς αυτό θα εκμηδενιζόταν η ανταγωνιστική ικανότητα της επιχείρησής του- ομοίως και ΕιρΘέρμου 7/2000). Παρομοίως, με την ΜΠρΘεσσαλ 13324/2010 κρίθηκε ότι το αυτοκίνητο ΤΑΧΙ, που εκμεταλλεύεται προσωπικά ο ιδιοκτήτης του, αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για την άσκηση του επαγγέλματος του. Αντίθετα, ως προς τα λεωφορεία και τα φορτηγά αυτοκίνητα,3 δεν είναι αυτά ακατάσχετα, γιατί πρόκειται για οικονομικές μονάδες που αποβλέπουν στην εκμετάλλευση και κερδοσκοπία, με τη μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων.

III) Ακατάσχετα ακίνητα

(i) Ρύθμιση Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν περιλαμβάνει αντίστοιχες διατάξεις με αυτές της απαγόρευσης κατάσχεσης κινητών για τα ακίνητα. Επομένως, σύμφωνα με αυτό το νομοθέτημα, κάθε ακίνητο είναι δεκτικό κατάσχεσης. 

Η μόνη απαγόρευση που τίθεται, από τα άρθρα 116 ΚΠολΔ, 281 και 288 ΑΚ, είναι να μην αντίκειται η αναγκαστική εκτέλεση στην καλή πίστη και να μη συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος του δανειστή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις (βλ. ΜονΕφΠατρών 937/2019). Από καταχρηστικότητα μπορεί να πάσχει τόσο η κατάσχεση όσο και η όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, σε κάθε περίπτωση πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλει η κατάσχεση να είναι κατάλληλη για την ικανοποίηση του δανειστή, αναγκαία λόγω μη ύπαρξης άλλου, ηπιότερου μέτρου με το οποίο θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ο δανειστής και ανάλογη (δηλαδή το προσδοκώμενο όφελος να υπερτερεί της προκληθείσας ζημίας). 

Έχει κριθεί νομολογιακά ότι η όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι καταχρηστική στην περίπτωση που ο ίδιος ο δανειστής δημιουργεί στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά του για αναγκαστική εκτέλεση κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το δανειστή ή όταν ο οφειλέτης έχει ήδη κινήσει διαδικασίες για ρύθμιση της οφειλής του εξωδικαστικά – βλ. ΕφΑθ 2604/2019). Ως προς την κατάσχεση, αυτή είναι καταχρηστική εφ’ όσον τα περιουσιακά στοιχεία που κατάσχονται είναι δυσανάλογα μεγάλης αξίας σε σχέση με την απαίτηση του δανειστή, καθώς ο δανειστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί πλήρως με την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων μικρότερης αξίας. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, για την περίπτωση όπου κατάσχονται περιουσιακά στοιχεία πολύ μικρής αγοραίας αξίας, τα οποία όμως, αφενός δεν επαρκούν για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του δανειστή, αφετέρου η στέρησή τους επιφέρει δυσανάλογη ζημία στον οφειλέτη. Παρομοίως, καταχρηστικά επισπεύδεται η κατάσχεση από δανειστή όταν λόγω προνομίων άλλων δανειστών του ίδιου οφειλέτη δεν θα επαρκέσει  για αυτόν το πλειστηρίασμα. 

(ii) Προστασία της πρώτης κατοικίας του οφειλέτη, βάσει ειδικών νομοθετημάτων 

Προστασία της πρώτης κατοικίας του οφειλέτη προέβλεπε αρχικά ο νόμος Κατσέλη (ν. 3969/2010) για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Ο νόμος αυτός έδινε στον οφειλέτη με αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία τη δυνατότητα να πληρώσει το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου του σε χρονικό διάστημα έως 30 ετών. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 100% με μεταγενέστερη τροποποίηση, ενώ το 2018 αναθεωρήθηκε εκ νέου ο νόμος και ο οφειλέτης καλείτο να καταβάλει την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας του. Το Φεβρουάριο του 2019 αντικαταστάθηκε από το ν.4605/2019 για επιδότηση πρώτης κατοικίας. Από 1 Ιανουαρίου του 2021 τίθεται σε ισχύ ο νόμος 4738/2020 για τη ‘‘ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας’’ στον οφειλέτη, ο οποίος προβλέπει δυνατότητες προστασίας της πρώτης κατοικίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη σε δύο στάδια της διαδικασίας. 

Το πρώτο διαδικαστικό στάδιο, αυτό της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, προβλέπει τη διενέργεια διαπραγματεύσεων μεταξύ οφειλέτη και δανειστών για ρύθμιση των χρεών του. Οι δανειστές δεν είναι υποχρεωμένοι εκ του νόμου να προβούν σε διαπραγμάτευση. Εφ’ όσον επιτευχθεί συμφωνία, παρέχεται δυνατότητα επιδότησης του δανείου για την πρώτη κατοικία. Το δεύτερο διαδικαστικό στάδιο, της πτώχευσης ή της αναγκαστικής εκτέλεσης, προβλέπει ότι η πρώτη κατοικία του οφειλέτη θα μεταβιβασθεί σε έναν Φορέα, ο οποίος υποχρεούται να μισθώνει το ακίνητο στον οφειλέτη για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών. Ο οφειλέτης δικαιούται – υπό προϋποθέσεις – να λάβει στεγαστικό επίδομα, ενώ παράλληλα του δίνεται η δυνατότητα να αγοράσει ξανά το ακίνητο, εντός του διαστήματος των δώδεκα ετών.

ΙV) Ακατάσχετες απαιτήσεις 

(i) Ρύθμιση ΚΠολΔ

To Άρθρο 982 του ΚΠολΔ ρυθμίζει το πότε επιτρέπεται κατάσχεση εις χείρας τρίτου, και, συγκεκριμένα, ότι:

«1. Μπορούν να κατασχεθούν α) χρηματικές απαιτήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κατά τρίτων μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή, β) κινητά πράγματά του που βρίσκονται στα χέρια τρίτου.

2. Εξαιρούνται από την κατάσχεση α) πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά, β) η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες, γ) απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό, αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων. ε) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις ή επιδοτήσεις στα χέρια του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. [= Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων] ως τρίτου, μέχρι την κατάθεση τους στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων ή την με άλλο τρόπο καταβολή τους σε αυτούς.

3. Η εξαίρεση της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη σε πιστωτικό ίδρυμα. Η εξαίρεση ισχύει μόνο στην έκταση που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.»

(ii) Ρύθμιση Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων για το ακατάσχετο απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, όταν δανειστής της απαίτησης είναι το δημόσιο:

Άρθρο 31: «1. Εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων : α) τα εν άρθρω 17 του παρόντος Ν. Διατάγματος κινητά πράγματα, β) τα υπό ειδικών νόμων διατηρηθέντων εν ισχύ διά του άρθρου 52 του Εισαγ. Νόμου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπόμενα ακατάσχετα, γ) η εταιρική μερίς επί προσωπικών εταιριών, δ) αι απαιτήσεις διατροφής εκ του νόμου ή εκ διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, ε) Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του / του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, στ) τα 4/5 των ημερομισθίων, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/5 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων και ζ) το 1/2 των εφ` άπαξ καταβαλλομένων, υπό οιουδήποτε ασφαλιστικού φορέως, βοηθημάτων επί τη εξόδω εκ της Υπηρεσίας ή του επαγγέλματος, επιτρεπομένης της κατασχέσεως επί του 1/2 αυτών διά τα προς το Δημόσιον χρέη των δικαιούχων τούτων.

2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό ή τοποθετήσεις σε λογαριασμό πληρωμών στα εγκαταστημένα στη χώρα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδρύματα πληρωμών είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο ίδρυμα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο τρόπος υποβολής και πιστοποίησης του χρόνου της παραλαβής και τα στοιχεία της υποβαλλόμενης δήλωσης, ο τρόπος ενημέρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη Φορολογική Διοίκηση για την υποβαλλόμενη δήλωση και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Κάθε άλλη διάταξη, που ρυθμίζει αντίθετα προς τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

(iii)Απαιτήσεις, που προβλέπονται ευθέως ως ακατάσχετες από ειδικές διατάξεις νόμων :

-Αποζημίωση εργαζομένου λόγω εργατικού ατυχήματος

Το άρθρο 15 του β.δ. της 24-7/25-8-1920 “περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” ορίζεται ότι: “Αι κατά τον παρόντα νόμον απαιτήσεις ούτε συμψηφίζονται ούτε κατάσχονται ούτε εκχωρούνται, πάσα δε κατάσχεσις ή εκχώρησις είναι αυτοδικαίως άκυρος”. Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης αυτής της διάταξης είναι τόσο η προστασία του εργαζόμενου που υπέστη το ατύχημα έναντι του οικονομικά ισχυρότερου εργοδότη, όσο και η προστασία του ιδίου έναντι των δανειστών του. Η νομολογία συμπεριλαμβάνει στις ακατάσχετες και ανεκχώρητες απαιτήσεις και την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος το εργατικό ατύχημα (βλ. Α.Π. 691/2006).

– Εργολαβική αποζημίωση

Κατά το άρθρο 4 § 1 ν. 4694/1930, όπως τροποποιήθηκε και ερμηνεύθηκε με τον α.ν. 628/37, το ν.δ. 914/41, το ν.δ.1051/42 και τον α.ν. 113/67, του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 § 11 ΕνΠολΔ, απαγορεύεται σε όλη τη διάρκεια της εκτελέσεως του έργου και ένα μήνα μετά την αποπεράτωσή του η κατάσχεση των οφειλομένων προς εργολάβους σε αντάλλαγμα της κατασκευής έργου, για την εκτέλεση του οποίου ο εργολάβος χρησιμοποιεί την εργασία τρίτων ή προμηθεύεται προς τούτο υλικά από τρίτους ή μηχανήματα κλπ. εκτός εάν πρόκειται για απαιτήσεις από παροχή εργασίας ή προμήθεια υλικών για το έργο. Δικαιολογητικός θέσπισης της ανωτέρω λόγω απαγόρευσης είναι η εξασφάλιση της εκτέλεσης και αποπεράτωσης του έργου που ανελήφθη. Για το λόγο αυτό, η απαγόρευση κατάσχεσης τάσσεται τόσο υπέρ του εργολάβου όσο και υπέρ του εργοδότη.

Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η απαγόρευση της κατασχέσεως αφορά σε κάθε είδος οφειλόμενης αμοιβής προς τον εργολάβο. Επομένως, όπως δέχθηκε και η ΑΠ 467/2005, σε περίπτωση εργολαβικής συμβάσεως για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής «με αντιπαροχή» οριζόντιες ιδιοκτησίες η απαγόρευση της κατασχέσεως καταλαμβάνει και την απαίτηση του εργολάβου προς μεταβίβαση της κυριότητας των ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου μετά των αντιστοίχων οριζόντιων ιδιοκτησιών, η οποία συμφωνήθηκε έναντι της αμοιβής του με το οικείο εργολαβικό συμφωνητικό.

V. Συνέπειες κατάσχεσης πράγματος ανεπίδεκτου κατάσχεσης- Προστασία οφειλέτη

Επιπτώσεις στο κύρος της κατασχετήριας έκθεσης:

Η κατάσχεση πράγματος κινητού, ακινήτου ή απαίτησης, των οποίων ο νόμος απαγορεύει την κατάσχεση, επιφέρει ως συνέπεια τη δικονομική ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης. Επειδή η δικονομική ακυρότητα δε λαμβάνεται ποτέ υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, βαρύνεται ο ίδιος ο οφειλέτης να την προτείνει. Μάλιστα, επειδή πρόκειται για σχετική δικονομική ακυρότητα, κατά το άρθρο 159§3 ΚΠολΔ, πρέπει ο οφειλέτης να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι υπέστη δικονομική βλάβη από την κατάσχεση πράγματος ανεπίδεκτου κατάσχεσης. Για να επιτύχει ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. εντός 45 ημερών από την ημέρα που επιδόθηκε σε αυτόν η κατασχετήρια έκθεση (934 ΚΠολΔ). Καθ’ ύλην αρμόδιο για την άσκηση της ανακοπής είναι το Ειρηνοδικείο, εφόσον ο τίτλος έχει εκδοθεί από αυτό, και σε κάθε άλλη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, ενώ κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΜΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΙΣΣΑ.