Αποκλίσεις από τον κανόνα της συνεπιμέλειας – Ανάθεση αποκλειστικής επιμέλειας στον ένα γονέα
Από το 2021 και ειδικότερα από την έναρξη ισχύος του Ν. 4800/2021, ο οποίος επέφερε τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα, ορίζεται ως κανόνας η συνεπιμέλεια των ανηλίκων τέκνων από τους δύο γονείς του. Από τον κανόνα αυτό μπορεί να αποκλίνει το δικαστήριο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Με την νέα αυτή ρύθμιση επιτυγχάνεται η ισόχρονη παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, με σκοπό την ομαλότερη ψυχολογική του ανάπτυξη.
Περιπτωσιολογικά, από τον κανόνα αυτό αποκλίνουν οι προσφάτως εκδοθείσες αποφάσεις, και δη η ΑΠ 155/2022, η οποία αναθέτει την αποκλειστική επιμέλεια στην μητέρα, και η 384/2022 του ΜονΠρΠατρών, η οποία αναθέτει την αποκλειστική επιμέλεια στον πατέρα και οι οποίες παρατίθενται στο τέλος του παρόντος άρθρου.
Από τη διάταξη του άρθρου 1510 του Α.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τον ως άνω νόμο, η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του 1513 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με τον άνω νόμο και εφαρμόζεται αναλόγως για τα τέκνα που γεννήθηκαν και παραμένουν χωρίς γάμο των γονέων τους, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα.
Με την εν λόγω ρύθμιση καθιερώνεται η εκ του νόμου κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με τον νόμο 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα αυτό, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητας, η οποία είναι κοινωνικά ίσης αξίας και εξίσου σπουδαία.
Απόκλιση από τον ως άνω κανόνα μπορεί να στοιχειοθετηθεί, μόνο σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, όπως αναφέρει και το άρθρο 1514 του Α.Κ.
Με βάση την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Ένας τρόπος (λειτουργικής) κατανομής της γονικής μέριμνας συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση. Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασης τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρο 1519 Α.Κ. να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στο πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, κατευθυντήρια γραμμή προκειμένου να ανατεθεί η επιμέλεια από κοινού ή σε έναν από τους δύο γονείς, αποτελεί το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και, γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του τέκνου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα, προκειμένου να ανατεθεί η επιμέλεια από κοινού σύμφωνα με τον κανόνα, ή κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, σε έναν από τους δύο γονείς.
Το κανονιστικό δε περιεχόμενο της αόριστης νομικής αυτής έννοιας, του συμφέροντος του παιδιού, συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Αυτό προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Δικαστήριο αποφασίζει σεβόμενο την ισότητα μεταξύ των γονέων, χωρίς να κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 Α.Κ., η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωση του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο.
Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (Α.Π. 952/2007).
Ειδικότερα από το συνδυασμό των άρθρων 1510 παρ.1, 1511 παρ.1, 1513 παρ. 1 εδ.α’ και 1514 Α.Κ., συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (Α.Π. 1218/2006).
Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως.
Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει πρωτίστως να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του.
——-> Στην υπό κρίση περίπτωση της πρώτης εκ των ως άνω αποφάσεων, και το πρωτοβάθμιο αλλά και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατέληξαν στην κρίση ότι πρέπει να ανατεθεί στην μητέρα η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, καθότι μεταξύ αυτού και της μητέρας του υφίσταται σχέση αγάπης, στοργής, αφοσίωσης και τρυφερότητας, και αυτή είναι άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη. Επίσης σημαντικό ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου, διαδραμάτισε και το γεγονός ότι στην οικογενειακή στέγη, από την οποία μετοίκησε ο πατέρας, διέμεναν μαζί το τέκνο με την μητέρα από το 2011. Επομένως, αυτό είχε εγκλιματιστεί στο εκεί περιβάλλον και είχε αναπτύξει ιδιαίτερους δεσμούς με την μητέρα, η οποία κρίθηκε η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού.
——–> Στην δεύτερη υπόθεση, κρίθηκε τελεσίδικα, ότι η επιμέλεια πρέπει να ανατεθεί στον πατέρα, καθότι αποδείχθηκε ότι τρέφει αισθήματα αγάπης για το ανήλικο τέκνο του, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανός και άξιος να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, ενώ και το τέκνο του είναι συναισθηματικά δεμένο μαζί του. Αυτό επιβεβαιώθηκε ιδίως και από την προσωπικότητα του ίδιου του τέκνου του, το οποίο έχει ιδιαίτερα συγκροτημένη σκέψη και ευγενική παρουσία. Επιπρόσθετα, οι γονείς αλλά και η αδερφή του πατέρα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ασκούσε την επιμέλεια και την φροντίδα του προσώπου του τέκνου τύγχαναν συνοδοιπόροι του και πολύτιμοι βοηθοί του στην ανατροφή του τέκνου του, έχοντας δημιουργήσει άπαντες ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, προσπαθώντας να αναπληρώσουν την απουσία της μητέρας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα για την ως άνω κρίση, αποτέλεσε το γεγονός ότι ο πατέρας στάθηκε δίπλα του από την γέννηση του μέχρι σήμερα φροντίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για όλα τα θέματα που το αφορούν (εκπαίδευση, διαμονή, υγεία, διατροφή, συναισθηματική υποστήριξη κ.λπ.) σε αντίθεση με την μητέρα του, η οποία ήταν απούσα σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής του, καθότι μετοικούσε διαρκώς για λόγους εργασίας σε άλλες πόλεις, αφήνοντας το παιδί στον πατέρα, αλλά και τις λίγες φορές που διέμενε αυτό μαζί της, το έβλεπε ελάχιστα, δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας και φόβου.
Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι σκοπός του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού.
Όπως διαπιστώνουμε, τα δύο Δικαστήρια έκριναν επί διαφορετικών καταστάσεων, και ανέθεσαν την επιμέλεια στον πλέον κατάλληλο γονέα της κάθε υπόθεσης, είτε αυτή ήταν η μητέρα είτε ο πατέρας, ξεφεύγοντας σταδιακά από τον παλαιό άγραφο κανόνα περί αναθέσεως της επιμέλειας μόνο στην μητέρα, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου.
————————————————————————-
ΠΗΓΕΣ:
•155/2022 ΑΠ (Δημ. ΝΟΜΟΣ)
•384/2022 ΜονΠρΠατρών (Δημ. QUALEX)
————————————————————————–
Αριθμός 155/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευφροσύνη Γκρανιά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Σ. Λ. του Α., κατοίκου … , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Νικολακέα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/1/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 11/2/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 132/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 428/2016 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/12/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 17.12.2018 και με αριθμ. καταθ. …/18.12.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 428/19.12.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, και απέρριψε την ασκηθείσα από τον εκκαλούντα ενάγοντα-εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της 132/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές οι ασκηθείσες από αμφοτέρους τους διαδίκους αντίθετες αγωγές τους και δυνάμει της οποίας (απόφασης) ανατέθηκε μεν η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα-εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα του και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος – ενάγων και ήδη αναιρεσείων πατέρας του να καταβάλει σ’ εκείνη, υπό την ιδιότητά της ως αποκλειστικά ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου, ως συνεισφορά για την τακτική σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ μηνιαίως, επί μία διετία, ορίστηκε δε, κατά τα λοιπά ότι η γονική μέριμνα θα ασκείται από αμφοτέρους τους γονείς, από κοινού, και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου παραδεκτά (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Στις διατάξεις των άρθρων 1510 παρ.1, 1511 παρ.1, 1513 παρ.1 εδ.α’ και 1514 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 5,7 και 8 του πρόσφατου Ν.4800/21.05.2021(ΦΕΚ Α’81), και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 1510 παρ.1 ότι “Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του”, στο άρθρο 1511 παρ.1 ότι “Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου”, στο άρθρο 1513 παρ.1 εδ.α’ ότι “Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα” και στο άρθρο 1514 ότι “1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο(2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του.2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση :α)να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ)να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, η οποία, μεταξύ άλλων, εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, το δε περιεχόμενο της επιμέλειας προσδιορίζεται από το συμφέρον του παιδιού και περιλαμβάνει επί μέρους πτυχές, που αποσκοπούν στη σωματική, πνευματική και συναισθηματική πρόοδο και ευεξία του παιδιού και στην υπεύθυνη και με κοινωνική συνείδηση ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασης τους. Το κανονιστικό δε περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1218/2006). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές, ασαφείς ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 317/2015, ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1218/2006, ΑΠ 1910/2005). Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι σύζυγοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 13.09.2009 στην …, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την Π. Σ., που γεννήθηκε στις 30.03.2011. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε ιδιόκτητη οικία της ενάγουσας-εναγομένης επί της οδού … αρ. … στην …, η οποία γειτνιάζει με την κατοικία των γονέων της τελευταίας. Η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά… η δε άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στην οικογένεια των διαδίκων έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη, οδηγώντας στην πλήρη συναισθηματική και ψυχική τους αποξένωση. Τελικά, με τη με αριθμό 1555/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), διατάχθηκε η μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη, ενώ ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του και ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος. Ακολούθως, με τη με αριθμό 90/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων. Από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη, το παραπάνω ανήλικο τέκνο διαμένει με την ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του, στην πρώην οικογενειακή στέγη. Η εναγομένη- ενάγουσα, η οποία έκτοτε ασκεί μόνη της την αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου του… ασκεί το γονεϊκό της καθήκον με επάρκεια, επιδεικνύοντας έντονο και αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου και γενικότερα τη σωστή διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η μητέρα του παραπάνω ανηλίκου τέκνου έχει τα προσόντα να ασκήσει το λειτουργικό καθήκον ως γονέας, καθόσον τρέφει αισθήματα αγάπης προς το προαναφερόμενο ανήλικο τέκνο της, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε έπραξε από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη μέχρι και σήμερα. Αυτό διαμένει με την ενάγουσα- εναγομένη, μητέρα του, και έχει ήδη εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει με αυτήν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό. Η δε ενάγουσα-εναγομένη κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, διότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων και διαφωνίας τους ως προς την ανάθεση της επιμέλειας, ανατίθεται σε όποιον κρίνεται, με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου, καταλληλότερος για την άσκησή της, ώστε να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού… Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη ασκεί πλημμελώς τα γονεϊκά της καθήκοντα, παραμελώντας την ιατρική παρακολούθηση του ανήλικου τέκνου και αδιαφορώντας συστηματικά για την υγεία του, καθώς όπως συνάγεται από… την ιατρική γνωμάτευση της παιδιάτρου…, που παρακολουθεί από τη γέννησή της την ανήλικη, η τελευταία έχει εξαιρετική σωματική ανάπτυξη, η κινητική και ψυχοπνευματική της εξέλιξη έχει κατακτήσει τα αναμενόμενα για την ηλικία της, έχει υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους εμβολιασμούς χωρίς πρόβλημα, ενώ δεν έχει καταγραφεί αξιόλογη νοσηρότητα στο τέκνο από λοιμώδη νοσήματα ή ατυχήματα… Είναι δε προφανές ότι αν ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί του εναγομένου-ενάγοντος περί αδιαφορίας της ενάγουσας-εναγομένης για την κατάσταση της υγείας της ανήλικης και περί της ύπαρξης ρύπων και συστηματικής παραμέλησης των κανόνων υγιεινής στην κατοικία της, το ανήλικο τέκνο των συζύγων διαδίκων δεν θα παρουσίαζε την προαναφερόμενη κλινική εικόνα… Περαιτέρω, δεν προέκυψε ότι η κατοικία της ενάγουσας-εναγομένης, η οποία μάλιστα αποτέλεσε την πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων, είναι άκρως επικίνδυνη για την υγεία και την ανάπτυξη της υγείας του ανήλικου τέκνου, λόγω του ότι βρίσκεται σε απόσταση 89 μέτρων από πυλώνες και εναέριες ηλεκτροφόρες γραμμές υπερυψηλής τάσης της ΔΕΗ… Εξάλλου, ακόμη και αν τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα περί επικίνδυνης ακτινοβολίας κλ.π. ήταν αληθή, αυτό το γεγονός και μόνο δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για να αφαιρεθεί η επιμέλεια ενός ανηλίκου από τη μητέρα του και να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα σ’ αυτό που μπορεί να σημαδέψουν το ανήλικο για όλη του τη ζωή. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα του αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του αποκλειστικά στην ενάγουσα-εναγομένη, και όχι στον εναγόμενο-ενάγοντα, αν και η αγάπη του τελευταίου για το τέκνο του είναι δεδομένη, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 7ου λόγων έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά αφορούν έναν ενιαίο λόγο έφεσης που αναφέρεται στην εκτίμηση των μαρτυρικών αποδείξεων. Περαιτέρω, διασφαλίζεται το ενδιαφέρον και η ενεργός συμμετοχή και του εναγομένου-ενάγοντος, πατέρα του, ο οποίος διατηρεί την από κοινού με την ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής του μέριμνας, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, που ήθελε προκύψει στη μέχρι την ενηλικίωσή του διαδρομή του βίου του. Ωστόσο, ενόψει της ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας στην ενάγουσα-εναγομένη, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσωπική επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με το ως άνω ανήλικο τέκνο του, είναι δυνατόν να συντελέσει στην ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός δείχνει την απαιτούμενη αγάπη και στοργή για αυτό, ενώ, όπως είναι λογικό, αναπτυσσόμενου του συναισθηματικού κόσμου του τέκνου, επιβάλλεται η διατήρηση της επικοινωνίας με τον πατέρα του και η διατήρηση του πατρικού προτύπου. Η επικοινωνία αυτή θα συμβάλλει, όπως άλλωστε σκοπεί, στη διατήρηση της προσωπικής τους σχέσης και του ψυχικού τους δεσμού, θα προλάβει τη μεταξύ τους αποξένωση, θα δώσει στον πατέρα του τη δυνατότητα να γνωρίζει άμεσα και να παρακολουθεί την όλη κατάσταση, ανάπτυξη και εξέλιξη του τέκνου του, ενώ από την άλλη πλευρά η επικοινωνία όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει προβλήματα στο ανήλικο τέκνο, αλλά ενδείκνυται και επιβάλλεται για την πνευματική και ψυχική του υγεία. Τα ανωτέρω αναφέρονται εκ περισσού και για το ενιαίο της απόφασης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης ο οποίος να πλήττει την εκκαλουμένη ως προς τον τρόπο ρύθμισης της επικοινωνίας του ανηλίκου με τον πατέρα του… Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ανέθεσε σ’ αυτήν αποκλειστικά την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους, ορθά έχει εφαρμόσει το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η κρινόμενη έφεσή του στο σύνολό της…”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει τα αιτήματα της αγωγής του να ανατεθεί αποκλειστικά σ’ αυτόν η άσκηση της γονικής μέριμνας, άλλως να ανατεθεί η επιμέλεια από κοινού στον ίδιο και την αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ζητείται να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον αποδίδεται σ’ αυτήν η αιτίαση ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1513 και 1514 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, ανατέθηκε αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενώ ο νόμος ρητά καθιερώνει τη συνεπιμέλεια αμφοτέρων των γονέων, γιατί τούτο είναι προς το συμφέρον του τέκνου, όταν αμφότεροι οι γονείς κρίνονται εξίσου ικανοί να τους ανατεθεί η επιμέλεια. Ειδικότερα, επειδή τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, ως προς την ύπαρξη του απαιτούμενου συμφέροντος της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων που επέβαλε την ανάθεση της επιμέλειας αυτής αποκλειστικά στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα της. Από τις αναφερόμενες, όμως, παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513 και 1514 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά και δη το ότι μεταξύ της αναιρεσίβλητης και του ανήλικου τέκνου της υφίσταται σχέση αγάπης, ιδιαίτερης στοργής, αφοσίωσης και τρυφερότητας, ότι αυτή είναι ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε τούτο πράττει διαρκώς μετά τη μετοίκηση του αναιρεσείοντος από την οικογενειακή στέγη, το έτος 2011, στην οποία (στέγη) η ίδια εξακολουθεί να διαμένει με το ανήλικο, το οποίο έχει ήδη εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει μαζί της ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό, ότι η αναιρεσίβλητη κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, δοθέντος ότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων και διαφωνίας τους ως προς την ανάθεση της επιμέλειας, ανατίθεται σε όποιον κρίνεται, με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου, καταλληλότερος για την άσκησή της, ώστε να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού και, τέλος, ότι, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα του αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του αποκλειστικά στην ενάγουσα-εναγομένη, και όχι στον εναγόμενο-ενάγοντα, αν και η αγάπη του τελευταίου για το τέκνο του είναι δεδομένη, χωρίς να έχουν παραβιαστεί τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης πραγματικού συμφέροντος στο πρόσωπο του ανηλίκου, το οποίο επιβάλλει να ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα, επικυρώνοντας, παράλληλα, τη διάταξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία ορίστηκε ότι, κατά τα λοιπά, η γονική μέριμνα θα ασκείται από αμφότερους τους γονείς του από κοινού. Επομένως, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Εξάλλου, ο αναιρεσείων υπό την επίκληση της παραβάσεως των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, αφού τα προαναφερόμενα ανάγονται στην εκτίμηση των πραγμάτων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων που δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1511 και 1513 ΑΚ, επειδή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου, και ειδικότερα επειδή δεν αιτιολογεί επαρκώς, γιατί είναι προς το συμφέρον του το τέκνο να μένει μόνιμα με τη μητέρα του και όχι να μοιράζεται ο χρόνος του ισομερώς ανάμεσα και στους δύο εξίσου ικανούς προς επιμέλεια γονείς. Το Εφετείο, όμως, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές του, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την υπερέχουσα καταλληλότητα της αναιρεσίβλητης έναντι του αναιρεσείοντος για την ανάθεση σ’ εκείνη της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, πρωτίστως, με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες αυτού και ειδικότερα εξειδικεύτηκε, διαλαμβάνοντας πλήρεις, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 1511 και 1513 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν την απόρριψη της ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος της αγωγής του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος περί ανάθεσης αποκλειστικά σ’ αυτόν της άσκησης της γονικής μέριμνας, άλλως ανάθεσης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, από κοινού, στον ίδιο και την αναιρεσίβλητη. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η παράθεση και άλλων, πλην των ανωτέρω, αιτιολογιών.
Συνεπώς ο ως άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι, επίσης, αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος ως άνω λόγος, καθό μέρος με αυτόν, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, πλήττεται η ακυρωτικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμίας εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 469/1984), ούτε τέλος οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 1120/2007), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης, διηγηματικά προς ενδυνάμωση και αποδυνάμωση των απόψεων κάποιου διαδίκου (ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 1542/2008), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κ.λ.π., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 1530/2008). Επίσης, για να είναι ορισμένος αυτός ο λόγος αναίρεσης, για παρά το νόμο λήψη υπόψη ισχυρισμού που δεν προτάθηκε, πρέπει να αναφέρεται, στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, δηλαδή, τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά, όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο, όταν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και να φέρεται ποία επίδραση ασκούσε στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός (ΑΠ 493/2002, ΑΠ 1591/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α’ του ΚΠολΔ, ήτοι της λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι “Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων, ο ίδιος ο εναγόμενος-ενάγων συμφώνησε να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου στη μητέρα του, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου κατά τη συζήτηση στις 23.01.2014 της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που κατέθεσε η ενάγουσα-εναγομένη της παρούσας δίκης περί ανάθεσης σε αυτήν της προσωρινής επιμέλειας της ανήλικης…”, δέχθηκε πράγματα μη προταθέντα από την αναιρεσίβλητη και μη περιληφθέντα στους προβληθέντες ισχυρισμούς της προς απόκρουση της αγωγής του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος και απορριπτέος, αφενός ως αόριστος (άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι η παραπάνω αιτίαση είχε προβληθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν καθορίζεται δηλαδή ο χρόνος και ο τρόπος της πρότασης ή επαναφοράς του ισχυρισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο, αν ο ισχυρισμός ήταν παραδεκτός και νόμιμος, και, όταν το δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εξέταζε την υπόθεση στην ουσία της, και αφετέρου, επειδή η προβαλλόμενη αιτίαση δεν αφορά παραδοχή από το Εφετείο πράγματος μη προταθέντος, κατά την έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά συμπέρασμα του Δικαστηρίου, το οποίο συνήγαγε από την εκτίμηση των αποδείξεων και εκ περισσού εκθέτει διηγηματικά προς ενίσχυση του αποδεικτικού του πορίσματος, το οποίο (αποδεικτικό του πόρισμα) στήριξε στην καταλληλότητα του εκ των διαδίκων γονέα για την ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου αυτών, με γνώμονα αποκλειστικά το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου, και όχι αν υπήρχε ή όχι συμφωνία του αναιρεσείοντος να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου στην αναιρεσίβλητη μητέρα του.
Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 9γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται αυτοτελές αίτημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, δηλαδή στο αίτημα ή στη βάση αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης ή ενδίκου μέσου, και όχι οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους, ενώ οι διαδικαστικές αιτήσεις μπορούν να ιδρύσουν τον παρόντα λόγο μόνο όταν είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 709/2008). Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί αιτήματος, χωρίς να διαλάβει οτιδήποτε στο σκεπτικό ή στο διατακτικό του το αίτημα τούτο θεωρείται ότι σιωπηρά απορρίφθηκε. Τέλος, ο ανωτέρω από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Άρειο Πάγο (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό την αίτηση δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 827/ 2020, ΑΠ 467/2019, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 782/2017, ΑΠ 670/2016,ΑΠ 409/2016, ΑΠ 962/2013, ΑΠ 1506/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι άφησε αδίκαστο το αίτημά του, το οποίο επανέφερε με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, να ερευνηθούν από όργανα της κοινωνικής υπηρεσίας οι συνθήκες διαβίωσης του ανήλικου τέκνου του και η ψυχική υγεία της ίδιας της αναιρεσίβλητης και των γονέων της, καθώς και επειδή αντιπαρήλθε σιγή τα αιτήματά του περί κατανομής του χρόνου άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου, και ανάθεσης της επιμέλειας αυτού αποκλειστικά στον ίδιο, ή τουλάχιστον από κοινού με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, τα οποία, επίσης, επανέφερε στο Εφετείο με τους έβδομο και έκτο λόγους έφεσής του, αντίστοιχα. Με το περιεχόμενο αυτό, όμως, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα εν λόγω αιτήματα δικαστικής προστασίας του αναιρεσείοντος, απορρίπτοντας ρητώς ως ουσιαστικά αβάσιμους, μεταξύ άλλων, και τους πέμπτο, έκτο και έβδομο σχετικούς λόγους έφεσης, με τους οποίους επαναφέρθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τα εν λόγω επίδικα αιτήματα, κρίνοντας, ειδικότερα, ότι από τη μετοίκηση αυτού από την οικογενειακή στέγη, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων διαμένει με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, στην πρώην οικογενειακή στέγη, η οποία έκτοτε ασκεί μόνη της την αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου του, ενώ ασκεί το εν λόγω γονεϊκό της καθήκον με επάρκεια, επιδεικνύοντας έντονο και αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου και γενικότερα τη σωστή διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του, έχει δε τα προσόντα να ασκήσει το λειτουργικό καθήκον ως γονέας, καθόσον τρέφει αισθήματα αγάπης προς το ανήλικο τέκνο της, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε έπραξε από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη μέχρι και σήμερα. Επίσης ότι το ανήλικο έχει εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει με την αναιρεσίβλητη ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό, και ότι με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου η τελευταία κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, αφού έτσι διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού. Επίσης ότι από την ιατρική γνωμάτευση της παιδιάτρου, που παρακολουθεί από τη γέννησή του το ανήλικο, το τελευταίο έχει εξαιρετική σωματική ανάπτυξη, η κινητική και ψυχοπνευματική του εξέλιξη έχει κατακτήσει τα αναμενόμενα για την ηλικία του, έχει υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους εμβολιασμούς χωρίς πρόβλημα, ενώ δεν έχει καταγραφεί αξιόλογη νοσηρότητα στο τέκνο από λοιμώδη νοσήματα ή ατυχήματα και, τέλος, ότι η κατοικία της αναιρεσίβλητης, η οποία μάλιστα αποτέλεσε την πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων, ουδόλως προέκυψε ότι είναι επικίνδυνη για την υγεία και την ανάπτυξη της υγείας του ανήλικου τέκνου. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα αναθέτοντας την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη, την οποία έκρινε καταλληλότερη από τον αναιρεσείοντα, για τον οποίο, πάντως, διατήρησε την από κοινού με την αναιρεσίβλητη μητέρα του άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, που ήθελε προκύψει στη μέχρι την ενηλικίωσή του διαδρομή του βίου του, καθώς και το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας αυτού με το ανήλικο, επικυρώνοντας, παράλληλα, τη διάταξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε κώλυμα για την πρόοδο της δίκης η παράλειψη υποβολής έκθεσης κοινωνικής έρευνας ως προς τις συνθήκες διαβίωσης του προαναφερομένου ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, κατά τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις των άρθρων 681 Γ’ παρ.1 και 2 εδ.α’ ΚΠολΔ και άρθρ. 19 παρ.4 Ν.2521/1997 (ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1413/2011). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα, έγγραφο περιεχόμενο, προφανώς, διαφορετικό από εκείνο που αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου ή από παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμου μέρους του, όχι δε και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το περιεχόμενο του εγγράφου, όπως πράγματι έχει, άγεται σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία θεωρεί ως ορθή ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση, η οποία ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011, ΑΠ 1401/2010, ΑΠ 2236/2009, ΑΠ 1176/2008). Τα διαδικαστικά έγγραφα, όμως, της ενεστώσας δίκης, όπως είναι τα δικόγραφα της αγωγής, οι εφέσεις και οι προτάσεις των διαδίκων, δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα, κατά την προδιαληφθείσα έννοια, καθώς και οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά το μη αποδεικτικό μέρος τους (ΑΠ 48/1986) και, επομένως, δεν ιδρύεται ο παρών αναιρετικός λόγος, με την επίκληση της παραμόρφωσης του περιεχομένου τους (ΑΠ 791/2020,ΑΠ 625/2018, ΑΠ 1007/2009, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 1278/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο αναιρετικούς λόγους, αποδίδεται στο Εφετείο ότι, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, γιατί παραμόρφωσε, αφενός το περιεχόμενο της με αριθμό …/2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της τότε αιτούσας και ήδη αναιρεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, κρίνοντας εσφαλμένα ότι αυτή αφορούσε προσωρινή διατροφή και ανάθεση προσωρινής επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ενώ αυτή αφορούσε αίτηση προσωρινής διατροφής και μόνο, και αφετέρου το περιεχόμενο της από 11.02.2013 και με αριθμ. κατ. …/21.02.2013 ένδικης αγωγής του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, επί της οποίας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με αίτημα μεταξύ άλλων, την ανάθεση της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων αποκλειστικά στον ίδιο και όχι την αφαίρεση αυτής από την εναγομένη-ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα της, όπως εσφαλμένα διατυπώθηκε στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διαλαμβάνοντας την παραδοχή ότι “…ακόμη και αν τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα περί επικίνδυνης ακτινοβολίας κλ.π. ήταν αληθή, αυτό το γεγονός και μόνο δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για να αφαιρεθεί η επιμέλεια ενός ανηλίκου από τη μητέρα του και να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα σ’ αυτό που μπορεί να σημαδέψουν το ανήλικο για όλη του τη ζωή…”, αντίστοιχα, δηλαδή με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά, από όσα διαλαμβάνονται στα παραπάνω έγγραφα. Αμφότεροι, όμως, οι εν λόγω προβαλλόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, διότι τα επίμαχα ως άνω έγγραφα της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, κατά το μη αποδεικτικό της μέρος, αλλά και της αγωγής, που αφορά τη συγκεκριμένη (παρούσα δίκη), δεν είναι αποδεικτικά, αλλά διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση, κατά την έννοια του αναιρετικού, από το άρθρο 559 αριθμ.20 ΚΠολΔ, λόγου.
Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρ.176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς, δεν έχει κατατεθεί παράβολο, ώστε να τίθεται θέμα εισαγωγής του στο δημόσιο ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17.12.2018 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 428/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
————————————————————————–
Αριθμός Απόφασης 384/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τον ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α 81/21-05-2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις», και δη με τα Κεφάλαια Β και Γ αυτού αντικαθίστανται ή τροποποιούνται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα), ως ίσχυαν ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέσθηκε με τον ν. 1329/1983 και εναρμόνισε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ.2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλων και προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η ισχύς του άνω νόμου, ως προς τα ανωτέρω Κεφάλαια, αρχίζει από τις 16-09-2021 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’ άρθρο 30), ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’) τα Κεφάλαια Β’ και Γ εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ενώ συμφωνίες των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας, ή την επικοινωνία με το τέκνο που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύος των Κεφαλαίων Β’ και Γ ισχύουν, εκτός αν το δικαστήριο προβεί σε διαφορετική ρύθμιση, ύστερα από αίτηση ενός εκ των γονέων, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου. Το Κεφάλαιο Α’, υπό τον τίτλο «Σκοπός και Αντικείμενο», ορίζει ότι: «Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού. Οι διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992, και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με τον ν. 4531/2018, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογούν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές» (άρθρο 1) και ότι «Αντικείμενο του παρόντος νόμου αποτελεί η αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνου μετά τη διακοπή της συμβίωσης, το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης» (άρθρο 2). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1515 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τον άνω νόμο, η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα. Όταν το τέκνο αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά με αγωγή που άσκησε ο πατέρας, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα. Αν οι γονείς δεν ζουν μαζί, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1513 και 1514. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1510 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον άνω νόμο, η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του 1513 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τον άνω νόμο και εφαρμόζεται αναλόγως για τα τέκνα που γεννήθηκαν και παραμένουν χωρίς γάμο των γονέων τους, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Με την εν λόγω ρύθμιση καθιερώνεται εκ του νόμου κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με τον ν. 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα αυτό, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητας, η οποία είναι κοινωνικά ίσης αξίας και εξίσου σπουδαία. Ειδικότερα, με το άρθρο 1514 ΑΚ, το οποίο έχει ως τίτλο «Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας» ορίζεται ότι «1 Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκηση της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράταση του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησης της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασης του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας». Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Ένας τρόπος (λειτουργικής) κατανομής της γονικής μέριμνας συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση. Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασης τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στο πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο. Ωστόσο, ως προς τα τελευταία αυτά ζητήματα, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση, αν ο γονέας που δεν ασκεί την επιμέλεια αδυνατεί για νομικούς ή πραγματικούς λόγους να συμπράξει ακόμα και ως προς τα καίρια αυτά ζητήματα, τότε και ανατίθενται αποκλειστικά στον έτερο γονέα (άρθρ. 1519 εδ. β’ σε συνδυασμό με άρθρο 1510 τελ. εδάφιο). Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα, το οποίο (βέλτιστο συμφέρον) εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων του με καθέναν από αυτούς, Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον» κατ’ ουσίαν, αποδίδει την ισχύουσα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου», ο οποίος, όπως έχει εξειδικευθεί από τη νομολογία, δεν είναι δεκτικός διαβαθμίσεων και συνεπώς η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει ουσιαστική/εννοιολογική διαφοροποίηση, αλλά μόνο λεκτική/ορολογική. Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και, γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται για πρώτη φορά από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ, η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωση του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τον νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτηση τους στο σύνολο τους. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το βέλτιστο συμφέρον του συγκεκριμένου ανηλίκου τέκνου με κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, μεταξύ άλλων, και από τα πορίσματα της ψυχολογίας (ΜονΠρωτΘεσ 16113/2021 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι από την εκτός γάμου σχέση του με την εναγομένη απέκτησαν στις 16-7-2010 ένα θήλυ τέκνο, το οποίο αναγνώρισε εκουσίως με την υπ’ αριθμ. …/13-9-2010 πράξη αναγνώρισης εξώγαμου τέκνου της συμβ/φου … …. Ότι εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς της εναγομένης και των προβλημάτων που δημιουργούσε διέκοψαν την μεταξύ τους σχέση και το χρονικό διάστημα 2011 μέχρι σήμερα αφαιρουμένων δέκα μηνών που η εναγομένη είχε μεταφέρει το τέκνο τους στη Βουλγαρία, χώρα καταγωγής της, έχει αναλάβει μόνος του την ανατροφή του τέκνου τους προσφέροντας σ’ αυτό την αγάπη και την υλική και ηθική υποστήριξη που χρειάζεται. Ότι η εναγομένη δεν μπορεί να εξασφαλίσει ένα υγιές και σωστό οικογενειακό περιβάλλον για την ομαλή ανάπτυξη του τέκνου τους σε αντίθεση με αυτόν που προσπαθεί να καλύψει την απουσία της εναγομένης από τη ζωή του τέκνου τους κάνοντας σε όλους τους τομείς το καλύτερο δυνατό για την ανατροφή του. Γι’ αυτό ζητά – κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις που κατέθεσε και με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά παραιτούμενος από το αίτημα της αγωγής που αφορά την ανάθεση της γονικής μέριμνας του τέκνου τους σ’ αυτόν – να ανατεθεί οριστικά σ’ αυτόν η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου του και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 17 αριθμ. 2 και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 592 – 602 και 610-613 ΚΠολΔ, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της εναγομένης περί εισαγωγής της υπόθεσης με εσφαλμένη διαδικασία και όχι κατά την προσήκουσα εκούσια δικαιοδοσία λαμβανομένου υπόψη ότι το εισαχθέν τελικώς αίτημα της αγωγής και δη η ανάθεση της επιμέλειας τέκνου υπάγεται στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 3 ΚΠολΔ και δη στις λοιπές οικογενειακές διαφορές, ενώ και το αίτημα που αφορούσε την ανάθεση της γονικής μέριμνας υπάγεται στην ίδια διαδικασία και μόνο η αφαίρεση αυτής κατ’ άρθρο 1532 ΑΚ δικάζεται με την εκουσία δικαιοδοσία. Επίσης για το παραδεκτό της συζήτησης της τηρήθηκε η κατ’ άρθρο 611 ΚΠολΔ απόπειρα του Δικαστηρίου για την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, η οποία δεν ευοδώθηκε. Επιπλέον δεν απαιτείτο η προσκόμιση από την πληρεξούσια Δικηγόρο του ενάγοντος ενημερωτικού εγγράφου σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4640/2019 περί ενημέρωσης του για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής, καθώς η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει τις αγωγές που κατατίθενται μετά τις 15-1-2020 σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 1 εδ. α του ν. 4640/2019. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1515, 1518, 1519 ΑΚ, 18 και 30 του ν. 4800/2021 και 176 ΚΠολΔ και γι’ αυτό πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το αίτημα που υπέβαλλε η εναγομένη με τις προτάσεις της περί καθορισμού αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο των ημερών και ωρών επικοινωνίας που αναλυτικά προσδιορίζει σ’αυτές με το ανήλικο τέκνο της τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο διότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς παρά μόνο ύστερα από αίτηση (αγωγή, ανταγωγή κ.λπ.) από το πρόσωπο που είναι ικανό και νομιμοποιείται γι’ αυτό, ενώ σε περίπτωση έλλειψης αίτησης η απόφαση που εκδίδεται είναι άκυρη, στο δε άρθρο 111 ΚΠολΔ προβλέπεται η αρχή της προδικασίας, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό του αντικειμένου της δίκης, ώστε να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου και να είναι αυτός σε θέση να προετοιμάσει την άμυνα του κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, στην έννοια δε αυτή της προδικασίας υπάγεται η έγγραφη αποτύπωση στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας, ώστε δεν μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά με τις προτάσεις αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας και σε περίπτωση που τυχόν υποβληθεί με τον τρόπο αυτό έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτης ανεξαρτήτως βλάβης.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και την χωρίς όρκο κατάθεση της εναγομένης που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και την επικοινωνία της Δικαστή με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων κατά την ορισθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ημέρα και ώρα, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων συνήψε σχέση με την εναγομένη τον Αύγουστο του 2009 και έκτοτε συζούσαν σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης, από την σχέση τους δε αυτή απέκτησαν στις 16-7-2010 ένα θήλυ τέκνο τη …, ηλικίας σήμερα 11 1/2 ετών περίπου. Δυνάμει δε της υπ’ αριθμ. …/13-9-2010 πράξης αναγνώρισης εξώγαμου τέκνου της συμβ/φου … … ο ενάγων αναγνώρισε ως γνήσιο τέκνο του το ανωτέρω κοριτσάκι και ότι αυτό θα φέρει το επώνυμο του «… (…)». Ωστόσο οι σχέσεις των διαδίκων δεν εξελίχθηκαν ομαλά, αντίθετα υπήρχαν συνεχώς διαφωνίες και εντάσεις μεταξύ τους, οι οποίες σταδιακά τους απομάκρυναν ψυχικά και συναισθηματικά. Τον Ιούλιο του έτους 2011, όταν το τέκνο τους ήταν ενός έτους, η εναγομένη αποφάσισε να μεταβεί στην Πάτρα από την Αθήνα, όπου διέμενε μέχρι τότε με τον ενάγοντα και το τέκνο τους, προκειμένου να εργαστεί και πράγματι εγκαταστάθηκε στην Πάτρα αφήνοντας το τέκνο τους με τον ενάγοντα, ο οποίος διέμεινε στην οικία των γονέων του στην … Αττικής για να έχει τη βοήθεια τους στην φροντίδα του τέκνου του για το χρονικό διάστημα που θα απουσίαζε η μητέρα του. Ωστόσο όταν το Σεπτέμβριο του 2011 η εναγομένη επέστρεψε στην Αθήνα ο ενάγων είχε λάβει πλέον την απόφαση να διακόψουν οριστικά την μεταξύ τους σχέση και παρέμεινε στην οικία των γονέων του, η δε εναγομένη μαζί με το τέκνο τους εξακολούθησαν να διαμένουν στην μισθωμένη κατοικία στο … Αττικής, ενώ ήρθε και η μητέρα της εναγομένης από τη Βουλγαρία για να φυλάει το παιδί, όσο αυτή θα εργαζόταν. Στην συνέχεια η εναγομένη μετέβη εκ νέου στην Πάτρα για εργασία για ένα περίπου μήνα αφήνοντας το τέκνο της στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα της, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και ανακοίνωσε στον ενάγοντα ότι θα αφήσει το τέκνο τους οριστικά σ’ αυτόν, καθώς αυτή θα απουσίαζε λόγω της εργασίας της και όποτε μπορούσε θα μετέβαινε στην Αθήνα για να το βλέπει και να επικοινωνεί μαζί του. Πράγματι το κοινό τέκνο των διαδίκων για έντεκα περίπου μήνες παρέμεινε με τον πατέρα του, τους παππούδες του από την πατρική γραμμή και την αδελφή του πατέρα του … στο σπίτι τους στην … Αττικής μέχρι που εμφανίστηκε εκ νέου η εναγομένη και τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μεγαλώσει το παιδί στη Βουλγαρία, χώρα καταγωγής της και ο ενάγων συμμορφώθηκε στη θέληση της αυτή, παρέδωσε το τέκνο τους στην εναγομένη και αναχώρησαν για την Βουλγαρία. Ωστόσο η εναγομένη μετά την παρέλευση κάποιων μηνών έλαβε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να εργαστεί χωρίς να πάρει μαζί και το τέκνο της αφήνοντας το στους συγγενείς της στη Βουλγαρία μέχρι τον Ιούλιο του 2013. Ακολούθως αποδείχτηκε ότι η εναγομένη επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με το τέκνο της και αποφάσισε να το αφήσει εκ νέου στον ενάγοντα και στην πατρική του οικογένεια για να το αναθρέψουν και η ίδια το επισκεπτόταν μία ή δύο φορές το μήνα για να επικοινωνεί μαζί του. Ακολούθως ο ενάγων έγραψε την κόρη του το Σεπτέμβρη του 2013 σε ιδιωτικό παιδικό σταθμό με την επωνυμία «…» στην … Αττικής, το επόμενο σχολικό έτος ομοίως φοίτησε στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό με την επωνυμία «….» στο … Αττικής και τη σχολική χρονιά 2015 – 2016 φοίτησε στο …° νηπιαγωγείο … και έκτοτε φοιτά στο …° δημοτικό σχολείο …. Επίσης αποδείχθηκε ότι αφότου η εναγομένη άφησε στον ενάγοντα την ανήλικη κόρη της επικοινωνούσε κυρίως τηλεφωνικώς μαζί της, ενώ την πήρε κοντά της στην Πάτρα τον Αύγουστο του 2016 και λίγες μέρες τα Χριστούγεννα του 2016. Πρέπει να σημειωθεί δε ότι τα χρονικά διαστήματα κατά κύριο λόγο των διακοπών που η ανήλικη ερχόταν στην Πάτρα και διέμενε μαζί με τη μητέρα της περνούσε αρκετές ώρες μόνη της, διότι η εναγομένη διατηρεί μία επιχείρηση καφέ σνακ μπαρ και απουσίαζε από την οικία της. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι τον Αύγουστο του 2017 η εναγομένη θέλησε να περάσει με την κόρη της τις καλοκαιρινές διακοπές της στην Πάτρα και ο ενάγων συνήνεσε σ’ αυτό, ωστόσο μετά την παρέλευση κάποιων ημερών η εναγομένη εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει μόνιμα η ανήλικη κόρη της μαζί της, ενώ ο ενάγων της ζήτησε να μεταβεί κάποιες μέρες το τέκνο του στην Αθήνα, προκειμένου να διαπιστώσει και ο ίδιος ότι η αληθινή του βούληση είναι να παραμείνει στην Πάτρα μαζί με την εναγομένη. Ωστόσο η τελευταία δεν συμφώνησε στην πρόταση αυτή του ενάγοντα και δημιούργησε προσκόμματα στην επικοινωνία του με την κόρη τους με αποτέλεσμα αυτός και η οικογένεια του να μην μπορούν να επικοινωνήσουν ευχερώς μαζί της και ακολούθως κατέθεσε σε βάρος του αρχικά την από 5-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …/5-9-2017 αίτηση της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και στην συνέχεια κατόπιν παραιτήσεως από αυτήν την από 7-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …/2017 αίτηση με την οποία ζήτησε να εκδοθεί προσωρινή διαταγή που να αναθέτει σ’ αυτήν προσωρινά την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, η οποία όμως απορρίφθηκε. Την ίδια μέρα και δη στις 12-9-2017 συζητήθηκε και το αίτημα περί χορήγησης προσωρινής διαταγής που υπέβαλλε ο ενάγων με την από 12-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης …/2017 αίτηση του και ανατέθηκε σ’ αυτόν προσωρινά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, ωστόσο η εναγομένη αρνήθηκε να παραδώσει το τέκνο τους στον πατέρα του και ο τελευταίος υπέβαλλε σε βάρος της μήνυση, εγχειρισθείσα στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών στις 13-9-2017 για παραβίαση της ανωτέρω χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής κατ’ εξακολούθηση μιας και είχε ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά και το παιδί απουσίαζε από το σχολείο του στο … Αττικής. Τελικώς η εναγομένη παρέδωσε το τέκνο τους στον ενάγοντα στις 18-9-2017 και υπογράφηκε μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ρύθμισαν τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας της εναγομένης με την ανήλικη κόρη της. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι κατόπιν συνεκδίκασης των δύο αντίθετων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η με αριθμό 255/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ερήμην της εναγομένης με την οποία ανατέθηκε προσωρινά στον ενάγοντα η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους, ενώ η γονική μέριμνα ανατέθηκε και στους δύο γονείς από κοινού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τρέφει αισθήματα αγάπης για το ανήλικο τέκνο του, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανός και άξιος να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, ενώ και το τέκνο του είναι συναισθηματικά δεμένο μαζί του. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται όχι μόνο από την μάρτυρα απόδειξης και την με αριθμό …/11-9-2017 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της συμβ/φου … …, η οποία δόθηκε στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων και εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, αλλά κυρίως από την προσωπικότητα του ίδιου του τέκνου του, το οποίο έχει ιδιαίτερα συγκροτημένη σκέψη και ευγενική παρουσία. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από το έτος 2015 έχει τελέσει γάμο με την …, από τον οποίο έχει αποκτήσει δύο τέκνα και δη τον …, γεννηθέντα την 1-2-2019 και την …, γεννηθείσα στις 9-12-2020 και η … έχει πολύ καλές σχέσεις τόσο με τη σύζυγο του πατέρα της, όσο και με τα ετεροθαλή αδέλφια της. Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι οι γονείς αλλά και η αδερφή του ενάγοντος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ασκεί την επιμέλεια και την φροντίδα του προσώπου της ο ενάγων τυγχάνουν συνοδοιπόροι του και πολύτιμοι βοηθοί του στην ανατροφή του τέκνου του έχοντας δημιουργήσει άπαντες ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον προσπαθώντας να αναπληρώσουν την απουσία της εναγομένης. Συνεπώς το συμφέρον του ως άνω ανηλίκου, όχι μόνο το ψυχικό, αλλά και το σύνολο της διαμορφώσεως της παιδικής του προσωπικότητας, υπαγορεύει την παραμονή του κοντά στον ενάγοντα πατέρα του, ο οποίος στάθηκε δίπλα του από την γέννηση του μέχρι σήμερα φροντίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για όλα τα θέματα που το αφορούν (εκπαίδευση, διαμονή, υγεία, διατροφή, συναισθηματική υποστήριξη κ.λπ.) σε αντίθεση με την εναγομένη μητέρα του, η οποία ήταν απούσα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι και σήμερα επιδεικνύοντας μία συμπεριφορά που προκαλεί στο τέκνο της ανασφάλεια και φόβο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι το συμφέρον της ανήλικης επιβάλλει, όπως η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου της ανατεθεί οριστικά πλέον στον ενάγοντα πατέρα της, ο οποίος έχει τα ανάλογα προσόντα ν’ ανταποκριθεί στο λειτουργικό αυτό καθήκον και γι’ αυτό η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, κατά το αντίστοιχο αίτημα της περί ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στον ενάγοντα πατέρα του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων την από 14-3-2018 και με αριθμό κατάθεσης …/2018 αγωγή.
– ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
– ΑΝΑΘΕΤΕΙ την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων … οριστικά στον ενάγοντα πατέρα του.
– ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 17 Ιουνίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΣΥΝΤΑΧΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΜΑΡΙΑΣ ΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ.