Απόφαση 96 / 2017 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Το άρθρο 1521 ΑΚ για τον αποκλεισμό των γονέων από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του ανηλίκου εφαρμόζεται όχι όταν ο διαθέτης είναι τρίτο πρόσωπο, αλλά και όταν αυτός είναι ο ένας από τους γονείς. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν ο γονέας είναι διαθέτης, τότε ο άλλος γονέας θα αποκλεισθεί από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που κληρονόμησε το τέκνο με συνέπεια να τα διαχειρίζεται το πρόσωπο που ορίστηκε από τον ίδιο το διαθέτη ή από το δικαστήριο (αν δεν ορίστηκε από το διαθέτη αυτό) και να αποκλείεται εντελώς από τη διαχείρισή τους ο γονέας που επιζεί.
Η παράβαση από τον γονέα των διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ανηλίκου τέκνου του, και των αντίστοιχων υποχρεώσεών του, συνεπάγεται και ευθύνη αυτού έναντι του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1531 ΑΚ, και, συνακόλουθα, τη δημιουργία υποχρέωσης προς αποζημίωση του τέκνου, στην περίπτωση που αυτό υπέστη ζημία, λόγω της πλημμελούς διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας του από τον εν λόγω γονέα.
Κείμενο απόφασης:
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …
Της αναιρεσίβλητης: …
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-9-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5314/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2673/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11-9-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 5-10-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1521 του ΑΚ “Η διοίκηση των γονέων δεν εκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στο τέκνο από διάταξη τελευταίας βούλησης, ή από δωρεά, με τον όρο να μην έχουν τη διοίκησή τους οι γονείς. Αν ο διαθέτης ή ο δωρητής δεν ορίσει το πρόσωπο που θα έχει τη διοίκηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων, το δικαστήριο διορίζει ειδικό επίτροπο. Αν στη διάταξη της τελευταίας βούλησης ή στη δωρεά ορίζεται να μην έχει τη διοίκηση ο ένας από τους γονείς, η διοίκηση ανήκει, σε περίπτωση αμφιβολίας, στον άλλο γονέα, ο οποίος και αντιπροσωπεύει το τέκνο, μόνος του στις σχετικές δίκες ή δικαιοπραξίες“.
Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, το οποίο, όπως προκύπτει ερμηνευτικά, αναφέρεται όχι απλώς στη διοίκηση αλλά στη διαχείριση της περιουσίας του τέκνου, που περιλαμβάνει τόσο τη διοίκηση με τη στενή έννοια όσο και την εκπροσώπηση που σχετίζεται με τη διοίκηση, προκύπτει ότι η διοίκηση της περιουσίας που καταλείφθηκε στο ανήλικο τέκνο με διαθήκη περιέρχεται στους γονείς του τέκνου, εκτός εάν ο διαθέτης απέκλεισε αυτούς από τη διοίκηση, οπότε σε περίπτωση παρόμοιου όρου της διαθήκης, ο οποίος μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης, η διοίκηση της κληρονομιάς που περιέρχεται στον ανήλικο με διαθήκη ανήκει στο πρόσωπο που ο διαθέτης όρισε στην διαθήκη ως διοικητή αυτής, διαφορετικά, όταν δεν ορίζεται στη διαθήκη ο διοικητής της κληρονομιάς, το δικαστήριο ορίζει ειδικό επίτροπο (ΑΠ 1545/2004).
Το άνω άρθρο για τον αποκλεισμό των γονέων από τη διαχείριση των άνω περιουσιακών στοιχείων του ανηλίκου εφαρμόζεται όχι όταν ο διαθέτης είναι τρίτο πρόσωπο, αλλά και όταν αυτός είναι ο ένας από τους γονείς. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν ο γονέας είναι διαθέτης, τότε ο άλλος γονέας θα αποκλεισθεί από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που κληρονόμησε το τέκνο με συνέπεια να τα διαχειρίζεται το πρόσωπο που ορίστηκε από τον ίδιο το διαθέτη ή από το δικαστήριο (αν δεν ορίστηκε από το διαθέτη αυτό) και να αποκλείεται εντελώς από τη διαχείρισή τους ο γονέας που επιζεί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1531 ΑΚ οι γονείς κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας έχουν την υποχρέωση να δείχνουν την επιμέλεια που δείχνουν και στις δικές τους υποθέσεις.
Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με αυτές των άρθρων 1521, 1522, 1523, 1525, 1527,1538 και 1539 ΑΚ προκύπτει, ότι η παράβαση από τον γονέα των διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του ανηλίκου τέκνου του, και των αντίστοιχων υποχρεώσεών του, συνεπάγεται, και ευθύνη αυτού έναντι του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1531 ΑΚ, και, συνακόλουθα, τη δημιουργία υποχρέωσης προς αποζημίωση του τέκνου, στην περίπτωση που αυτό υπέστη ζημία, λόγω της πλημμελούς διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας του από τον εν λόγω γονέα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1531 ΑΚ, ο γονέας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια, αλλά και συγκεκριμένη (όχι αφηρημένη) ελαφρά αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν αυτή είναι αποτέλεσμα μη καταβολής της επιμέλειας, την οποία ο γονέας επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις. Η ως άνω αξίωση του τέκνου προς αποζημίωση μπορεί να ασκηθεί από το ίδιο μετά την ενηλικίωσή του.
Επομένως, σε περίπτωση που ο διαθέτης γονέας αποκλείσει τον έτερο γονέα από τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας που περιέρχεται με κληρονομιά σε ανήλικο τέκνο τους, χωρίς να ορίσει διοικητή της κληρονομιάς, τότε ο επιζών γονέας, εφόσον δεν φροντίσει για το διορισμό ειδικού επιτρόπου από το δικαστήριο και αυθαιρέτως αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση και διαχείριση της εν λόγω περιουσίας του ανηλίκου, χωρίς αυτό να γνωρίζει τον αποκλεισμό, ενέχεται σε αποζημίωση του ανηλίκου, αν λόγω της υπαίτιας, με την ανωτέρω έννοια, και πλημμελούς διαχείρισης της περιουσίας προκάλεσε ζημία στο ανήλικο τέκνο του.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006), αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ” αριθ. 2673/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) είναι τέκνο του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) από το γάμο του τελευταίου με την Χ. Π. και γεννήθηκε στις 9- 12-1990, κατέστη δε αυτή ενήλικη στις 9-12-2008 … . Στις 16-4-2005 απεβίωσε η ως άνω Χ. Π., μητέρα της ενάγουσας, η οποία κατέλιπε την από 15-11-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε και … κηρύχθηκε κυρία … . Με την ιδιόγραφη αυτή διαθήκη της η μητέρα της ενάγουσας εγκατέστησε κληρονόμους σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της τα δύο τέκνα της, ήτοι την Κ. Κ. … και τον Η. Κ.. Ειδικότερα, στην ενάγουσα κατέλιπε ένα διαμέρισμα 94 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό …, και ένα ισόγειο διαμέρισμα επί της οδού …. Σύμφωνα με διάταξη της άνω διαθήκης, η αποβιώσασα απέκλεισε από τη διαχείριση της περιουσίας των τέκνων της τον εναγόμενο, εν διαστάσει σύζυγο της, κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, χωρίς, ωστόσο, να ορίσει το πρόσωπο, που θα είχε τη διοίκηση και διαχείριση των κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων των ανηλίκων. Όμως, ο εναγόμενος, παρά τη συγκεκριμένη διάταξη τελευταίας βούλησης της διαθέτιδος, που τον απέκλειε από τη διαχείριση της περιουσίας των ανηλίκων τότε τέκνων του, ανέλαβε αποκλειστικά τη διαχείριση αυτής, αντί να προβεί σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για το διορισμό από το δικαστήριο ειδικού επιτρόπου. Έτσι, στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας της ενάγουσας ο εναγόμενος εισέπραξε για λογαριασμό αυτής … το συνολικό ποσό των 25.380,76 ευρώ, … Επιπλέον, … εισέπραξε το συνολικό ποσό των 14.000 ευρώ από μισθώματα του κληρονομιαίου ακινήτου της ενάγουσας επί της οδού … …. Ενόψει αυτού, η ενάγουσα, μετά την ενηλικίωσή της … κάλεσε τον εναγόμενο, … σε λογοδοσία. Τελικά, υπογράφτηκε μεταξύ των διαδίκων το από 17-11-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος αναγνώρισε τις πιο πάνω υποχρεώσεις του … ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 77.779,37 ευρώ … στο οποίο συμψηφίστηκε το ποσό των 11.960,00 ευρώ, … και έτσι απέμεινε ως οφειλή του εναγομένου το ποσό των 65.819,37 ευρώ, το οποίο αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στη ενάγουσα τμηματικά. Όμως, με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, η ενάγουσα επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της, να αναζητήσει από τον εναγόμενο και τα ποσά, που αυτός εισέπραξε μετά την 1-1-2010 από συντάξεις και μισθώματα, τα οποία δεν είχαν τότε εκκαθαριστεί, καθώς και του ποσού της αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη, από τη μη επιμελή διαχείριση και ειδικότερα από τη μη εκμίσθωση του έτερου ακινήτου επί της οδού …, το οποίο αυτή προσδιόρισε τότε στο ποσό των 60.000 ευρώ. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-5-2010, εισέπραξε για σύνταξη της ενάγουσας το συνολικό ποσό των 2.769,15 ευρώ … το οποίο αρνήθηκε να αποδώσει σ’ αυτήν. Επίσης, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ο εναγόμενος εισέπραξε μισθώματα από την εκμίσθωση του ακινήτου επί της οδού …, συνολικού ποσού 1900 ευρώ … χωρίς να έχει αποδώσει και αυτά στην ενάγουσα. Ακόμη, ο εναγόμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ενάγουσας από Συνεταιρισμό της Τράπεζας της Ελλάδος προμήθειες, ποσού 617,24 ευρώ για το έτος 2006, 759,19 ευρώ για το έτος 2007, 703,55 ευρώ για το έτος 2008 και 790,57 ευρώ για το έτος 2009, ήτοι συνολικά 2.870,55 ευρώ, το οποίο ομοίως δεν απέδωσε στην ενάγουσα. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει για τις ανωτέρω αιτίες στην ενάγουσα το ποσό των 7.539,70 ευρώ …. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κληρονομιαία περιουσία, που κατέλειπε στην ενάγουσα η αποβιώσασα μητέρα της, περιλαμβάνεται και μία ισόγεια μονοκατοικία, που βρίσκεται επί της οδού …, επιφάνειας 189 τ.μ. Ο εναγόμενος, παρά τον αποκλεισμό του με τη διάταξη της διαθήκης από τη διαχείριση της περιουσίας της ενάγουσας, ανέλαβε αυθαιρέτως τη διαχείριση και του ως άνω περιουσιακού στοιχείου, αποκρύπτοντας από την ενάγουσα τον προαναφερόμενο αποκλεισμό του. Παρ’ όλα αυτά, δεν επέδειξε ως προς αυτήν την επιμέλεια, που ο ίδιος, ενόψει της μόρφωσής του και του επαγγέλματος του ως φαρμακοποιού, επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις, αφού αδιαφόρησε τελείως για την οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου της θυγατέρας του και συγκεκριμένα από αμέλειά του δεν μερίμνησε να εκμισθώσει αυτό μέχρι την ενηλικίωση της θυγατέρας του (9-12-2008), με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ζημία, η οποία συνίσταται στο διαφυγόν κέρδος, το οποίο θα αποκόμιζε σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι αυτός δεν είχε προβεί σε εξόφληση των λογαριασμών Δ.Ε.Η. και ΕΥΔΑΠ, τους οποίους εν τέλει αποπλήρωσε η ενάγουσα μετά την ενηλικίωσή της, επιπροσθέτως δε δεν επιμελήθηκε για τον καθορισμό του οικοπέδου από τα ξερά χόρτα. Ειδικότερα, με βάση την τοποθεσία, το είδος και την έκταση του ακινήτου, θα μπορούσε να εκμισθώσει το ανωτέρω ακίνητο της ενάγουσας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2007 έως και 8-12-2008, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.500 ευρώ και να εισπράξει το ποσό των 36.000 ευρώ… Ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ότι η μη εκμίσθωση του ακινήτου οφείλεται στο γεγονός ότι αυτός, με γνώμονα το συμφέρον τόσο της ενάγουσας θυγατέρας του, όσο και του δεύτερου ανηλίκου τέκνου του Η., που ήσαν συγκύριοι του οικοπέδου κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, προέβη στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το εν λόγω ακίνητο να αξιοποιηθεί με το σύστημα της αντιπαροχής, ερχόμενος προς τούτο, μαζί με τον έτερο συνιδιοκτήτη του οικοπέδου που ήταν συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, σε διαπραγματεύσεις με την εταιρεία “… Ε.Ε.” από τις αρχές του 2007, χωρίς τελικά να υπάρξει συμφωνία, καθόσον δεν κατέστη δυνατή η ταύτιση των απόψεων των οικοπεδούχων ως προς την αντιπαροχή, με αποτέλεσμα λόγω και της επακολουθήσασας οικονομικής κρίσης, να ματαιωθεί, η σχετική προσπάθεια. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του ο εναγόμενος προσκομίζει το από 5-3-2012 έγγραφο της τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, όπου γίνεται λόγος για τις επικαλούμενες από τον εναγόμενο διαπραγματεύσεις και μη ευόδωσή τους, καθώς και τρία αντίγραφα κατόψεων των τριών ορόφων, όπως ισχυρίζεται, της οικοδομής που επρόκειτο να ανεγερθεί, τα οποία, όμως, είναι άνευ ημερομηνίας, ούτε και φέρουν υπογραφή του συντάξαντος αυτά μηχανικού, ενώ δεν προκύπτει, ότι αφορούν το συγκεκριμένο οικόπεδο. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, η προσπάθεια του εναγομένου να αξιοποιηθεί το οικόπεδο με το σύστημα της αντιπαροχής δεν κρίνεται ότι έγινε προς το πραγματικό συμφέρον της ενάγουσας, δεδομένου ότι κατά το έτος 2007 η ενάγουσα διήγε το 17ο έτος της ηλικίας της και επίκειτο η ενηλικίωση αυτής κατά το έτος 2008, οπότε και θα μπορούσε από μόνη της να κρίνει τον πλέον συμφέροντα τρόπο αξιοποίησης της ιδιοκτησίας της, ενώ, εξάλλου, πέραν του ότι η επί μακρόν διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν δικαιολογείται επαρκώς, η λύση της αντιπαροχής (για την οποία δεν υπήρξε ούτε και ζητήθηκε προσφορά από άλλο τεχνικό γραφείο) θα έδινε στην ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη και του εργολαβικού ανταλλάγματος, πολύ μικρότερη ιδιοκτησία, σε σχέση με αυτή των 189 τ.μ., που είχε αποκτήσει από την κληρονομιά της μητέρας της. Όφειλε, συνεπώς, ο εναγόμενος, ενόψει και του ότι αυθαιρέτως αναμίχθηκε στη διαχείριση της κληρονομιαίας περιουσίας της ενάγουσας, να εκμισθώσει το ακίνητο αυτής για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο και θα μπορούσε να επιτύχει το πιο πάνω σημαντικό μίσθωμα και να αφήσει τη δυνατότητα διαφορετικής αξιοποίησης του ακινήτου στη διακριτική ευχέρεια της ενάγουσας μετά την ενηλικίωσή της.
Κατά συνέπεια, εφόσον υπήρξε πλημμελής διοίκηση και διαχείριση του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου της ενάγουσας από τον εναγόμενο, που οφείλεται στην ως άνω αμέλειά του, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει την ενάγουσα, για την προαναφερόμενη ζημία ποσού 36.000 ευρώ, την οποία αυτή υπέστη εξαιτίας της παραλείψεως του εναγομένου να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε – με μέτρο την επιμέλειά του στις δικές του υποθέσεις – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, λόγω δε της αμέλειάς του αυτός δεν πρόβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος …” Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε κατά ένα μέρος την ένδικη αγωγή και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε επιδικάσει αποζημίωση και για το μετά την ενηλικίωσή της χρονικό διάστημα, επεδίκασε στην ενάγουσα νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 43.539,70 ευρώ, που αναφέρεται, αφενός μεν στην θετική ζημία της ποσού 7.539,70 ευρώ και αφετέρου στην αποθετική ζημία της ποσού 36.000 ευρώ. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1531, 330 και 333 του ΑΚ, με το να δεχθεί ότι η μη εκμίσθωση εκ μέρους του, του άνω επί της οδού …, κληρονομιαίου ακινήτου της ενάγουσας, συνιστά πλημμελή διοίκηση και διαχείριση απ’ αυτόν, που οφείλεται σε συγκεκριμένη αμέλειά του, ενώ κατά τους ισχυρισμούς του, η διοίκηση και διαχείριση του άνω ακινήτου δεν συνιστούσε συγκεκριμένη αμελή συμπεριφορά του, στα πλαίσια της διοίκησης και διαχείρισης αυτού, ενόψει του ότι επεχείρησε την εκμετάλλευση του άνω ακινήτου κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο, με την προσπάθεια ανάθεσης του όλου ακινήτου σε εργολάβο προς ανοικοδόμηση, με το σύστημα της αντιπαροχής, ενέργεια που θα απέβαινε προς το συμφέρον της ανήλικης θυγατέρας του, χωρίς ωστόσο να ευοδωθεί η προσπάθειά του αυτή. Όμως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1521, 1522, 1523, 1525, 1527, 1531, 1532, 1538 και 1539 ΑΚ, στις οποίες μόνο είχε έρεισμα η ένδικη αγωγή, όχι δε και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ώστε να είναι εφαρμοστέες και εκείνες των άρθρων 330 και 333 του ίδιου Κώδικα, τις οποίες σε κάθε περίπτωση δεν παραβίασε, καθόσον, τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πληρούσαν το πραγματικό των άνω διατάξεων, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της συγκεκριμένης αμέλειας που επέδειξε ο αναιρεσείων, κατά τη διοίκηση και διαχείριση του ως άνω περιουσιακού στοιχείου της ενάγουσας ανήλικης θυγατέρας του, για το χρονικό διάστημα μέχρι την ενηλικίωσή της. Ειδικότερα, δικαιολογούσαν την επιδίκαση της αποζημίωσης για διαφυγόντα κέρδη (μισθώματα), από την μη εκμετάλλευση του άνω ακινήτου της ενάγουσας, κατά τη διοίκηση και διαχείριση αυτού, από τον εναγόμενο πατέρα της, λόγω της συγκεκριμένης αμελούς συμπεριφοράς που επέδειξε αυτός κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, οι παραδοχές του Εφετείου: 1) Ότι ο εναγόμενος, παρά τον αποκλεισμό του με τη διάταξη της διαθήκης από τη διαχείριση της περιουσίας της ενάγουσας, ανέλαβε αυθαιρέτως τη διαχείριση και της επί της οδού …, μονοκατοικίας αυτής, 2) ότι δεν επέδειξε ως προς αυτήν την επιμέλεια, που ο ίδιος, ενόψει της μόρφωσής του και του επαγγέλματος του ως φαρμακοποιού, επιδεικνύει στις δικές του υποθέσεις, αφού αδιαφόρησε τελείως για την οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου της θυγατέρας του και 3) Ότι, η προσπάθεια του εναγομένου να αξιοποιηθεί το άνω ακίνητο με το σύστημα της αντιπαροχής δεν κρίνεται ότι έγινε προς το πραγματικό (συμφέρον της ενάγουσας, δεδομένου ότι κατά το έτος 2007 αυτή διήγε το 17ο έτος της ηλικίας της και επίκειτο η ενηλικίωσή της κατά το έτος 2008, οπότε και θα μπορούσε από μόνη της να κρίνει τον πλέον συμφέροντα τρόπο αξιοποίησης της ιδιοκτησίας της, ενώ, εξάλλου, πέραν του ότι η επί μακρόν διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν δικαιολογείται επαρκώς, η λύση της αντιπαροχής (για την οποία δεν υπήρξε ούτε και ζητήθηκε προσφορά από άλλο τεχνικό γραφείο) θα έδινε στην ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη και του εργολαβικού ανταλλάγματος, πολύ μικρότερη ιδιοκτησία, σε σχέση με αυτή των 189 τ.μ., που είχε αποκτήσει από την κληρονομιά της μητέρας της. Επομένως, ο αντίθετος από την παραπάνω διάταξη (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ) πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της, διέλαβε σ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα μη απόδοσης στην ενάγουσα από τον εναγόμενο του ποσού των 2.870,5 ευρώ που εισέπραξε αυτός για προμήθειες από τον Συνεταιρισμό της Τράπεζας της Ελλάδος, παραδοχή που δεν ενέχει καμμία ασάφεια ή αντιφατικότητα. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008). Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, ενώ η διαφορετική αξιολόγηση και εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των εγγράφων, από εκείνη που θεωρεί ορθή ο αναιρεσείων, δεν ιδρύει τον λόγο αυτό αναιρέσεως, καθόσον πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ’ ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη, το από 5-3-2012 έγγραφο της τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία “… Ε.Ε.”, που έφερε την σφραγίδα αυτής και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, καθώς και το φύλλο ελέγχου του Κτηματολογικού Γραφείου …, που αφορά τη διόρθωση εγγραφής του επί της οδού … κληρονομιαίου ακινήτου της αναιρεσίβλητης τα οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε νομίμως ενώπιον του Εφετείου και από τα οποία αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του, ότι δεν επέδειξε αμελή συμπεριφορά κατά τη διοίκηση και διαχείριση του περιουσιακού αυτού στοιχείου της ανήλικης θυγατέρας του με την μη εκμίσθωση αυτού κατά το χρόνο της ανηλικότητάς της, ενώ σε κάθε περίπτωση η εκτίμηση από το Εφετείο των ανωτέρω εγγράφων, οδηγεί σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα, απ’ αυτό που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο βεβαιώνει, ότι για να καταλήξει στο προεκτεθέν πόρισμά του, έλαβε υπόψη, εκτός των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει και “όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται”, όπως δε προκύπτει από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης, ρητώς μνημονεύεται σ’ αυτήν το πρώτο των ως άνω εγγράφων, ενώ από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο ως άνω πόρισμά του, έλαβε υπόψη και το δεύτερο των άνω εγγράφων, τα οποία συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο από την άνω διάταξη (άρθρο 559 αριθ. 11 γ ΚΠολΔ) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση, ότι η εκτίμηση από το Εφετείο των ανωτέρω εγγράφων, οδηγεί σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα, απ’ αυτό που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο, είναι απαράδεκτος, καθόσον πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο τελευταίος στα δικαστικά έξοδα της καταθέσασας προτάσεις αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2015 αίτηση του Δ. Κ. του Η. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2673/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ