Με την απόφαση 172/2018 το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου επιδίκασε αποζημίωση ύψους 3.000 ευρώ ως αποζημίωση σε συνδρομητή για παραβίαση της νομοθεσίας περί τηλεφωνικών κλήσεων για σκοπούς απευθείας προώθησης υπηρεσιών για διαφημιστικούς σκοπούς.

Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, υπάλληλοι εταιρείας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποίησαν κλήσεις προς τον τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντος, προκειμένου να του προωθήσουν τις εμπορικές υπηρεσίες της, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ήδη ζητήσει, με αίτησή του τόσο στον προηγούμενο τηλεπικοινωνιακό του πάροχο την ένταξη του στο Μητρώο του άρθρου 11 του Ν. 3471 /2006.

Το μητρώο αυτό αποτελεί τον ειδικό κατάλογο με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των συνδρομητών που δεν επιθυμούν να δέχονται μη ζητηθείσες κλήσεις.

Οι κλήσεις συνεχίστηκαν παρά τις προφορικές αλλά και έγγραφες εκκλήσεις του προς τους εκπροσώπους της εταιρείας να μην τον ξαναενοχλήσουν, καθώς προξενούσαν του ψυχική αναστάτωση και απώλεια του προσωπικού και εργασιακού του χρόνου προκειμένου να απαντήσει στις κλήσεις της εναγομένης, καθόσον η διεύθυνση κατοικίας του αποτελεί και επαγγελματική έδρα του.

Το ζήτημα της ελάχιστης αποζημίωσης των 10.000 ευρώ

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3471 /2006 προβλέπει ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ.

Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών, από προσβολές της προσωπικότητας τους, και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1  του Συντάγματος υποχρέωση της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω διάταξη ν. 3471/2006, ως προς το ελάχιστο χρηματικό όριο, είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους:

Με βάση τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος.

Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και την θεσμοθετούμεvη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000 ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε.

Επομένως το δικαστήριο, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, πρέπει να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αντίστοιχα.

Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι με βάση το είδος του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ.

Πηγή: Lawspot.gr και dsanet.gr

 

Ολόκληρη η απόφαση: 

«ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 172/2018

το ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αγγελική Σακελλαρίου και τη Γραμματέα Θεοφανώ Κυριακίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Ιλίου Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Δ. Μπίτσιου, εκ του λειτουργήματός του κατοίκου Ιλίου Αττικής, οδός Αετόπετρας αρ. 76 (ΑΜ/ΔΣΑ: 20721 ).

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: εταιρείας με την επωνυμία «PROTERGIA ΘΕΡΜΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ» («Protergia»), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Αρτέμιδος αρ. 8, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 2-1-2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1/1/2-1-2018 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ το ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 271 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87 /23-7-2015 και εφαρμόζεται επί των κατατιθέμενωv από 1-1-2016 αγωγών βάσει του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ιδίου ως άνω Νόμου), αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι. Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και όσον αφορά την εν θέματι αγωγή η οποία εκδικάζεται κατά την προκειμένη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 614 αρ. 7 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτά αντικαταστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87 /23-7-2015 και ισχύουν για τις κατατιθέμενες από 1-1-2016 αγωγές βάσει του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ιδίου ως άνω Νόμου) που παραπέμπουν στην προκειμένη περίπτωση στο άρθρο 271 ΚΠολΔ και ειδικότερα στην παράγραφο 3 αυτού. Εξάλλου, τα άρθρα 1 – 590 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, όταν δεν αντιβαίνουν στις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών, εντάσσονται στο σύστημα της εκάστοτε ειδικής διαδικασίας, δεν διασπούν την τελολογική του ενότητα και καθίστανται μέσα, για την πραγμάτωση των βασικών του σκοπών. Συνεπώς, έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ και στις αγωγές που εκδικάζονται με τις ειδικές διατάξεις. Αν δε ο νομοθέτης είχε σκοπό να μη ισχύσουν στην προκείμενη περίπτωση τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, που αφορούν τις συνέπειες της ερημοδικίας ενός των διαδίκων, θα το είχε ορίσει ρητά. Άλλωστε, οι διατάξεις για τις διαφορές από σύγχρονα μέσα διάδοσης πληροφοριών (άρθρο 614 αρ. 7 ΚΠολΔ) δεν περιλαμβάνουν ειδικότερη ρητή διάταξη για τις συνέπειες ερημοδικίας κάποιου εκ των διαδίκων, με αποτέλεσμα να ισχύει και σε αυτές η γενική διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 των ειδικών διαδικασιών, η οποία με τη σειρά της παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Συνεπώς, σε περίπτωση ερημοδικίας είτε του ενάγοντα, είτε του εναγομένου, εφαρμόζονται και στην αγωγή, που εκδικάζεται με την ως άνω ειδική διαδικασία, οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, που εναρμονίζονται και με το σκοπό της ταχύτερης διεξαγωγής της δίκης και της απλούστευσης της διαδικασίας, ενώ εξυπηρετείται και με τις αγωγές αυτές η ίδια ανάγκη.

Από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. 11079 Δ/ 4-1- 2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου μαζί με κλήση για συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 614 αρ. 7 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 591 παρ. 1 και 271 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Με το Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που εκδόθηκε για τη συμμόρφωση με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981, που κυρώθηκε. με το Ν. 2068/1992, και την οδηγία 95/46/ΕΚ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 24. l 0.1995, θεσπίστηκαν οι όροι και προϋποθέσεις για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών, που έχουν «οικονομική αξία» και μπορούν να γίνουν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, και η δημιουργία φορέα ελέγχου της τήρησης των όρων του νόμου, της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων, ώστε να διασφαλιστεί το ελάχιστο της προστασίας θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και της ιδιωτικής τους ζωής. Αποτελεί το πλαίσιο, με βάση το οποίο επιτράπηκε η καταγραφή, επεξεργασία και εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων πολιτών από μη κρατικούς φορείς, αλλά οικονομικούς οργανισμούς και εταιρείες, που διαφορετικά, σύμφωνα με όσα επιτάσσει η συνταγματική έννομη τάξη, θα απαγορευόταν. Στον άνω νόμο και στο άρθρο l ορίστηκε το αντικείμενο του νόμου και στο άρθρο 2 τέθηκαν οι ορισμοί των εννοιών. Έτσι α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» είναι κάθε πληροφορία, που αναφέρεται στο υποκείμενο δεδομένων, β) … , γ) «υποκείμενο δεδομένων» το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, που η ταυτότητά του είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «επεξεργασία δεδομένων» κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, που πραγματοποιείται από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση ή δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων» κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που είναι προσιτά με γνώμονα κριτήρια συγκεκριμένα, στ) «Διασύνδεση» μορφή επεξεργασίας, που συνίσταται στη δυνατότητα συσχέτισης δεδομένων ενός αρχείου με δεδομένα αρχείου ή αρχείων, που τηρούνται από άλλον ή άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας ή τηρούνται από τον ίδιο τον υπεύθυνο επεξεργασίας, για άλλο σκοπό, ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας» οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τρόπο επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η) «Εκτελών την επεξεργασία» οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό rΊ νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποπ άλλος οργανισμός, θ) «Τρίτος» κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχri ή υπηρεσία ή όποιος άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης» το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου δεδομένων κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και πλήρη επίγνωση, με την οποία το υποκείμενο, αφού προηγούμενα ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα που το αφορούν. Η ενημέρωση «περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων, που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, επωνυμία και διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του». Η συγκατάθεση μπορεί να αρθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § ι, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο, όταν το υποκείμενο έδωσε τη συγκατάθεσή του, ενώ οι εξαιρέσεις κατά την § 2 του άρθρου προβλέπονται αυστηρά περιοριστικά. Στο άρθρο 6 προβλέπεται η ((γνωστοποίηση» στην Αρχή Προσωπικών Δεδομένων της λειτουργίας αρχείου και έναρξης επεξεργασίας του, ενώ στα άρθρα 7 και 7 Α προβλέπονται ειδικές διατάξεις, που αφορούν τα «ευαίσθητα δεδομένα» και τις περιπτώσεις «εξαιρέσεων» από την υποχρέωση γνωστοποίησης στην αρχή και τη λήψη αδείας. Το άρθρο 10 ορίζει τις προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλιστεί το «Απόρρητο και η Ασφάλεια της επεξεργασίας» των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στο άρθρο 11 μέχρι και 14 προβλέπονται τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στο πρώτο από τα άρθρα αυτά ( l l} ορίζεται ειδικά το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου, που πρέπει να πληροφορηθεί, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων: α} την ταυτότητα του υπεύθυνου και του τυχόν εκπροσώπου του, β} το σκοπό επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή κατηγορίες αποδεκτών, δ} την ύπαρξη του δικαιώματος του πρόσβασης (στο αρχείο}. Κατά την παρ. 2, αν για τη συλλογή ο «υπεύθυνος επεξεργασίας» ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. Ι του άρθρου καθώς και τα δικαιώματα του, που προβλέπονται από τα άρθρα 11 μέχρι και 14 του νόμου. Με την παρ. 3 ορίζεται ότι, αν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, ενημερώνεται πριν από αυτούς το υποκείμενο, για αυτή την ανακοίνωση, ενώ οι λοιπές παράγραφοι αφορούν ιωδικέςεξαιρέσεις», για λόγους εθνικής ασφάλειας, ιδιαίτερα; σοβαρών εγκλημάτων, τη συλλογή για δημοσιογραφικούς σκοπούς, που αφορούν δημόσια πρόσωπα και ως προς αρχεία, που τελούν υπό την επεξεργασία του Υπουργείου Οικονομικών και λοιπών κρατικών φορέων και αφορούν υπόχρε0υς σε σχέση με φόρους, τέλη, δασμούς, ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, το άρθρο 13 παρ. 3 v. 2472/1997 ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να δηλώσει στην Αρχή ότι δεδομένα που τον αφορούν δεν επιθυμεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από οποιονδήποτε, για λόγους προώθησης πωλήσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως. Η Αρχή τηρεί μητρώο με τα στοιχεία ταυτότητας των ανωτέρω. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των σχετικών αρχείων έχουν την υποχρέωση να συμβουλεύονται πριν από κάθε επεξεργασία το εν λόγω μητρώο και να διαγράφουν από το αρχείο τους τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής». Εξ αυτών συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην πληροφόρηση είναι «ειδικό», ι<ευρύ», «προστατεύεται αυτοτελώς» και «ρυθμίζεται» κατά τα επί μέρους στοιχεία του από τον νόμο. Δεν αρκεί συνεπώς μια κάποια πληροφόρηση ή οποιαδήποτε ατελής πληροφόρηση του υποκειμένου, αλλά απαιτείται να λάβει χώρα η ειδική ενημέρωση, που ορίζεται στο νόμο, και να διασφαλιστεί η «ειδική συναίνεση». Ενώ, πέρα από τα δικαιώματα του υποκειμένου, στην περίπτωση που δεν τηρηθούν τα προβλεπόμενα στο νόμο, θεσπίζονται κυρώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του τυχόν εκπροσώπου του, διοικητικές-ποινικές (άρθρα 21-23), αλλά και «αστική ευθύνη» των φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του νόμου θα προκαλέσουν περιουσιακή βλάβη ή και «ηθική βλάβη» στο υποκείμενο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το ζήτημα των τηλεφωνικών κλήσεων, για σκοπούς απευθείας προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, ρυθμίζεται στο άρθρο 11 v. 3471 /2006, όπου ορίζονται τα σχετικά με τις μη ζητηθείσες επικοινωνίες. Ειδικότερα, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 11 v. 3471 /2006, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 ν. 3917 /2011, ορίζεται ότι: «1. Η χρησιμοποίηση αυτόματων συστημάτων κλήσης, ιδίως με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπεται μόνο, αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς. 2. Δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με ανθρώπινη παρέμβαση (κλήσεων) για τους ανωτέρω σκοπούς, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς τον φορέα παροχής της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες κλήσεις.

Ο φορέας υποχρεούται να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου». Η ανωτέρω διάταξη είναι σύμφωνη με όσα ορίζονται στο άρθρο 13 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού; χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009 / 136/ΕΚ, η οποία, στην παρ. 3 του ανωτέρω 14 άρθρου, αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση είτε μετά από προηγούμενη συγκατάθεση (σύστημα ««opt-in») είτε με δήλωση αντίρρησης (σύστημα «opt-out»). Για το εν λόγω ζήτημα, είχε αρχικά επιλεγεί ο κανόνας της προηγούμενης συγκατάθεσης (βλ.  προϊσχύσασα μορφή άρθρου 11 ν. 3471 /2006). Όμως, μετά την 1-9-2011, οπότε και τέθηκε σε ισχύ η τροποποιηθείσα -προς το ευνοϊκότερο για τους υπευθύνους επεξεργασίας- διάταξη, οι τηλεφωνικές κλήσεις με ανθρώπινη παρέμβαση, για τους ανωτέρω σκοπούς, επιτρέπονται, εκτός αν ο καλούμενος έχει δηλώσει ότι δεν τις επιθυμεί (σύστημα «opt-out»). Το σύστημα «opt-out» έχει ως συνέπεια ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να απευθύνουν τις αντιρρήσεις τους, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους, είτε ειδικά, απευθείας στον υπεύθυνο επεξεργασίας (δηλαδή στον διαφημιζόμενο), ασκώντας το δικαίωμα αντίρρησης ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βάσει του άρθρου 13 ν. 2472/ 1997 είτε γενικά, μέσω της εγγραφής τους στον ειδικό κατάλογο συνδρομητών του παρόχου που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 ν. 3471 /2006. Ο νόμος προβλέπει τη δημιουργία Μητρώων («opt-out») σε κάθε πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει τηλεφωνικές κλήσεις για απευθείας εμπορική προώθηση. Ο κάθε πάροχος φέρει, με την προαναφερόμενη διάταξη, την υποχρέωση να τηρεί, με αυτές τις δηλώσεις, Δημόσιο Μητρώο που επιτελεί έναν δημόσιο σκοπό και στο οποίο έχει πρόσβαση όποιος ενδιαφέρεται να το χρησιμοποιήσει για απευθείας εμπορική προώθηση. Βάσει των ανωτέρω, οι πάροχοι έχουν την υποχρέωση: α) να τηρούν το Δημόσιο Μητρώο, που, όπως προαναφέρθηκε, τους ανατέθηκε με την ανωτέρω διάταξη, και β) όταν οι ίδιοι ενεργούν με σκοπό να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους, να λαμβάνουν υπόψη το Μητρώο που τηρούν όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και κάθε άλλος πάροχος. Έτσι, οι πάροχοι προκειμένου να προβούν νόμιμα σε προωθητικές ενέργειες (για διαφημιστικούς σκοπούς των ιδίων), όπως κάθε διαφημιζόμενος, οφείλουν να ελέγχουν προηγουμένως και τις δύο κατηγορίες αρχείων δηλώσεων, δηλαδή αυτήν που αφορά στους συνδρομητές όλων των παροχών (και του ιδίου) που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις γενικά και αποτελεί το σύνολο των επί μέρους Μητρώων του άρθρου 11 παρ. 2 v. 3471 /2006 που θα πρέπει να λαμβάνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα (μηνιαία) από κάθε πάροχο και αυτήν που αναφέρεται στον ίδιο τον πάροχο ειδικά και περιλαμβάνει: α) όσους ελεύθερα και ρητά του δηλώνουν (άρα συγκατατίθενται) ότι επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις από τον ίδιο ( ακόμα και, αν είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο) και β) όσους του δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν διαφημιστικές κλήσεις από αυτόν ειδικά σε άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης (άρθρο 13 παρ. 1 v. 2472/1997), ακόμα και αν δεν είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο. Οι διαφημιζόμενοι οφείλουν να λαμβάνουν από όλους τους παρόχους επικαιροποιημένα αντίγραφα των Μητρώων του άρθρου 11 ν. 3471 /2006 και να εξασφαλίζουν ότι έχουν διαθέσιμες τις δηλώσεις των συνδρομητών που έχουν πραγματοποιηθεί έως τριάντα ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της τηλεφωνικής κλήσης. Ο χρόνος αυτός των τριάντα ημερών κρίνεται απαραίτητος, ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι υπεύθυνοι επεξεργασίας να επεξεργαστούν τα μητρώα, λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές δυσκολίες συγκέντρωσης, από όλους τους παρόχους, διαφορετικών αρχείων μητρών «opt-out», τα οποία πολλές φορές έχουν διαφορετικό μορφότυπο, ως και το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν ο εκάστοτε υπεύθυνος επεξεργασίας να προβαίνει σε καθημερινές ενημερώσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε υπερβολικό φόρτο τόσο σε αυτόν όσο και στους παρόχους. Από την άλλη πλευρά, υπέρβαση των τριάντα ημερών οδηγεί σε υπερβολική καθυστέρηση ικανοποίησης, του αιτήματος αντίρρησης. Συνεπώς, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας θα πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίζεται το ανωτέρω τριανταήμερο, συνυπολογίζοντας κάθε είδους καθυστέρηση. Όσον αφορά στα αιτήματα που απευθύνονται στον ίδιον τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ως έκφραση ειδικής αντίρρησης βάσει του άρθρου 13 ν. 2472/1997, καθώς σε αυτά δεν υπεισέρχονται καθυστερήσεις λόγω λήψης στοιχείων οπό τρίτους, η ικανοποίηση τους θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το ανωτέρω άρθρο, ήτοι δεν θα πρέπει να υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις δεκαπέντε (15) ημέρες, όπως ορίζει η ανωτέρω διάταξη – ιδανικά βέβαιο, η ικανοποίησή του θα πρέπει να γίνεται αμέσως.

Σε κάθε περίπτωση, για τις αυτοματοποιημένες κλήσεις (ήτοι τις κλήσεις χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση) απαιτείται, όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3471 /2006, η προηγούμενη συγκατάθεση των συνδρομητών – ακόμα και αν οι αριθμοί αυτοί δεν έχουν καταχωρηθεί στο μητρώο «opt-out» του παρόχου τους. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η διάταξη για τις αυτοματοποιημένες κλήσεις, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, είναι σε ισχύ από την έναρξη εφαρμογής του ν. 3471 /2006 και του προγενέστερου ν. 2774/1999, δεν επηρεάστηκε δηλαδή οπό τη μετέπειτα τροποποίηση του ν. 3471 /2006. Παράλληλα, καθώς για την πραγματοποίηση των τηλεφωνικών κλήσεων η διαφημιζόμενη εταιρεία αποτελεί τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, οφείλει να ικανοποιεί και τα λοιπά δικαιώματα των υποκειμένων, ιδίως τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης (άρθρα 11-13 ν. 2472/1997). Τούτο σημαίνει ότι κατά τη διενέργεια μιας τηλεφωνικής κλήσης και σε συμφωνία με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 ν. 2472/1997, θα πρέπει να ενημερώνει για την ταυτότητά της και την ταυτότητα του εκπροσώπου της, να μην αποκρύπτει ή παραποιεί τον αριθμό καλούντος και να ενημερώνει τουλάχιστον για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός της επεξεργασίας (ήτοι προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών) είναι αυταπόδεικτος και οι αποδέκτες των δεδομένων, εφόσον περιορίζονται στα πρόσωπα του υπεύθυνου και των εκτελούντων την επεξεργασία για το συγκεκριμένο σκοπό, είναι εύκολα αντιληπτοί. Στην προκειμένη περίπτωση, η έννοια του εκπροσώπου ταυτίζεται με αυτή του εκτελούντος την επεξεργασία κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. η’ ν. 2472/ 1997, οπότε και η ενημέρωση πρέπει να περιλαμβάνει και τα στοιχεία του εκτελούντος την επεξεργασία. Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα αντίρρησης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 13 ν. 2472/ 1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, προκειμένου να συμμορφώνεται με την υποχρέωση που απορρέει από την εν λόγω διάταξη, να φροντίζει, εφόσον ένας καλούμενος συνδρομητής εκφράζει την αντίρρησή του στο να δέχεται κλήσεις από τον συγκεκριμένο υπεύθυνο επεξεργασίας (ή/και εκπρόσωπό του), να ακολουθεί μία σαφώς ορισμένη διαδικασία που να διασφαλίζει ότι ο αριθμός αυτός θα εξαιρείται από οποιαδήποτε τηλεφωνική προωθητική/ διαφημιστική ενέργεια του υπευθύνου επεξεργασίας στο μέλλον. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι εις γνώσιν και των εξωτερικών συνεργατών του υπευθύνου επεξεργασίας (ήτοι των εκτελούντων την επεξεργασία), οι οποίοι και θα πρέπει να συμμορφώνονται με αυτή. Η άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης δεν πρέπει να συγχέεται με την εγγραφή στο μητρώο (Opt-out)), καθότι η δεύτερη υποδηλώνει βούληση του συνδρομητή να εξαιρείται ο αριθμός του από κάθε τηλεφωνική προωθητική ενέργεια οποιουδήποτε διαφημιζόμενου. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 παρ. 3 v. 2472/1997 ορίζεται ότι «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας … », ενώ στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι «Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία την διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στις περιπτώσεις αυτοματοποιημένων ή μη κλήσεων για διαφημιστικούς ή άλλους εμπορικούς σκοπούς, που διενεργούνται από συνεργαζόμενες εταιρείες, για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, οι εταιρείες αυτές αποτελούν εκτελούσες την επεξεργασία. Συνεπώς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να εξασφαλίζει ότι και αυτές ενεργούν χωρίς να παραβιάζουν τη νομοθεσία. Προς το σκοπό αυτό, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας που πραγματοποιούν τηλεφωνικές κλήσεις με ανθρώπινη παρέμβαση για την προώθηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες και εγγράφως διατυπωμένες διαδικασίες, καθώς επίσης και να παρέχουν αντίστοιχες έγγραφες οδηγίες στο προσωπικό τους αλλά και στο προσωπικό των εκτελούντων την επεξεργασία. Οι οδηγίες αυτές πρέπει κατ’ ελάχιστον να περιλαμβάνουν: α) το πώς διενεργείται η διαδικασία τηλεφωνικών κλήσεων, π.χ. επιλογή αριθμών, αφαίρεση αριθμών όσων έχουν εκφράσει αντίρρηση, μη απόκρυψη αριθμού κλήσης, β) τα στοιχεία που είναι υποχρεωμένος ο υπάλληλος να αναφέρει κατά την κλήση (π.χ. στοιχεία υπεύθυνου και εκτελούντος την επεξεργασία, αναφορά πληροφοριών για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης), γ) αναλυτικότερες πληροφορίες για το πώς μπορεί να γίνει η ικανοποίηση των δικαιωμάτων των καλούμενων συνδρομητών, είτε όσων εκφράζουν ειδική αντίρρηση είτε όσων επιθυμούν να εγγραφούν στο μητρώο. Παράλληλα, στο πλαίσιο συμμόρφωσης του υπευθύνου επεξεργασίας με τα όσα προβλέπει το άρθρο 10 v. 2472/ 1997 και λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι, λόγω και της εγγενούς πολυπλοκότητας της διαδικασίας, είναι συχνά τα παράπονα των καλούμενων συνδρομητών για αζήτητες τηλεφωνικές οχλήσεις, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να φροντίζει ώστε να τηρεί τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διερεύνηση κάθε παραπόνου. Άλλωστε, η διερεύνηση των παραπόνων μπορεί να γίνει μόνο με στοιχεία που τηρούνται από τον ίδιο τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή/και τον εκτελούντα την επεξεργασία. Τέτοια είναι τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας (οπωσδήποτε ημερομηνία και ώρα κλήσης, αριθμοί καλούντος και καλούμενου), των οποίων η τήρηση πρέπει να γίνεται με ασφαλή τρόπο για διάστημα ενός έτους, που είναι το κατάλληλο για τη διερεύνηση τυχόν καταγγελιών. Πέραν αυτών, σκόπιμο είναι να διαθέτει και τηλεφωνική γραμμή παραπόνων, η οποία να προορίζεται για χρήση και από μη συνδρομητές του ιδίου και την οποία να ανακοινώνει δημόσια. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει μέτρα, ώστε να διασφαλίζει ότι οι ανωτέρω διαδικασίες τηρούντα, τόσο από τους υπαλλήλους του όσο και από τους εκτελούντες την επεξεργασία, όπως π .χ. μέσω περιοδικών επιτόπιων ελέγχων. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 ν. 3471 /2006, «l. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά παράβαση του νόμου αυτού, προκαλεί περιουσιακή βλάβη υποχρεούτο, σε πλήρη αποζημίωση. Α v προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική 1κανοποίηση. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται, κατ’ ελάχιστο, στο ποσό δέκα χιλιάδων ( 10.000,00) ευρώ, εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη.

Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι με το v. 3471/2006 οριοθετείται η έκταση προστασίας των αντιτιθέμενων αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους προορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ρύθμιση του v. 3471 /2006 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρο 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 Συντάγματος, 57 ΑΚ κ.λπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται -κατ’ αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (ΕφΑθ 3833/2003 ΕλλΔνη 45, 1022, μελέτη Μ. Σταθόπουλου, ΝοΒ 48, 1 επ.). Από τις διατάξεις, τέλος, του προαναφερθέντος άρθρου 23 παρ. 1 και 2, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη, δηλαδή το κατά τις διατάξεις του ν. 3471 /2006 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 1257 /2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, «μόνη η παράβαση» διάταξης του νόμου «ενεργοποιεί» και τις συνέπειες για τους παραβάτες, εξ ου η ευθύνη είναι «νόθος αντικειμενική και τεκμαιρόμενη». Ως συνέπεια, το δικόγραφο της αγωγής του θιγόμενου από την «παράβαση», που επιδιώκει αποζημίωση για «ηθική βλάβη», που ορίζεται ανεξάρτητα από την περιουσιακή, αρκεί να αναφέρει την παράβαση, που οδηγεί, ως αποτέλεσμα, στην «ηθική του βλάβη», ως απλή «τυπική διαδικασία απόδειξης της παράβασης», ώστε να μην υπάρχει ανάγκη αναφοράς των επί μέρους στοιχείων της ηθικής βλάβης (κατ’ αντίθεση των άρθρων του ΑΚ, αλλά και της περιουσιακής βλάβης, που απαιτεί πλήρη αιτιολόγηση), που υπέστη στην προσωπικότητά του, που εμφαίνεται και είναι δεδομένη. Η μόνη περίπτωση να μην υπέχει ευθύνη ο επεξεργαστής/διαφημιζόμενος είναι, εφόσον δεν παρέβη τους όρους του νόμου (βλ. ΑΠ 2244/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΗρακλ 629/2017 ΕπισκΕΔ Γ. 2017). Παράλληλα, με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Με την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης κατοχυρώνει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Οριοθετείται, έτσι, η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα [κατάλληλα] για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή. Οφείλει, δηλαδή, ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως προδιαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εν συνεχεία, από την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν, ενδεικτικά στοιχεία είναι το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη, στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης, και εν γένει όλες οι ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (καταρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Άλλωστε, την αρχή αυτή εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει των ανωτέρω, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, είναι ελέγξιμη αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015 σελ. 575, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 88/2016, ΑΠ 221/2016, ΑΠ 291/2016, ΑΠ 324/2016, ΑΠ 361 /2016, ΑΠ 387 /2016, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 1383/2015, ΑΠ 1406/2015, ΑΠ 1422/2015, ΕιρΠατρ 137/2017 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως ανεφέρθη, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3471 /2006 προβλέπει ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Ο καθορισμός με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών, από προσβολές της προσωπικότητας τους, και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω παραδοχών, το παρόν Δικαστήριο καταλήγει ότι η ως άνω διάταξη ν. 3471/2006, ως προς το ελάχιστο χρηματικό όριο, είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους: Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. l του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη . συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων. Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και την θεσμοθετούμεvη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελόχ1στου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000,00 ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Επομένως το δικαστήριο, κατά την άσκηση της δ1κα1οδοτικής του λειτουργίας, πρέπει να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας χρηματικό όριο, είναι αντισυνταγματική για τους κάτωθι λόγους: Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται και η παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 26 παρ. l του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη . συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων. Στα πλαίσια της εξουσίας του αυτής, ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως όσο και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του αδικηθέντος. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και την θεσμοθετούμεvη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της παραβίασης των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων για τον καθορισμό του ελόχ1στου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000,00 ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοίααναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Επομένως το δικαστήριο, κατά την άσκηση της δ1κα1οδοτικής του λειτουργίας, πρέπει να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας αντίστοιχα, την 27-12-2017 και ώρα 11 :40 πμ, οπότε η εναγομένη, δια των προστηθέντων υπ’ αυτής υπαλλήλων, πραγματοποίησε από τους αναφερόμενους στην αγωγή τηλεφωνικούς αριθμούς, κλήσεις προς τον επίσης αναφερόμενο στην αγωγή τηλεφωνικό αριθμό του ενάγοντος, προκειμένου να προωθήσει στον τελευταίο τις εμπορικές υπηρεσίες ‘της, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ήδη ζητήσει, με αίτησή του τόσο στον προηγούμενο τηλεπικοινωνιακό του πάροχο (Νονα), όσο και προς τον τωρινό (και δη από 23-12-2016) τηλεπικοινωνιακό του πάροχο(Cosmote), την ένταξη του τηλεφωνικού αριθμού του στο Μητρώο του άρθρου 11 του Ν. 3471 /2006, δηλαδή στον αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας ειδικό κατάλογο με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των συνδρομητών που δεν επιθυμούν να δέχονται μη ζητηθείσες κλήσεις, και παρά τις προφορικές αλλά και έγγραφες εκκλήσεις του προς τους εκπροσώπους αυτής να μην τον ξαναενοχλήσουν, προξενώντας του ψυχική αναστάτωση και απώλεια του προσωπικού και εργασιακού του χρόνου προκειμένου να απαντήσει στις κλήσεις της εναγομένης, καθόσον η διεύθυνση κατοικίας του αποτελεί και επαγγελματική έδρα του ιδίου και του συμβίου του και ώδε πληρεξουσίου δικηγόρου του. Ότι ήδη για τις εκ των ανωτέρω από α} 27- 10-2016 και 11-11-2016 καθώς και β) 13-6-2017 τηλεφωνικές οχλήσε1ς της εναγομένης προς τον ενάγοντα, η εναγομένη εταιρεία αναγνώρισε τις κλήσεις της και κατέβαλε σε εκάστη των ως άνω περιπτώσεων στον ενάγοντα το ποσό των 700,00 ευρώ, στα πλαίσια του μεταξύ των εξωδικαστικού συμβιβασμού, υποσχόμενη παράλληλα σε αμφότερες τις προεκτεθείσες καταστάσεις την αποφυγή επανάληψης παρόμοιων τηλεφωνικών οχλήσεων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ότι στις 27-12-2017, ήτοι κατά την τελευταία τηλεφωνική όχληση προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης για την προώθηση των υπηρεσιών της προς τον ενάγοντα, η εν λόγω υπάλληλος φέρθηκε με σκαιό τρόπο προς τον ενάγοντα, ο τελευταίος δε μέσω του συμβίου του – πληρεξουσίου δικηγόρου του πρότεινε στην εναγομέvη εταιρεία να του καταβάλλει μέχρι την 29-12-2017 το ποσό των 5.000,00 ευρώ για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό τους, ο οποίος ωστόσο δεν επετεύχθη. Με το παραπάνω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εvαγομέvη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.000,00 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικά το ελάχιστα προβλεπόμενο εκ του νόμου ποσό των 10.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 11-11-2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 16-11-2016, άλλως από τις 3-12-2016 οπότε η εναγομέvη υποσχέθηκε να μην ξαvατηλεφωvήσει στον ενάγοντα για διαφημιστικούς – εμπορικούς σκοπούς, άλλως από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 13-6-2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 16-6-2017, άλλως από τις 28-6-2017 οπότε η εvαγομένη υποσχέθηκε να μην ξανατηλεφωvήσει στον ενάγοντα για διαφημιστικούς – εμπορικούς σκοπούς, άλλως από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 27-12-2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 29-12-2017, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο για να τη δικάσει (άρθρα 7, 9 εδ. γ’, 14 παρ. 1, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που αφορούν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, προκληθείσας από σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών (άρθρο 614 περ. 7 ΚΠολΔ βλ. σχετικά και ΕιρΑμαρ 9/2018 αδημ., ΕιρΑθ 319/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διαλαμβανόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 57, 59,298,299,914, 932,345,346 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 11-11-2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 16-11-2016, άλλως από τις 3-12-2016 οπότε η εναγομένη υποσχέθηκε να μην ξανατηλεφωνήσει στον ενάγοντα για διαφημιστικούς – εμπορικούς σκοπούς, άλλως από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 13-6-2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 16-6-2017, άλλως από τις 28-6-2017 οπότε η εναγομένη υποσχέθηκε να μην ξανατηλεφωνήσει στον ενάγοντα για διαφημιστικούς – εμπορικούς σκοπούς, άλλως από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας που τάσσεται με το από 27-12-2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήτοι από τις 29-12-2017, καθόσον ουδόλως αναφέρονται οι ανωτέρω ημερομηνίες ως ημερομηνίες κατά τις οποίες κοινοποιήθηκε στην εναγομένη εταιρεία εξώδικη όχληση για την καταβολή του αιτούμενου ποσού ως χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης, ούτε συνιστούν δήλη ημέρα, μετά την παρέλευση της οποίας η εναγομένη – οφειλέτιδα καθίσταται υπερήμερος. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού έχει καταβληθεί και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλ. το υπ’ αριθ. … κωδικό ηλεκτρονικού παραβόλου – αγωγόσημο, σε συνδυασμό με την από 18-3-2018 απόδειξη εξόφλησης ηλεκτρονικού παραβόλου, που εξέδωσε μέσω Alpha Web Banking η ALPHA ΒΑΝΚ και πιστοποιεί την καταβολή του δικαστικού ενσήμου).

Κατά της κρινόμενης αγωγής, που κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, κατά συνέπεια, αφού απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, να γίνει κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, διότι, εφόσον η εναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι νόμιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζομένης εναγομένης (άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδ. με το άρθρο 352 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένης της απουσίας ρητής διατάξεως περί των συνεπειών της ερημοδικίας ενάγοντος και εναγομένου στις ειδικές διατάξεις για τις διαφορές από σύγχρονο μέσο διάδοσης πληροφοριών (όρθρο 614 αρ. 7 ΚΠολΔ). Με βάση τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του όρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3471 /2006, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος χρηματική ικανοποίηση, αφού ληφθεί υπόψη η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας (όρθρο 25 του Συντάγματος), με γνώμονα την αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης της εναγομένης και του αντίστοιχου του υπέρμετρου πλουτισμού του ενάγοντος. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 3.000,00 ευρώ. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό καθόσον, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστό και το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που ασκηθεί από την εναγομένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501,502 παρ. 1,505 παρ. 2 εδ. α και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιcπεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200.00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφασή προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος με την αμέσως προηγούμενη διάταξη ποσού.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Μαρούσι Αττικής σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς της παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντα, στις 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ του έτους 2018.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ »