ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙ ΔΙΜΕΛΟΥΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ:

Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρείας έχει, πλέον, απαλειφθεί ως, προβλεπόμενος από το νόμο, λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρείας, ισχύει, όμως, ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 του Ν. 4.072/2012 “Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το Μονομελές Πρωτοδικείο …. μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου”.

Το δικαίωμα αποκλεισμού μπορεί να ασκηθεί και από τον “άλλον εταίρο”, δοθέντος ότι, μετά την εισαγωγή του θεσμού της μονοπρόσωπης ομόρρυθμης εταιρείας, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αυτή γίνεται δεκτή ανεξαρτήτως από την αιτία (“για οποιονδήποτε λόγο”) της αποχωρήσεως “ενός ή περισσότερων εταίρων”. Έτσι, αν οι εταιρικές μερίδες συγκεντρωθούν στα χέρια ενός, η εταιρεία λύνεται, ενώ αν αποχωρήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνον ένας εταίρος, η εταιρεία λύνεται, εφόσον μέσα σε δυο μήνες δεν δημοσιευθεί στο Γ.Ε.Μ.Η. η είσοδος νέου εταίρου.

Συνεπώς, ο αποκλεισμός εταίρου, είναι εφικτός και επί διμελούς ομόρρυθμης εταιρείας, υπό την προϋπόθεση ότι εντός δύο μηνών από του αποκλεισμού, θα εισέλθει νέος εταίρος στην εταιρεία. Εάν δηλαδή, προκύπτει ότι η αδυναμία συνεργασίας των εταίρων δεν οδηγεί και σε παράλυση εκπλήρωσης του σκοπού της εταιρείας, δεν χρειάζεται να κηρυχτεί η δικαστική λύση αυτής, αλλά αρκεί ο αποκλεισμός του «ταραχοποιού» εταίρου και η συνέχιση της εταιρείας. 

Σκοπός του νόμου, είναι η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων, με παν δυνατό μέσο και όχι η λύση αυτών. 

Στην κρινόμενη περίπτωση, επρόκειτο για μία διμελή ομόρρυθμη εταιρεία, στην οποία οι σχέσεις των εταίρων είχαν κλονιστεί σημαντικά, καθότι τα τελευταία χρόνια εν ολίγοις επικοινωνούσαν μόνο δια εξωδίκων δηλώσεων και δικαστικών διαμαχών, αφορώσες τον διαμοιρασμό των κερδών της εταιρείας. Η εταιρεία όμως εξακολουθούσε να ναι βιώσιμη και να έχει αρκετά υψηλά κέρδη, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κρίνει ότι πρέπει να συνεχιστεί η επιχειρηματική της δραστηριότητα, και να αποκλειστεί ο ένας εταίρος, ώστε να μην διαταραχθεί περαιτέρω και η λειτουργικότητα της επιχείρησης. 

Το Δικαστήριο προέβη σε μία συνολική αποτίμηση της προσφοράς των δύο αντιμαχόμενων εταίρων (μάλιστα αδερφών) στην εταιρεία, προκειμένου να κρίνει ποιος έπρεπε να αποχωρήσει και ποιος κρινόταν καταλληλότερος για να διαχειριστεί έκτοτε την εταιρεία, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία της. 

——————–

Η απόφαση παρατίθεται παρακάτω:

«Απόφαση 1093 / 2023    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1093/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Σταύρο Μάλαινο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: …….

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2020 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συνεκδικάστηκε με την από 5-3-2020 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 269/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1005/2021 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-6-2021 αίτησή της και τους από 1-7-2022 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 29-6-2021 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ..1-7-2021) αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 1005/2021 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. “Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλομένη ς απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση… Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 568 παρ. 2, 3 και 570 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι, για την παραδεκτή άσκηση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως προσαπαιτείται η αθροιστική πλήρωση δύο προϋποθέσεων, ήτοι η κατάθεση του δικογράφου αυτών στην γραμματεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως και η επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω προθεσμία πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Ως ημέρα συζητήσεως της αναιρέσεως νοείται εκείνη, η οποία, κατά το άρθρο 568 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ορίζεται αρμοδίως, δηλαδή η αρχική και όχι η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ’ αναβολήν από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζητήσεως. Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων πριν από την τριακονθήμερη αυτή προθεσμία ή της επιδόσεώς του πριν από αυτήν σε περίπτωση εμπρόθεσμης καταθέσεως, συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτών, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικώς και για τους προσθέτους λόγους και που ορίζουν ότι το Δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναιρέσεως και αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νομίμως ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση, για να είναι παραδεκτή, ο Αρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως (Ολ. Α.Π. 654/1984, Ολ. Α.Π. 143/1984, Α.Π. 1.192/2018, Α.Π. 949/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται προς συζήτηση και οι από 1-7-2021 πρόσθετοι λόγοι της προαναφερθείσας αιτήσεως αναιρέσεως. Το δικόγραφο των προσθέτων λόγων κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 6-7-2021 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../6-7-2021 πράξη καταθέσεως προσθέτων λόγων του αρμοδίου γραμματέα του Αρείου Πάγου που προσαρτήθηκε κάτω από το δικόγραφο αυτό), ενώ η αρχική δικάσιμος της υποθέσεως ορίσθηκε αρμοδίως για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την από 26-8-2021 πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου που προσαρτήθηκε κάτω από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως).

Συνεπώς, το δικόγραφο των προσθέτων λόγων κατατέθηκε εμπροθέσμως, ήτοι τριάντα και πλέον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθμ. …/23-8-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Έδεσσας,….).

Συνεπώς, οι πρόσθετοι λόγοι αυτοί είναι παραδεκτοί (άρθρο 577 παρ.3 του Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει συνεκδικαζόμενοι με την αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 246 και 573 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.) να ερευνηθούν περαιτέρω.

Με την από 10-1-2020 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ../10-1-2020) αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, η αναιρεσίβλητη (Ε. Α.) ισχυρίσθηκε ότι με την καθής η αίτηση και ήδη αναιρεσείουσα αδελφή της (Ι. Α.) είναι μοναδικοί εταίροι της εδρεύουσας στην Αριδαία ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, συμμετέχοντας κατ’ ισομοιρίαν στο σχηματισμό του κεφαλαίου και στις κερδοζημίες αυτής. Ότι η καθής η αίτηση ουδέποτε ασχολήθηκε με τις εταιρικές υποθέσεις, περιοριζόμενη μόνο στην ανάληψη των κερδών και από το έτος 2015 επιδόθηκε σε έναν ανηλεή πόλεμο εναντίον της, αποδίδοντάς της ανυπόστατες κατηγορίες περί υπεξαιρέσεως χρημάτων της εταιρείας, περί παραπλανήσεώς της για την ανάθεση της διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως της εταιρείας από αυτήν (αιτούσα), περί ασκήσεως εις βάρος της ψυχολογικής βίας και με τη χρήση όπλων, με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν η καθής και η μητέρα τους Ά. Α. από την επιχείρηση του φαρμακείου και από την πατρική οικία και να μετοικήσουν στην Αθήνα, ενώ η καθής υποστήριξε την μητέρα τους Ά. Α. στην προσπάθεια εξώσεως της εταιρείας από το μίσθιο ακίνητο, όπου στεγάζεται αυτή. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά και επικαλούμενη τη συνδρομή σπουδαίου λόγου στο πρόσωπο της καθής η αίτηση, που δικαιολογεί τη λύση της εταιρείας, με αποτέλεσμα τον ανεπανόρθωτο κλονισμό των σχέσεών τους και την αδυναμία συνεχίσεως λειτουργίας της εταιρείας κατά τον καταστατικό της σκοπό με τη συμμετοχή αμφοτέρων σ’ αυτήν, η αιτούσα – αναιρεσίβλητη ζήτησε να διαταχθεί ο αποκλεισμός της καθής η αίτηση – αναιρεσείουσας από την εταιρεία. Εξάλλου, με την από 5-3-2020 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ../9-3-2020) αίτησή της, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη τα αυτά, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, αναφορικώς με την υπόσταση της ομόρρυθμης εταιρείας και τα ποσοστά συμμετοχής καθεμίας εταίρου στον σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου και στις κερδοζημίες της εταιρείας, ισχυρίσθηκε ότι η καθής η αίτηση και ήδη αναιρεσίβλητη παραβαίνει τις εταιρικές της υποχρεώσεις, τόσο ως διαχειρίστρια, όσον και ως εταίρος της εταιρείας και προβαίνει στις αναλυτικώς αναφερόμενες παράνομες πράξεις και παραλείψεις, που πλήττουν οικονομικώς και εκθέτουν την εταιρεία. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, ζήτησε να διαταχθεί ο αποκλεισμός της καθής η αίτηση από την εταιρεία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις δύο αντίθετες αιτήσεις, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 269/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από 5-3-2020 αίτηση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε ως γόμω και ουσία βάσιμη την από 10-1-2020 αίτηση της αναιρεσίβλητης και διέταξε τον αποκλεισμό της καθής η αίτηση – αναιρεσείουσας από την ομόρρυθμη εταιρεία μεταξύ των διαδίκων. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε την από 25-11-2020 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ../27-11-2020) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και με την οποία απορρίφθηκε η έφεσή της ως αβάσιμη.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 259 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, η ομόρρυθμη εταιρεία λύνεται: α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξη της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, ενώ στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσεως της εταιρείας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Ν. 4072/2012, ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό, για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παραλλήλως όλοι οι εταίροι απεριορίστως και εις ολόκληρον, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 249 του ιδίου Ν. 4072/2012, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο αντίστοιχο κεφάλαιο, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρεία οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου για την εταιρεία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 του Α.Κ. Μάλιστα, κατ’ άρθρον 294 παρ. 1 του Ν. 4.072/2012 περί μεταβατικών διατάξεων, ο εν λόγω Νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες – κατά την έναρξη της ισχύος του από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11/4/2012, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (άρθρο 330 παρ. 2 του Ν. 4.072/2012) – δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4.072/2012 συνάγεται ότι, οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) διαφέρουν από αυτούς, που γίνονταν δεκτοί κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και, πλέον, καθορίζονται με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατηρήσεως της εμπορικής επιχειρήσεως και το επιβεβλημένο απομακρύνσεως από τον απολύτως προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιρειών. Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρείας έχει, πλέον, απαλειφθεί ως, προβλεπόμενος από το νόμο, λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρείας, ισχύει, όμως, ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Ωστόσο, στην εκάστοτε εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσεως της εταιρείας (άρθρ. 259 παρ. 1, εδάφ. β’ του Ν. 4072/2012, ως ανωτέρω), τέτοιοι δε λόγοι δεν αποκλείεται να είναι και γεγονότα, που επιφέρουν, άλλωστε και την έξοδο εταίρου από την εταιρεία, που αφορούν σε μεταβολές στο πρόσωπο των εταίρων (όπως θάνατος ή πτώχευση εταίρου ή θέση του υπό δικαστική συμπαράσταση κ.λπ., κατ’ άρθρον 260 παρ. 1-2 του Ν. 4.072/2012) ή και η καταγγελία της εταιρείας από μέρους εταίρου.

Συνεπώς, η καταγγελία αποτελεί, πλέον, λόγο λύσεως της ομόρρυθμης εταιρείας, μόνον αν προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση και με τους όρους που προβλέπονται σ’ αυτήν. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 259, 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 του Ν. 4072/2012, συνάγεται ότι, κατά τα προαναφερόμενα, μεταξύ άλλων, η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρείας για σπουδαίο λόγο αφορά τόσο την εταιρεία αορίστου, όσο και την ορισμένου χρόνου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της διατηρήσεως της επιχειρήσεως και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσεως της εταιρείας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως της καταστάσεως, που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται, επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθηκε άλλος τρόπος άρσεως του αδιεξόδου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της καταστάσεως, που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος, η συνδρομή ή μη του οποίου αξιολογείται με αντικειμενικά κριτήρια (Α.Π. 459/2011). Η ύπαρξή του θα πρέπει, πάντως, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρείας. Αυτές οι επιπτώσεις είναι απαραίτητο να παρουσιάζουν το στοιχείο της μονιμότητας και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος πρέπει, κατά βάσιν, να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρείας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο, είναι, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχειρήσεως, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, η έλλειψη συνεργασίας, οι διαφωνίες μεταξύ των εταίρων, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κ.λπ. και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, που έχουν ως επακόλουθο είτε την παράλυση της λειτουργίας, είτε την αδυναμία της εκπληρώσεως του σκοπού της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 του Ν. 4.072/2012 “Αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 259, το Μονομελές Πρωτοδικείο …. μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρείας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου” και αποσκοπεί, προφανώς, να υποκαταστήσει τη ρύθμιση του άρθρου 771 του Α.Κ., που ισχύει επί αστικών εταιρειών και, μέχρι πρότινος, εφαρμόζονταν και στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες. Με τη ρητή, πλέον, δυνατότητα του αποκλεισμού του εταίρου στις προσωπικές εταιρείες επήλθε η διαφοροποίηση του νόμου κατά δύο στοιχεία. Συγκεκριμένα, από τη σύγκριση των δύο διατάξεων, δηλαδή των άρθρων 774 του Α.Κ. και 263 του Ν. 4072/2012, προκύπτει η απουσία από το κείμενο της νεότερης διατάξεως του άρθρου 263 του Ν. 4.072/2012 του στοιχείου της υπαιτιότητας στο πρόσωπο του υπό αποκλεισμόν εταίρου, ενώ διευρύνεται η έννοια του σπουδαίου λόγου, που μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό, καθώς το άρθρο 771 του Α.Κ. αξιώνει ο σπουδαίος λόγος να ανάγεται στην παράβαση των εταιρικών υποχρεώσεων του υπό αποκλεισμόν εταίρου, ενώ κατά το άρθρο 263 του Ν. 4.072/2012 απαιτείται περιστατικό, που θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρείας, κατ’ άρθρον 259 παρ. 1 δ’ (σπουδαίος λόγος), ο οποίος να συντρέχει στο πρόσωπο του υπό αποκλεισμόν εταίρου. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η προστασία των λοιπών εταίρων και η διατήρηση της επιχειρήσεως. Ο αποκλεισμός του εταίρου συνίσταται στην ακούσια έξοδό του από την εταιρεία και αποτελεί αναγκαστική αποχώρησή του από αυτήν, παρά την θέλησή του. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να υπάρχει, εξάλλου, όχι μόνο κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, αλλά και κατά το χρόνο συζητήσεώς της. Επιπλέον, η συνέχιση της εταιρείας, με τον υπό αποκλεισμόν εταίρο, λόγω της (υπαίτιας ή μη) συμπεριφοράς του, θα πρέπει να είναι δυσβάστακτη για τους άλλους εταίρους, έτσι ώστε να κινδυνεύει η ομαλή λειτουργία ή η υπόστασή της. Περαιτέρω, προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αποκλεισμού εταίρου, είναι η αίτηση να έχει υποβληθεί από τους λοιπούς εταίρους. Ο αποκλεισμός μπορεί να αφορά έναν ή περισσότερους εταίρους, ερμηνεία που ίσχυε και στην μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 771 του Α.Κ. Από τη διάταξη του άρθρου 263 του Ν. 4072/2012, σε συνδυασμό με τις λειτουργικώς συναφείς διατάξεις των άρθρων 259, 264 και 267 του ιδίου Ν. 4072/2012, υπό το πρίσμα της αρχής της διατηρήσεως της εταιρικής επιχειρήσεως, το δικαίωμα αποκλεισμού μπορεί να ασκηθεί και από τον “άλλον εταίρο”, δοθέντος ότι, μετά την εισαγωγή του θεσμού της μονοπρόσωπης ομόρρυθμης εταιρείας, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αυτή γίνεται δεκτή ανεξαρτήτως από την αιτία (“για οποιονδήποτε λόγο”) της αποχωρήσεως “ενός ή περισσότερων εταίρων”. Έτσι, αν οι εταιρικές μερίδες συγκεντρωθούν στα χέρια ενός, η εταιρεία λύνεται, ενώ αν αποχωρήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνον ένας εταίρος, η εταιρεία λύνεται, εφόσον μέσα σε δυο μήνες δεν δημοσιευθεί στο Γ.Ε.Μ.Η. η είσοδος νέου εταίρου (άρθρο 267 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, το οποίο ήδη προβλέπει δυνατότητα συνεχίσεως της εταιρείας επί τετράμηνο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 27 του Ν. 4403/2016). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 263 του Ν. 4072/2012 δεν θέτει ως στοιχείο του πραγματικού της αιτήσεως τη ρητή μνεία της προθέσεως ανευρέσεως νέου εταίρου για τη συνέχιση της εταιρείας (Α.Π. 671/2020, Α.Π. 473/2019, Α.Π. 207/2019, Α.Π. 37/2019). Με τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ελέγχεται η κρίση ως προς τη νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοσθεί, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, για να κρίνει νόμιμη τη αγωγή ή, αντιθέτως, αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να και ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 8 και 14 του Κ.Πολ.Δ., αντιστοίχως. Για να ιδρύεται, πάντως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., να προτάθηκε παραδεκτώς στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναιρέσεως, στην οποία πρέπει, επίσης, να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ενστάσεως, που κρίθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που, επίσης, πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της αποφάσεως, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως (Α.Π. 1.330/2022, Α.Π. 778/2022, Α.Π. 74/2021, Α.Π. 671/2020, Α.Π. 525/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπ’ όψιν την προβληθείσα από αυτήν ένσταση αοριστίας της εις βάρος της αιτήσεως της αναιρεσίβλητης περί αποκλεισμού της από την εταιρεία. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η εναντίον της αίτηση πάσχει αοριστίας, επειδή δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της; α) αν το καταστατικό της εταιρείας προβλέπει υποχρέωση των εταίρων για παροχή προσωπικής εργασίας και απασχόληση στην εταιρεία και β) ποιο συγκεκριμένα είναι το ακίνητο, επί του οποίου θα μπορούσε (η αναιρεσείουσα) να εγγράψει προσημείωση υποθήκης, για να διασφαλίσει την απαίτησή της κατά της εταιρείας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον για το ορισμένο της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται να εκτίθενται και τα προαναφερθέντα στοιχεία. Η εν λόγω αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, αφού περιέχει τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και τη νομική θεμελίωσή της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δη την ύπαρξη στο πρόσωπο της καθής η αίτηση – αναιρεσείουσας σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί τον αποκλεισμό της από την εταιρεία. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ως άνω πλημμέλεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή, αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 4/2021, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το Δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, αν και τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της αποφάσεως δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 6/2006, Α.Π. 671/2020). Από την ανωτέρω διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (Α.Π. 736/2021, Α.Π. 551/2021, Α.Π. 162/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 1.339/2017). 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την πληττόμενη απόφαση του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Δυνάμει του υπ’ αριθ. ..1-3-2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Α. Κ. Β., νομίμως καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Έδεσσας με αυξ. αριθμό ../2005, συστάθηκε η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, με έδρα την…., διάρκεια πενταετή, αρχόμενη την 1-3-2005 και λήγουσα στις 28-2-2010, και εταίρους: α) την αιτούσα στην ένδικη υπό στοιχ. α’ αίτηση Ε. Α. του.., η οποία συμμετείχε στον σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου και στις κερδοζημίες της εταιρίας κατά ποσοστό 37,50%, β) την αιτούσα στην ένδικη υπό στοιχ. β’ αίτηση Ι. Α. του …, η οποία συμμετείχε στον σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου και στις κερδοζημίες της εταιρίας κατά ποσοστό 37,50%, και γ) την Ά. χήρα … Α. το γένος Ε. Χ., η οποία συμμετείχε στον σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου και στις κερδοζημίες της εταιρίας κατά ποσοστό 25%. Σκοπός της εταιρίας συμφωνήθηκε η εμπορία φαρμάκων, ειδών φαρμακείου και καλλυντικών και γενικά η εκμετάλλευση επιχείρησης φαρμακείου, την οποία ήδη από το έτος 1977 διατηρούσε στην … ο αποβιώσας κατά το έτος 2000 πατέρας και σύζυγος, αντιστοίχως, των άνω εταίρων, Σ. Α.. Συνδιαχειρίστριες της εταιρίας ορίσθηκαν όλοι οι εταίροι και το φαρμακείο θα λειτουργούσε υπό την άδεια άσκησης επαγγέλματος φαρμακοποιού της εκ των εταίρων Ε. Α., η οποία ήταν και η υπεύθυνη του φαρμακείου και η ταμίας της εταιρίας. Το ανωτέρω ιδρυτικό της εταιρίας συμβόλαιο τροποποιήθηκε με το από 28-3-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, που νομίμως καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Έδεσσας με αυξ. αριθμό ../30-3-2005, δυνάμει του οποίου η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας ανατέθηκε αποκλειστικά στην Ε. Α., ως αδειούχο φαρμακοποιό. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 5607/1932, όπως η παράγραφος 1 αυτού ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του ν. 1821/1988, και όπως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 119 παρ. 1 του ν. 4446/2016 ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), “1. Για την εκμετάλλευση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης επιτρέπεται η σύσταση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μόνο μεταξύ φαρμακοποιών με την προϋπόθεση ότι ο αδειούχος φαρμακοποιός του φαρμακείου ή της φαρμακαποθήκης θα συμμετέχει με ποσοστό τουλάχιστον πενήντα εκατοστών (50%) στο εταιρικό κεφάλαιο, τα κέρδη και τις ζημιές της εταιρείας… 2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων περί προσωπικής ευθύνης και αυτοπροσώπου διευθύνσεως του φαρμακείου ή της φαρμακαποθήκης υπό του αδειούχου φαρμακοποιού, πάσα δικαιοπραξία σχέσιν έχουσα με την εν γένει εκμετάλλευσιν της κατά τ’ ανωτέρω συνιστωμένης εταιρείας, δέον όπως καταρτίζηται υπό του αδειούχου φαρμακοποιού, καθισταμένου υποχρεωτικώς διαχειριστού της εταιρείας απαγορευμένης της υποκαταστάσεως τούτου, δι’ ειδικού ή γενικού πληρεξουσίου κατά την σύναψιν των δικαιοπραξιών τούτων ή την διαχείριση/ εν γένει των εταιρικών υποθέσεων… 5. Πάσα παράβασις των υπό του παρόντος άρθρου οριζομένων συνεπάγεται την ακύρωσιν της άδειας ιδρύσεως ή διατηρήσεως του φαρμακείου ή της φαρμακαποθήκης…”. Ενόψει της παραπάνω νομοθετικής πρόβλεψης, δυνάμει του υπ1 αριθ. …/6-7-2005 συμβολαίου της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως καταχωρηθέντος στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Έδεσσας υπ’ αυξ. αριθμό …/8-7-2005, η εκ των εταίρων Ά. χήρα … Α. αποχώρησε από την εταιρία και το εταιρικό της μερίδιο μεταβιβάσθηκε κατ’ ισομοιρίαν στις λοιπές εταίρους – θυγατέρες της, οι οποίες κατέστησαν πλέον μοναδικές εταίροι της ο.ε. συμμετέχουσες κατά ποσοστό 50% η καθεμία στις κερδοζημίες αυτής. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./19-11-2009 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως καταχωρηθέντος στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Έδεσσας υπ’ αυξ. αριθμό …/26-11-2009, ορίσθηκε η διάρκεια της εταιρίας αόριστη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η Ά. Α., μητέρα των διαδίκων, παρείχε την προσωπική της εργασία και ουσιαστικά διαχειριζόταν τις υποθέσεις του οικογενειακού φαρμακείου ήδη από το έτος 1992, όταν ακόμη ζούσε ο αρχικά μοναδικός φορέας της επιχείρησης σύζυγος της Σ. Α., παραιτούμενη από τον δημόσιο τομέα όπου απασχολούνταν ως νηπιαγωγός και εφοδιασθείσα με άδεια άσκησης επαγγέλματος βοηθού φαρμακοποιού. Την ουσιαστική διαχείριση του φαρμακείου ασκούσε η Ά. Α. και μετά τον θάνατο του … Α., ως μέλος της κοινωνίας των κληρονόμων αυτού, ενώ μετά τη σύσταση της άνω ομόρρυθμης εταιρίας και τον εφοδιασμό κατά το έτος 2005 της εταίρου Ε. Α. με την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά και μετά την αποχώρησή της από την εταιρία και τη μεταβίβαση του εταιρικού της μεριδίου στις διαδίκους θυγατέρες της, μέχρι και τα μέσα του έτους 2013, οπότε μετοίκησε στην Αθήνα, η Ά. Α., έμπειρη και γνωστή στο πεδίο των συναλλαγών με προμηθευτές και πελάτες της επιχείρησης, παρείχε την προσωπική της εργασία καθημερινά, ασχολούμενη με τις πρακτικές διαδικασίες παραγγελίας προϊόντων, εξυπηρέτησης πελατών, συναλλαγές με τρίτους. Υπεύθυνη όμως για τη διανομή των κερδών στους εταίρους και διενέργειας όλων των πράξεων διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2005 και εντεύθεν ήταν αποκλειστικά η Ε. Α., η οποία παρείχε επιπλέον και την προσωπική της εργασία στην επιχείρηση. Η Ι. Α. κατά το χρονικό αυτό διάστημα επιδόθηκε στην παρακολούθηση του προγράμματος σπουδών της στο Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων της Σχολής Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής του T.E.I. Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Ζωικής Παραγωγής, όπου εισήχθη στις 24-9- 2003, με διάρκεια φοίτησης τα επτά (7) εξάμηνα, με ένα (1) επιπλέον εξάμηνο υποχρεωτικής πρακτικής άσκησης, τις οποίες διέκοψε, προκειμένου να σπουδάσει στη Βουλγαρία Φαρμακευτική, από όπου έλαβε το πτυχίο της στις 16-7-2013 και ακολούθως της χορηγήθηκε η άδεια άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού στην Ελλάδα το έτος 2013 (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …18-12-2013 βεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος Φαρμάκων και Φαρμακείων, της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, της Περιφερειακής Ενότητας Πέλλας), και επανήλθε στη Θεσσαλονίκη, για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Τ.Ε.Ι., τις οποίες ολοκλήρωσε στις 30-4-2015. Κατά το θέρος του έτους 2013 η μητέρα των διαδίκων Ά. Α. μετοίκησε στην Αθήνα, όπου κατοικεί σε κληρονομιαία του συζύγου της … Α. κατοικία, ενώ η Ι. Α., όπως προεκτέθηκε συνέχισε τις σπουδές της στο Τ.Ε.Ι, Θεσσαλονίκης, διαμένοντας στην πόλη της Θεσσαλονίκης επί της οδού … αριθ. .., μέχρι και το χειμώνα του έτους 2015, οπότε μετοίκησε στην Αθήνα και διαμένει επίσης σε κληρονομιαία του πατέρα της … Α. κατοικία, στην ίδια οικοδομή με τη μητέρα της. Το γεγονός ότι η Ά. Α. διέμενε στην Αριδαία μέχρι και το θέρος του έτους 2013 προκύπτει από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία περιλαμβάνεται και η αντιμετωπιζόμενη ως δικαστικό τεκμήριο υπ’ αριθ. …/8- 12-2020 ένορκη βεβαίωση του Χ. Χ. του Κ., νονού της Ε. Α., ενώπιον της συμβολαιογράφου Α. Ρ. Κ.-Σ., καθώς και το χειρόγραφο σημείωμα μηνός Ιουλίου έτους 2013, που τήρησαν η Ε. Α., η Ι. Α. και η Ά. Α., όπου καταχώρησαν εγγράφως η καθεμία πρόχειρες σημειώσεις αναφορικά με την κίνηση του φαρμακείου κατά τις ημέρες της 3ης, 4ης και 5ης Ιουλίου 2013 η Ε. Α., κατά τις ημέρες της 8ης, 9ης, 10ης, 11ης και 12ης Ιουλίου 2013 η Ά. Α. και κατά τις ημέρες της 15ης, 16ης, 17ης, 18ης, 19ης, 22ας, 23ης και 24ης Ιουλίου 2013 η Ι. Α.. Δεν αναιρείται δε η κρίση αυτή του δικαστηρίου αναφορικά με το χρόνο οριστικής απομάκρυνσης τής Ά. Α. από την επιχείρηση φαρμακείου και καθόδου αυτής στην Αθήνα από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι και η ίδια αναφέρει διαφορετικούς χρόνους απασχόλησης της στο φαρμακείο, αφού εξεταζόμενη ανωμοτί ως ενάγουσα στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, όπου εκδικαζόταν η υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ../2018 αγωγή της κατά της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, κατέθεσε ότι στο φαρμακείο παρέμεινε μέχρι το έτος 2009 (βλ. τα από 27-9-2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας), ενώ στην υπ’ αριθ. ….28-9-2011 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της συμβολαιογράφου Α. Κ. Β., η οποία αντιμετωπίζεται ως δικαστικό τεκμήριο, καθόσον θα χρησιμοποιούνταν επί δίκης ανοιγείσας με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθεσης ../2011 αγωγή της εργαζόμενης στο φαρμακείο Σ. Ε. κατά της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, κατέθεσε η ίδια η Ά. Α. κατά λέξη: “είμαι συνταξιούχος του δημοσίου (νηπιαγωγός) και απασχολούμαι τα τελευταία είκοσι χρόνια στο φαρμακείο της …που πλέον από το 2005 και μετά είναι φαρμακοποιός και διευθύνει η κόρη μου Ε. Α.. Η απασχόλησή μου είναι σε καθημερινή βάση τα τελευταία 12 χρόνια. Με την κόρη μου έχουμε συνεργασία σε όλα τα θέματα του φαρμακείου και συζητούμε συνέχεια για την πορεία της επιχείρησης και για κάθε πρόβλημα που τυχόν προκύπτει” και τέλος, η ίδια η Ι. Α. στο σημείωμά της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, όπου εκδικάσθηκε η υπ’ αριθ. έκθ. κατάθεσης 110/2020 αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.” περί άρσης της συντηρητικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 316/2018 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου επί της περιουσίας της, ανέγραψε κατά λέξη: “οι σχέσεις της διαχειρίστριας της αιτούσας και εμού έχουν διαρραγεί και τούτο συμβαίνει διότι η αδελφή μου καρπώνεται την επιχειρηματική μου αμοιβή αφού με εξεδίωξε το 2010 μαζί με τη μητέρα μας από την Αριδαία ασκώντας μου ψυχολογική βία με την επίδειξη όπλων μέσα στο σπίτι μου”. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις των εταίρων ήταν ομαλές μέχρι και τις αρχές του έτους 2015, οπότε η Ι. Α. διατύπωσε το πρώτον την άποψή της ότι η Ε. Α. έπαψε να τηρεί τη συμβατική της υποχρέωση ενημέρωσής της αναφορικά με την οικονομική πορεία της επιχείρησης και δεν της επιτρέπει να έχει πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία αυτής. Έκτοτε δημιουργήθηκε κλίμα πόλωσης και η επελθούσα διάρρηξη των σχέσεων των διαδίκων είναι μη αναστρέψιμη: I. Με την ανταλλαγή αναρίθμητων εξωδίκων δηλώσεων – προσκλήσεων – διαμαρτυριών, στις οποίες εντάσσονται και: α) Η από 12-2-2015 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση της Ι. Α., με την οποία, απευθυνόμενη προς την Ε. Α., επικαλούμενη ανάρμοστη και απαξιωτική εκ μέρους της συμπεριφορά προς το πρόσωπο της και υπαίτια παράβαση της υποχρέωσής της πληροφόρησης αναφορικά με την πορεία και τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης φαρμακείου για τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014, κάλεσε αυτήν να χορηγήσει, εντός πέντε ημερών από τη λήψη της εν λόγω εξωδίκου, προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της στοιχεία αφενός μεν για τα κέρδη που της αναλογούν, αφετέρου δε για τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης κατά τις ανωτέρω χρήσεις, δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι δεν θα αναγνωρίσει οποιεσδήποτε ενέργειες που έγιναν ή θα γίνουν στο μέλλον από μέρους της ως διαχειρίστριας της εταιρίας, εφόσον είναι επιβλαβείς τόσο για την εταιρία όσο και για την ίδια ατομικά, β) Η από 11-3-2015 εξώδικη δήλωση – απάντηση της Ε. Α. με την οποία, απευθυνόμενη προς την Ι. Α., επικαλούμενη συκοφαντική και προσβλητική συμπεριφορά της τελευταίας, αφού επισημαίνει την παντελή απουσία της Ι. Α. από την επιχείρηση, την παράλειψη ενασχόλησης αυτής με τα θέματα που αφορούν την εταιρία και τη μη συμβολή της στην πορεία αυτής προς ευόδωση του εταιρικού σκοπού, αναγράφει ότι της κατέβαλε μέχρι και το έτος 2013 όλα τα αναλογούντα σ’ αυτήν κέρδη και κάλεσε αυτήν να εκδηλώσει επιτέλους ενδιαφέρον και να προσέλθει στο φαρμακείο για ν’ αρχίσει να δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο χώρο, γ) Η από 20-3-2015 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία της Ι. Α., με την οποία, απευθυνόμενη προς την Ε. Α., διαμαρτυρόμενη για τα όσα αναγράφονται στην αμέσως παραπάνω αναφερόμενη από 11-3-2015 εξώδικη δήλωση και επικαλούμενη ακούσια απομάκρυνση αυτής και της Ά. Α. τόσο από την πατρική τους οικία όσο και από το φαρμακείο, κάλεσε και πάλι αυτήν να της χορηγήσει τα προαναφερθέντα οικονομικά στοιχεία, και δ) Η από 29-11-2019 εξώδικη δήλωση – απάντηση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Φαρμακευτικός Σύλλογος Πέλλας”, που εδρεύει στην Έδεσσα Πέλλας, απευθυνόμενη στην Ε. Α., με την οποία της γνωστοποιεί, κατόπιν σχετικής επισήμανσης με εξώδικο της Ι. Α., ότι τα χρήματα από δικαιώματα του ΕΟΠΥΥ και των άλλων ασφαλιστικών ταμείων δεν πρέπει να κατατίθενται σε ατομικό λογαριασμό της Ε. Α., αλλά σε λογαριασμό της ομόρρυθμης εταιρίας μοναδικής δικαιούχου αυτών, τον αριθμό του οποίου οφείλει να γνωστοποιήσει άμεσα η προς ην η εξώδικος. II. Με την εμπλοκή σε πλήθος δικαστικών αγώνων, διεξαχθέντων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, και ποινικών διώξεων κατόπιν εκατέρωθεν μηνύσεων, η αμετάκλητη περάτωση των οποίων δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Πλέον συγκεκριμένα: Με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ../29-12-2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ι. Α. στρεφόμενη κατά της ομόρρυθμης εταιρίας “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 128.740,55 ευρώ, που αποτελεί την αναλογία συμμετοχής της στα κέρδη της εναγομένης για τις διαχειριστικές περιόδους 1/1/2010 31/12/2010, 1/1/2011-31/12/2011 και 1/1/2012-31/12/2012. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 315/2018 απόφασή του δέχθηκε εν όλω ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή κήρυξε δε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση κατά το ποσό των 30.000,00 ευρώ. Με βάση την ανωτέρω προσωρινώς εκτελεστή απόφαση η Ι. Α. επέβαλε συντηρητική κατάσχεση, δια του από 26-11-2018 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου, σε όλους τους εταιρικούς τραπεζικούς λογαριασμούς προς εξασφάλιση της επιδικασθείσας απαίτησής της, μέχρι του ποσού των 166.125,15 ευρώ, αποτελούμενου από κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα. Κατά της άνω υπ’ αριθ. 315/2018 απόφασης η Ε. Α. άσκησε έφεση και την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 435/383/2019 αίτηση αναστολής της επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, με σωρευόμενο αίτημα προσωρινής διαταγής, η οποία χορηγήθηκε στις 15-2-2019 μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως αναστολής στις 1-3-2019, και με την υπ’ αριθ. 857/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η άνω αίτηση αναστολής. Υπό την ισχύ της προσωρινής διαταγής η Ε. Α. ανέλαβε στις 15-2-2019 από τον εταιρικό λογαριασμό της τράπεζας …το ποσό των 175.000,00 ευρώ. Η τελευταία αυτή απόφαση ανακλήθηκε με την υπ’ αριθ. 49/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που περιόρισε τη συντηρητική κατάσχεση σε μόνον ένα λογαριασμό που διατηρεί η ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.” στην Τράπεζα…., μέχρι τού ποσού των 141.137,76 ευρώ, και αποδεσμεύθηκαν οι λοιποί εταιρικοί τραπεζικοί λογαριασμοί. Ακολούθως, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 54/2018 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας η Ά. Α. στρεφόμενη κατά της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣίΑ Ο.Ε,” ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία καθώς και κάθε τρίτος που έλκει τα δικαιώματά του από αυτήν ή κατέχει στο όνομά της, ν’ αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου, όπου στεγάζεται η επιχείρηση φαρμακείου, την 20-11-2021, οπότε λήγει η νόμιμη δωδεκαετής διάρκεια της. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 138/2019 απόφασή του υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρία, καθώς και κάθε τρίτον που έλκει από αυτήν δικαιώματα ή κατέχει στο όνομά της, ν’ αποδώσει στην ενάγουσα το μίσθιο ακίνητο στις 21-11-2021. Εξάλλου, με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 219/2019 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ι. Α. στρεφόμενη κατά της Ε. Α. ζήτησε να της επιτραπεί ο διαχειριστικός έλεγχος της ο.ε. από τους ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές που αναφέρονται στην αίτηση για τις χρήσεις 2013 έως 2018 με ταυτόχρονη υποχρέωση της καθής να θέσει στη διάθεσή τους όλα τα οικονομικά στοιχεία αυτής, να υποχρεωθεί η καθής να ζητήσει από τον Φαρμακευτικό Σύλλογο Πέλλας να καταθέτει εφεξής τα χρήματα που δικαιούται η εταιρία από τον ΕΟΠΥΥ και τα λοιπά ασφαλιστικά ταμεία στον εταιρικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα EUROBANK και να υποχρεωθεί η καθής να επαναφέρει στον τραπεζικό αυτό λογαριασμό τα χρήματα που εισέπραξε από τα ασφαλιστικά ταμεία από το μήνα Φεβρουάριο έτους 2019 και εντεύθεν μέσω του Φ.Σ.Π. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 282/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας με την οποία έγινε δεκτό το δεύτερο αίτημα και υποχρεώθηκε η καθής να ζητήσει από τον Φ.Σ.Π. να καταθέτει τα χρήματα που δικαιούται η εταιρία από τα δικαιώματα του ΕΟΠΥΥ και των λοιπών ασφαλιστικών ταμείων στον εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα EUROBANK, ενώ τα λοιπά αιτήματα απορρίφθηκαν. Στη συνέχεια με την από 28-6-2019 μήνυσή της ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η Ε. Α. απέδωσε: α) στον Ι. Α.. τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, της απάτης στο δικαστήριο και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση, που τέλεσε κατά την ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας κατά τη συζήτηση της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 315/2015 αγωγής, κατά την ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τη συζήτηση της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 435/383/2019 αιτήσεως αναστολής και κατά την υπ’ αριθ. …./28-3-2019 ένορκη βεβαίωση που έδωσε ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χ. Κ. στα πλαίσια της δίκης διανομής της κληρονομιαίας περιουσίας του πατέρα των διαδίκων … Α. και β) στις Ι. Α. και Ά. Α. τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα, στην απάτη στο δικαστήριο και στη συκοφαντική δυσφήμηση που τέλεσε ο Ι. Α., της συκοφαντικής δυσφήμησης και της απάτης στο δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση που τέλεσαν οι ίδιες με το περιεχόμενο των άνω δικογράφων τους και διαδικαστικών εγγράφων, ενώ με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 14/11-2-2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η ομόρρυθμη εταιρία “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, νομίμως εκπροσωπούμενη από την Ε. Α., στρεφόμενη κατά των: Ά. Α., Ι. Α. και Ι. Α.., ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 128.740,55 ευρώ προς αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, και το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, συνιστάμενη στην προσβολή της φήμης της ενάγουσας εταιρίας από τα επικαλούμενα εκ μέρους της Ι. Α. στην ασκηθείσα, υπό την προτροπή της Ά. Α., υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 315/2015 αγωγή της ψευδή περιστατικά ότι διαρρήχθηκαν οι σχέσεις τους με την Ε. Α. πριν από το μήνα Μάιο έτους 2013, ότι δεν εισπράχθηκαν από την Ι. Α. τα κέρδη για τις εταιρικές χρήσεις 2010, 2011 και 2012, ότι η Ά. Α. και η Ι. Α. εκδιώχθηκαν βιαίως από το φαρμακείο, με τη χρήση όπλων, bullying, κακής διαχείρισης, υπεξαίρεσης και διασπάθισης χρημάτων της εταιρίας, και προς στήριξη της άνω αγωγής κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου ενόρκως ως μάρτυρας ο Ι. Α., εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 315/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας με την οποία υποχρεώθηκε η ο.ε. να καταβάλει στην Ι. Α. το ποσό των 128.740,55 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 15/11-2-2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ε. Α. στρεφόμενη κατά των: Ά. Α., Ι. Α. και Ι. Α.., ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, συνιστάμενη στη συκοφαντική της δυσφήμηση, που τέλεσαν οι μεν πρώτη και δεύτερη των εναγομένων ως φυσικοί αλλά και ηθικοί αυτουργοί στις επιμέρους, αντιστοίχως, πράξεις, με την επίκληση εκ μέρους τους σε πλήθος δικογράφων τους των ψευδών περιστατικών της διάρρηξης των σχέσεών τους με την Ε. Α. πριν από το μήνα Μάιο έτους 2013 και της μη διανομής κερδών από την Ά. Α., ο δε τρίτος εναγόμενος ως φυσικός αυτουργός, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του δικαστηρίου ότι η Ά. Α. και η Ι. Α. εκδιώχθηκαν βιαίως από το φαρμακείο, με τη χρήση όπλων, bullying, κακής διαχείρισης, υπεξαίρεσης και διασπάθισης χρημάτων της εταιρίας. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 45/9-3-2020 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ι. Α. στρεφόμενη κατά της Ε. Α. και της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με τη μορφή της ρύθμισης κατάστασης δια της επίδειξης των αιτουμένων εγγράφων και παραστατικών προς ενημέρωση της για την οικονομική πορεία της άνω ο.ε. για τις διαχειριστικές χρήσεις από το έτος 2011 και εφεξής. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 45/2020 απόφαση του απέρριψε την αίτηση λόγω μη συνδρομής κατεπείγουσας περίπτωσης, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι με την ένδικη αίτηση επιχειρείται η επίλυση μίας κατάστασης που έχει εδραιωθεί τουλάχιστον από το έτος 2013, όταν και έλαβε χώρα, κατά τα θεμελιούντα την ιστορική βάση της αιτήσεως πραγματικά περιστατικά, η προσβολή των δικαιωμάτων της αιτούσας. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 19/6-8-2020 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ι. Α. στρεφόμενη κατά της Ε. Α. και της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, ζήτησε τον διορισμό ορκωτών ελεγκτών – λογιστών προς διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου της ο.ε. για τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020, ενώ με την από 12-8-2020 μηνυτήρια αναφορά τους η Ι. Α. και η Ά. Α. ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποδίδουν στην Ε. Α. και στον σύζυγο της Ν. Ν., καθώς και σε κάθε άλλον υπεύθυνο, τις πράξεις: α) της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, σε βάρος της Ι. Α., β) της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος, σε βάρος της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, γ) της παράβασης του νόμου περί όπλων και δ) της απειλής, δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής προς υποστήριξη της κατηγορίας. Με την από 24-11-2020 μήνυσή της ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Έδεσσας η Ε. Α. αποδίδει στις Ι. Α. και Ά. Α. τις πράξεις της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης εις βάρος της κατ’ εξακολούθηση, που τελέσθηκαν με την προαναφερθείσα από 12-8-2020 μηνυτήρια αναφορά τους ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και τέλος με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 107/9-12-2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας η Ε. Α. στρεφόμενη κατά των: Ά. Α. και Ι. Α., ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, συνιστάμενη στη συκοφαντική της δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση εις βάρος της και ψευδορκία, που τέλεσαν οι εναγόμενες με την κατάθεση ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών της προαναφερθείσας από 12-8-2020 μηνυτήριας αναφοράς. Εξάλλου, στον κύκλο των προστριβών και διενέξεων μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες αποτέλεσαν την αιτία οριστικής διάρρηξης των σχέσεων τους, συμπεριέλαβε η Ε. Α. και τους μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ της Ι. Α. ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, υποβάλλοντας τις προαναφερθείσες μηνύσεις κατά του Ι. Α.., και επιδίδοντας προς την Μ. Α. του … στις 12-10-2020 την από 9-10-2020 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, λόγω της ένορκης, μ’ επιμέλεια της Ι. Α., υπ’ αριθ. 13289/7-10-2020 βεβαίωσής της ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χ. Κ., στην οποία εξώδικο η Ε. Α. καλεί την άνω μάρτυρα να “επανορθώσει” εντός 48 ωρών και, όπως κατά λέξη αναγράφεται στην εν λόγω εξώδικο, με προσαρμογή της χρησιμοποιηθείσας προσωπικής αντωνυμίας “να απαντήσει με ένα γράμμα της που θα έχει το γνήσιο της υπογραφής της στα ΚΕΠ με μία ειλικρινή συγνώμη, μία αναγνώριση της παραπλάνησης της από τους επιτήδειους που την πλησίασαν, να γράψει ποιος την έβαλε να πει τέτοια ψέματα … και ότι δεν θα αναμιχθεί ξανά στην αντιδικία που έχουν ανοίξει εναντίον της η μητέρα και η αδελφή της”. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδομήθηκε η σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ των εταίρων, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η συνέχιση, πολύ δε περισσότερο η εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία, της εταιρίας με την συνύπαρξη αμφοτέρων των διαδίκων, οι οποίες από το έτος 2015 και εφεξής επικοινωνούν μόνο με εξώδικους δηλώσεις και δικόγραφα, αποδίδοντας η καθεμία εταίρος αντισυμβατική, υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά στην άλλη, επιπλέον δε η Ι. Α. αποδίδει στην Ε. Α. την άνω συμπεριφορά και αναφορικά με τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων και την οικονομική διαχείριση της εταιρίας, η διατάραξη δε αυτή των σχέσεων τους έχει μόνιμο και εξακολουθητικό χαρακτήρα και δεν διαφαίνεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο βελτίωση αυτών. Ωστόσο, η αδυναμία συνεργασίας των διαδίκων δεν είχε ως επακόλουθο την παράλυση της εταιρίας και την αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού της, παρά τον προσωποπαγή χαρακτήρα της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η εταιρεία είχε ακαθάριστα έσοδα κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2013 ύψους 526.424,30 ευρώ, κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2014 ύψους 500.675,56 ευρώ, κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2015 ύψους 561.911,32 ευρώ, κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2016 ύψους 603.526,18 ευρώ, κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2017 ύψους 533.565,09 ευρώ, κατά την διαχειριστική χρήση έτους 2018 ύψους 559.057,73 ευρώ. Εξάλλου, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας εμφανίζεται σταθερή, δεν οφείλει στο Ελληνικό Δημόσιο και σε ασφαλιστικούς φορείς (βλ. τα υπ’ αριθ. πρωτ. … αποδεικτικά ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο της Α.Α.Δ.Ε., και τις υπ’ αριθ. πρωτ. … βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας του Ε.Φ.Κ.Α.). Ωστόσο, η οξύτητα που υφίσταται στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, το κλίμα καχυποψίας, οι σφοδρές αντιδικίες, οι αντιπαραθέσεις, οι διαταραγμένες και με μόνιμο και εξακολουθητικό χαρακτήρα προσωπικές σχέσεις των διαδίκων εταίρων διαδραματίζουν στην προκειμένη περίπτωση πρωτεύοντα ρόλο στην αντιμετώπιση των εταιρικών υποθέσεων και πορεία της εταιρίας, καθόσον είναι τέτοιας ποιότητας και έντασης που καθιστούν αδύνατη την οργάνωση και εύρυθμη λειτουργία της, ώστε να εκπληρωθεί ο καταστατικός της σκοπός, με τη συνύπαρξη αμφοτέρων των εταίρων. Για την άρση του αδιεξόδου που προκλήθηκε από τις κλονισθείσες ανεπανόρθωτα σχέσεις των διαδίκων εταίρων, δεν απαιτείται η δικαστική λύση της εταιρίας, αλλά, προς ικανοποίηση της αρχής της διατήρησης της επιχείρησης ενεργού,…, απαιτείται ο αποκλεισμός της Ι. Α. από την εταιρία. Στο πόρισμα αυτό κατέληξε το παρόν δικαστήριο αξιολογώντας από τη μία πλευρά τη συμπεριφορά της Ε. Α., η οποία ασχολούνταν αποκλειστικά με τις υποθέσεις της επιχείρησης τού φαρμακείου, σαν να ήταν ο μοναδικός φορέας αυτής, παρέχοντας και την προσωπική της εργασία χωρίς ν’ απαιτεί ιδιαίτερη αμοιβή, ενδιαφερόμενη για την αποδοτικότερη πορεία της, ωστόσο παρέβη την υποχρέωση της ενημέρωσης της συνεταίρου της Ι. Α. για τα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας, ακόμη και όταν υπήρξαν επαρκείς ενδείξεις για την υπαίτια μη συνετή διαχείριση αυτής, και από την άλλη πλευρά τη συμπεριφορά της Ι. Α., η οποία ουδέποτε ασχολήθηκε με τις εταιρικές υποθέσεις, όχι βεβαίως με την έννοια της παροχής της προσωπικής της εργασίας με ή χωρίς αντάλλαγμα, αλλά με αυτήν της εκδήλωσης ενδιαφέροντος έστω και με την απλή παρουσία της στο χώρο της επιχείρησης και ανάληψης καθηκόντων απαραιτήτων για την ανάπτυξη της εταιρικής δράσης, προς ικανοποίηση της αρχής της ισότητας σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων, η οποία διέπει την ομόρρυθμη εταιρία …, στηρίζεται στην αρχή της καλής πίστης και επιβάλλει σε κάθε εταίρο να συμπεριφέρεται όπως κάποιος αναμένει από κάθε έντιμα σκεπτόμενο άνθρωπο … Και, ναι μεν μέχρι και την άνοιξη έτους 2013 σπούδαζε στη Βουλγαρία, ωστόσο και μετά το πέρας των σπουδών της, που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης, εξακολούθησε να αδιαφορεί για τις εταιρικές υποθέσεις, πλην ελάχιστων επισκέψεων που πραγματοποίησε στην Αριδαία, όπως η προαναφερθείσα μηνός Ιουλίου 2013, οπότε βοήθησε στη λειτουργία του φαρμακείου, προκειμένου να λείψει για λίγες ημέρες η Ε. Α. για τις οικογενειακές καλοκαιρινές της διακοπές. Ακόμη και μετά τη λήψη της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, η Ι. Α. συνέχισε να επιδεικνύει συστηματική αδράνεια και αδιαφορία για την εταιρία, και το ενδιαφέρον της περιοριζόταν και εντοπιζόταν μόνο στην είσπραξη των κερδών της, μέχρι τη μετοίκηση της στην Αθήνα. Πέραν των παραπάνω, η Ι. Α. εκδήλωσε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στα συμφέροντα της εταιρίας, κατά παράβαση της βασικής αρχής που διαπνέει το δίκαιο των προσωπικών εταιριών, ήτοι της υποχρέωσης πίστης του εταίρου, ως ειδικότερης εκδήλωσης της γενικής αρχής της καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ, που συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων της εταιρίας και των συνεταίρων του και γενικότερα στη συμβολή του στην προώθηση του εταιρικού σκοπού, με ταυτόχρονη παράλειψη κάθε ενέργειας που αντιτίθεται σε αυτόν. Η υποχρέωση πίστης δεν επιβάλλει βέβαια στους εταίρους να απέχουν από την επιδίωξη του ατομικού τους συμφέροντος, αφού είναι αυτονόητο ότι η συμμετοχή τους στην εταιρία αποσκοπεί καταρχήν στα οικονομικά και άλλα οφέλη που θα αντλήσουν από αυτήν, αλλά επιτάσσει να επιδιώκουν το βέλτιστο συγκερασμό του ατομικού και του κοινού εταιρικού συμφέροντος, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των συνεταίρων τους και της εταιρίας και να επιλέγουν τα αναγκαία, πρόσφορα και κατά περίπτωση, ηπιότερα μέσα προς ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων. Στην προκειμένη υπόθεση, ωστόσο, η Ι. Α. υποστηρίζοντας τη μητέρα της Ά. Α. στον δικαστικό της αγώνα έξωσης της ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε”, παρουσιάσθηκε κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας εξωστικής αγωγής, που άσκησε η Ά. Α. κατά της ο.ε. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, και συναίνεσε στην έγερση της αγωγής αυτής, γεγονός το οποίο σχολιάσθηκε και συμπεριλήφθηκε στα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προς υποστήριξη της αγωγής (βλ. την προσθήκη των προτάσεων της Ά. Α., όπου κατά λέξη αναγράφεται: “Μάλιστα κληθείσα η μικρότερη κόρη μου …… στο ακροατήριο του δικαστηρίου σας από τον δικηγόρο μου……, που ήλθε από την Αθήνα για να στηρίξει την υπόθεσή μου, να απαντήσει αν συμφωνεί για την έγερση της αγωγής σε βάρος της αντιδίκου εταιρίας της οποίας τυγχάνει ομόρρυθμη εταίρος σε ποσοστό 50%, απάντησε ενώπιον σας καταφατικά από τη θέση που καθόταν στο ακροατήριο του δικαστηρίου σας”. Συναίνεσε δηλαδή η Ι. Α., ανεξαρτήτως του εάν αποτελούσε ή όχι αναγκαίο όρο η συναίνεση αυτή για την παραδοχή της αγωγής, να βρεθεί εκτός στέγης η ο.ε., ενώ, αφενός μεν γνώριζε πως κατά την ίδρυση της ο.ε., η Ά. Α., αγοράζοντας το ισόγειο ακίνητο εμβαδού 64,20 τ.μ., δυνάμει του υπ’ αριθ. …/18-2-2005 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Α. Κ. Β., παραχώρησε αυθημερόν τη χρήση αυτού στην ο.ε. “Φ. Ε. Σ.. Α. και ΣΙΑ Ο.Ε.”, χωρίς αντάλλαγμα (βλ. την από 18-2-2005 υπεύθυνη δήλωση της Ά. Α.), αφετέρου δε γνώριζε και αποδέχθηκε ότι η έξωση της εταιρίας θα προκαλούσε κλονισμό στην εύρυθμη λειτουργία αυτής, μεταβολές στο υπάρχον πελατολόγιό της και διόγκωση των βαρών της. Όπως προεκτέθηκε, η υποχρέωση πίστης βαρύνει τον εταίρο μόνο στο μέτρο που δεν οδηγεί σε θυσία των συμφερόντων του, εκείνων που, με βάση τις αρχές της καλής πίστης, μπορεί να επιδιώκει παράλληλα με τα κοινά εταιρικά συμφέροντα…, εν προκειμένω όμως το ατομικό συμφέρον της Ι. Α. συνέπιπτε με το κοινό εταιρικό, συμφέρον παραμονής της ο.ε. στο μίσθιο κατάστημα. Περαιτέρω, η Ι. Α. ισχυρίζεται ότι παραπλανήθηκε και δέχθηκε να ανατεθεί η διαχείριση της ο.ε. στην Ε. Α., ωστόσο, η ανάθεση αυτή επιβαλλόταν από το νόμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επομένως δεν αντιλαμβάνεται το δικαστήριο ποια ήταν η παραπλανητική συμπεριφορά της Ε. Α., η οποία αιτιωδώς οδήγησε στην εξαπάτηση της Ι. Α., ώστε να υπογράψει το ανωτέρω τροποποιητικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ανατέθηκε η διαχείριση της ο.ε. στη μοναδική αδειούχο φαρμακοποιό Ε. Α.. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της Ι. Α. ότι εξαναγκάσθηκε η ίδια και η μητέρα της Ά. Α. σε αποχώρηση τόσο από το χώρο του φαρμακείου όσο και από την πατρική οικία στην ……., κατά το έτος 2009 ή κατά το έτος 2010 ή κατά το έτος 2011, – σημειωτέον ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε από την ίδια αλλά και από την Ά. Α. το ακριβές χρονικό σημείο τής φερόμενης εκδίωξης τους -, κατόπιν άσκησης ψυχολογικής βίας ακόμη και με τη επίδειξη όπλων που έχει στην κατοχή του ο σύζυγος της Ε. Α. Ν. Ν., με την εκμετάλλευση του γεγονότος ότι η ίδια είναι βραχύσωμη, δεν αποδείχθηκε. Αντίκειται, εξάλλου, στους κανόνες της λογικής και στα διδάγματα της κοινής πείρας να έχουν λάβει χώρα τα επικαλούμενα από την Ι. Α. πραγματικά περιστατικά της ακούσιας απομάκρυνσης αυτής και της Ά. Α. από την Αριδαία και να μην καταγγέλλονται άμεσα αυτά, τουναντίον να ακολουθούν επαφές κοινωνικές και επισκέψεις κατ’ οίκον, στα πλαίσια των οποίων ελήφθησαν φωτογραφίες απεικονίζουσες τις διαδίκους με τα τέκνα της Ε. Α. και να ανταλλάσσεται ηλεκτρονική αλληλογραφία αυτών, η οποία ήταν καθόλα φιλική, άνετη, ευγενική και άξιες μνείας είναι: α) η από 19-11-2013 συνομιλία που αναφέρεται στην εφημερία του φαρμακείου στις 27-12-2013 και η αδυναμία μετάβασης της Ε. Α. εκτός Αριδαίας κατά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, οπότε η Ι. Α., ωσάν να μη τη συνέδεε με την επιχείρηση ποσοστό 50%, τη ρωτά “Δεν μπορείς να τη δώσεις αλλού την εφημερία;” και απαντά η … ‘Όχι χρειάζομαι τα λεφτά θέλω να την κάνω”, και β) η από 19-11-2013 συνομιλία που αναφέρεται στη γνωστοποίηση από την Ι. Α. του γεγονότος ότι ο σύντροφος της Μ. Ν. ήλθε από την Κύπρο στη Θεσσαλονίκη για να μείνει μαζί της και ψάχνει για δουλειά, και στην εκδήλωση προθυμίας της Ε. Α. να μάθει με ποιο αντικείμενο ασχολείται, για να του βρει δουλειά. Στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι είναι αναμφισβήτητη η άκρως απεχθής και απάδουσα προς το λειτούργημα δικηγόρου εμφάνιση του συζύγου της Ε. Α. σε φωτογραφίες αναρτημένες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιβαλλόμενου με κάθε φύσης όπλα, είναι επίσης αναμφίβολα προσβλητικά, τραχέα και εξυβριστικά τα κείμενα που ανάρτησε στα ίδια μέσα ο ανωτέρω δικηγόρος σε βάρος της Ι. Α. και της μητέρας της, ωστόσο, δεν συνδέονται όλα τα παραπάνω με την εξεταζόμενη υπόθεση. Τούτο διότι, προεχόντως ανάγονται οι αναρτήσεις αυτές σε μεταγενέστερο του επικαλούμενου από την Ι. Α. χρόνο της φερόμενης εκδίωξης αυτής από την Αριδαία, σε κάθε δε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε τέτοια εκδίωξη και, τέλος, η επιδίωξη ή ο τρόπος επιδίωξης παροχής έννομης προστασίας των θιγέντων από τη συμπεριφορά του συζύγου της Ε. Α. προσώπων δεν συνδέονται με το αντικείμενο της προκείμενης υπόθεσης. Αξιολογώντας και συγκρίνοντας τις ανωτέρω εκδηλωθείσες υπαίτιες και αντισυμβατικές συμπεριφορές των διαδίκων εταίρων το παρόν δικαστήριο καταλήγει στο πόρισμα ότι πρέπει να παραμείνει ενεργός η ο.ε. με την παραμονή σ’ αυτήν της Ε. Α., η οποία από της σύστασής της μέχρι σήμερα απασχολείται αποκλειστικά με τις υποθέσεις της, παρέχοντας και την προσωπική της εργασία χωρίς ν’ απαιτήσει αμοιβή, ειδικότερα δε από το θέρος του έτους 2013 και εφεξής, ωσάν να ήταν ο αποκλειστικός φορέας τής υπόψη επιχείρησης και να προκριθεί ο αποκλεισμός της Ι. Α., στο πρόσωπο της οποίας συντρέχει σπουδαίος λόγος, συνιστάμενος στην παράβαση της υποχρέωσης της πίστης προς την εταιρία, τόσο κατά το θετικό της περιεχόμενο διενέργειας οτιδήποτε τείνει στην πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού, αφού επέδειξε καθόλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της εταιρίας πλήρη συστηματική αδιαφορία για τις υποθέσεις αυτής και την ανοδική της πορεία, πλην αυτών της είσπραξης των κερδών, όσο και κατά το αρνητικό της περιεχόμενο απαγόρευσης διενέργειας οτιδήποτε παρεμποδίζει την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού, αφού υποστήριξε ενεργά την έξωση της εταιρίας, η οποία εικονικά μόνον όφειλε μίσθωμα, με την εντεύθεν συνέπεια του κλονισμού της εύρυθμης λειτουργίας της με την επιβάρυνση αυτής τόσο χρονική προς ανεύρεση νέου ακινήτου, όσο και οικονομική λόγω της καταβολής πλέον πραγματικά μισθώματος και της δημιουργίας πελατολογίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερομένων στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεων και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως όλως αβασίμως διατείνεται η έκκαλούσα με τους λόγους της κρινόμενης έφεσης, η οποία κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, με την προβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη της έφεση της αναιρεσείουσας. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή, των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 259 παρ. 1, εδάφ. δ’ και 263 του Ν. 4072/2012, διέλαβε δε στην προσβαλλομένη απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα του αποκλεισμού της αναιρεσείουσας από την ομόρρυθμη εταιρεία. Ειδικότερα, στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά τις ως άνω παραδοχές αυτής, αναφέρεται α) ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι που καθιστούν επαχθή τη συνέχιση και την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας με την συνύπαρξη όλων των εταίρων β) ότι οι σπουδαίοι λόγοι αφορούν το πρόσωπο της αναιρεσείουσας, η οποία με τις περιγραφόμενες αναλυτικώς ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις της παραβίασε την υποχρέωση πίστεως προς την εταιρεία και γ) ότι η εταιρεία είναι βιώσιμη και ο σκοπός της εφικτός και το πρόβλημα της δυσλειτουργίας μπορεί να υπερκερασθεί με την αναγκαστική αποχώρηση (αποκλεισμό) της αναιρεσείουσας, ενώ η αναιρεσίβλητη επιθυμεί τη διατήρηση της επιχειρήσεως και τη συνέχιση της λειτουργίας της. Επομένως, στην προσβαλλομένη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής σπουδαίων λόγων που καθιστούν επαχθή την συνέχιση και την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας με τη συνύπαρξη όλων των εταίρων, ότι οι σπουδαίοι λόγοι αφορούν το πρόσωπο της αναιρεσείουσας, η οποία με τις περιγραφόμενες ανωτέρω αναλυτικώς πράξεις και παραλείψεις της παραβίασε την υποχρέωση πίστεως προς την εταιρεία και ότι η εταιρεία είναι βιώσιμη και ο σκοπός της εφικτός και το πρόβλημα της δυσλειτουργίας μπορεί να υπερκερασθεί με την αναγκαστική αποχώρηση (αποκλεισμό) της αναιρεσείουσας, αφού η αναιρεσίβλητη επιθυμεί την διατήρηση της επιχειρήσεως και τη συνέχιση της λειτουργίας της, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με την αξιολόγηση των προαναφερθέντων περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού διαλαμβάνονται πλήρεις αιτιολογίες, όσον αφορά την αιτία αποκλεισμού της αναιρεσείουσας. Επίσης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών διότι οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλομένη ς απόφασης στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την ύπαρξη σπουδαίου λόγου και τον αποκλεισμό της αναιρεσείουσας από την εταιρία. Επομένως, οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές δε αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που διαλαμβάνονται στους τέταρτο έως και εικοστό δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως νομίμου βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών (άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ), και δη οι αιτιάσεις: I) με τους τέταρτο, πέμπτο, έκτο και ένατο λόγους ότι η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε: 1) αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι ουδέποτε ασχολήθηκε (η αναιρεσείουσα) με τις εταιρικές υποθέσεις, έστω και με απλή παρουσία στο χώρο της επιχείρησης καθώς επίσης ότι και μετά το πέρας των σπουδών της στη Θεσσαλονίκη εξακολούθησε να αδιαφορεί για τις εταιρικές υποθέσεις, παράλληλα δέχθηκε ότι, παρά την απουσία της και την αδιαφορία για τις εταιρικές υποθέσεις διαταράχθηκαν και κλονίστηκαν οι σχέσεις διαδίκων, εξαιτίας δε της διατάραξης αυτής προκλήθηκε αδιέξοδο ως προς τη λειτουργία της εταιρίας και ότι για την άρση του αδιεξόδου αυτού απαιτείται ο αποκλεισμός της (της αναιρεσείουσας) από την εταιρία, 2) ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι αιτία της διατάραξης των σχέσεών της με την αντίδικο αδελφή της υπήρξε η μη ενασχόλησή της από το έτος 2005 με τις εταιρικές υποθέσεις, λόγω απουσίας της από την Αριδαία, παρά ταύτα, έκρινε ότι, η διατάραξη των σχέσεών τους επήλθε το έτος 2015, 3) αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι εξαιτίας της διατάραξης των σχέσεων των διαδίκων είναι αδύνατη η συνέχιση πολύ δε περισσότερο η εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία της εταιρίας και ότι οι διαταραγμένες σχέσεις αυτών καθιστούν αδύνατη την οργάνωση και εύρυθμη λειτουργία της εταιρίας, ώστε να εκπληρωθεί ο καταστατικός σκοπός της, παράλληλα δέχθηκε ότι, η αδυναμία συνεργασίας των διαδίκων δεν είχε ως επακόλουθο την διάλυση της εταιρίας και την αδυναμία εκπληρώσεως του σκοπού της παρά τον προσωποπαγή χαρακτήρα της, δοθέντος ότι εμφανίζει (η εταιρία) λίαν υψηλά έσοδα, σταθερή οικονομική κατάσταση και έλλειψη χρεών και οφειλών, II) με τους έβδομο, όγδοο, δέκατο και ενδέκατο λόγους ότι η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε: 1) αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη παρέβη τη νόμιμη υποχρέωσή της προς ενημέρωσή της (αναιρεσείουσας) όσον αφορά τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας και την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, καθώς επίσης, ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για την υπαίτια μη συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων εκ μέρους αυτής (αναιρεσίβλητης), παρά ταύτα, έκρινε ότι, για τη διαχείριση της επιχειρήσεως, επιβάλλεται ο αποκλεισμός της ίδιας (αναιρεσείουσας) από την εταιρεία και όχι της αναιρεσίβλητης, 2) αντιφατικές αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν κατέθετε τις εισπράξεις της εταιρείας στον εταιρικό λογαριασμό, όπως όφειλε, αλλά σε ατομικούς της λογαριασμούς, δεν της κατέβαλε το μερίδιό της από τα κέρδη της εταιρείας της περιόδου 1-1-2010/31-12-2012, ποσού 128.740,55 ευρώ, δεν συμμορφώθηκε με την υπ’ αριθμ. 315/2018 δικαστική απόφαση, με την οποία της επιδικάσθηκε το παραπάνω ποσό, ότι η αναιρεσίβλητη, παρά την επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση, στις 15-2-2019, προέβη σε ανάληψη ποσού 175.000 ευρώ εκ των συντηρητικώς κατασχεθέντων χρημάτων, καθώς επίσης ότι με την υπ’ αριθμ. 282/2019 δικαστική απόφαση υποχρεώθηκε να καταθέτει τις εισπράξεις της εταιρείας από τον ΕΟΠΥΥ σε εταιρικό λογαριασμό, αντί του προσωπικού αυτής λογαριασμού, στον οποίο μέχρι τότε κατέθετε αυτές, παρά ταύτα, έκρινε ότι, για τη διαχείριση της επιχειρήσεως, επιβάλλεται ο αποκλεισμός από την εταιρεία της ιδίας (αναιρεσείουσας) και όχι της αναιρεσίβλητης, 3) ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι δεν αιτιολογεί γιατί η απουσία της από το 2005 δεν ήταν επιζήμια για την εταιρεία μέχρι το 2015 κατέστη δε τέτοια από το έτος 2015 και εντεύθεν ούτε αναφέρει ποιες είναι οι επιζήμιες συνέπειες από τη συμμετοχή της στην εταιρεία, οι οποίες θα αποτραπούν με την αποβολή της από αυτήν, III) με τους δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο, δέκατο έβδομο λόγους ότι η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, διότι ενώ δέχθηκε ότι η συναίνεσή της προς άσκηση αγωγής εξώσεως της επιχειρήσεως από το ακίνητο, λόγω λήξεως της διάρκειας της μισθώσεως δεν ασκούσε έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής, ούτε αποτελούσε αναγκαίο όρο για την παραδοχή της αγωγής εξώσεως, εντούτοις δέχθηκε ότι η ενέργειά της αυτή είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της εταιρίας, ότι γνώριζε και αποδέχθηκε ότι η έξωση της εταιρείας λόγω παραδοχής της αγωγής εξώσεως, θα προκαλούσε κλονισμό στην εύρυθμη λειτουργία της εταιρίας, μεταβολές στο πελατολόγιο της και διόγκωση των βαρών της, ενώ η διάρκεια της μισθώσεως του φαρμακείου έληγε, ούτως ή άλλως, στις 20-11-2021, ημερομηνία κατά την οποία διατάχθηκε η απόδοση της χρήσεως του μισθίου από το Ειρηνοδικείο Αλμωπίας και IV) με τους δέκατο όγδοο, δέκατο ένατο, εικοστό, εικοστό πρώτο και εικοστό δεύτερο λόγους ότι η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες, διότι σε άλλο σημείο της ελάσσονος προτάσεώς της αναφέρει ότι η εξωστική αγωγή της μητέρας της ασκήθηκε λόγω λήξεως του χρόνου της διάρκειας της μισθώσεως και σε άλλο ότι ασκήθηκε λόγω οφειλής μισθωμάτων από την εταιρεία, διότι δεν αναφέρει ότι η αιτία αποχωρήσεώς της από την Αριδαία είναι η συμπεριφορά απέναντι της του συζύγου της αναιρεσίβλητης, διότι σε ένα σημείο της ελάσσονος προτάσεώς της δέχεται τους ισχυρισμούς της μητέρας της ότι παρέμεινε στο φαρμακείο μέχρι το 2009 και ότι τα τελευταία 20 χρόνια, με αφετηρία προς τα πίσω το 2011, απασχολείτο στο φαρμακείο, διότι δεν αναφέρει γιατί, αφού η αναιρεσίβλητη ήταν διαχειρίστρια της εταιρείας, οι παραπάνω συναφείς με την διαχειριστική της αυτή ιδιότητα εργασίες στην εταιρεία την καθιστούσαν καταλληλότερη έναντι αυτής για τη συνέχιση της εταιρείας και δεν δικαιολογεί επαρκώς γιατί, αφού σπούδαζε από τις 24-9-2003 μέχρι και 30-4-2015 στην Θεσσαλονίκη και στην Βουλγαρία, πώς θα μπορούσε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην εταιρεία κατά την διάρκεια των σπουδών της, είναι απαράδεκτες, διότι αποτελούν επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, τα οποία αφορούν την πληρέστερη, κατά την άποψη της, ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, και, υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. πλήττεται η ανέλεγκτη περί των πραγμάτων εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο ουσίας (άρθρ. 561 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ). Απορριπτέος, επίσης κρίνεται, για τους ίδιους ως άνω λόγους και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., με την επίκληση ότι δεν θεωρήθηκε νομικώς σημαντική η ιδιοποίηση από την αναιρεσίβλητη όλων των κερδών και των εσόδων από το 2010 μέχρι το 2020, δεν θεωρήθηκε ότι αντιβαίνει στα συμφέροντα της εταιρείας η ενέργεια της αναιρεσίβλητης τα χρήματα από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς να κατατίθενται σε προσωπικό της τραπεζικό λογαριασμό και όχι στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας και αξιολόγησε εσφαλμένως τη στάση της έναντι της εξωστικής αγωγής της μητέρας τους κατά της επιχειρήσεως του φαρμακείου. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 20 Κ.Πολ.Δ. αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε λανθασμένη ανάγνωση αποδίδοντας σε έγγραφο αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. Κ.Πολ.Δ. περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και κατέληξε σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα ως προς τα πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο ύστερα από ορθή ανάγνωση του εγγράφου προβαίνει σε εκτίμηση του περιεχομένου του διαφορετική από εκείνη του αναιρεσείοντος, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (Ολ. ΑΠ 1/1999). Για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αριθμ. 20 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος κατά τον οποίο το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού εγγράφου, πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο ποια έγγραφα παραμορφώθηκαν και περαιτέρω το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, εκείνο που εξέλαβε ως περιεχόμενο του το Εφετείο, ώστε από τη σύγκρισή τους να κριθεί αν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ανέγνωσε το έγγραφο και συνεπεία της εσφαλμένης αναγνώσεώς του δέχθηκε πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο (Α.Π. 188/2018, Α.Π. 328/2008). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον εικοστό τρίτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., προβάλλει ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από Ιούλιο του 2013 χειρογράφου σημειώματος, που τήρησαν τα διάδικα μέρη και η μητέρα αυτών Ά. Α., όπου εκάστη καταχώρησε πρόχειρες σημειώσεις αναφορικώς με τη κίνηση του φαρμακείου, δεχόμενο ότι η μητέρα αυτών σημείωσε την κίνηση του φαρμακείου τις ημέρες της 8ης, 9ης, 10ης, 11ης και 12ης Ιουλίου 2013. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο το πλήρες περιεχόμενο του φερομένου ως παραμορφωθέντος εγγράφου.

Περαιτέρω ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν ουσιαστικό ή δικονομικό δικαίωμα, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση (Ολ. Α.Π. 3/1997). Δεν είναι “πράγματα”, όμως με την πιο πάνω έννοια, η άρνηση της αγωγής ή ένστασης, αιτιολογημένη ή όχι και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. Α.Π. 469/1984, Α.Π. 2176/2009). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996, Α.Π. 780/2015, Α.Π. 89/2013). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τους εικοστό τέταρτο και εικοστό πέμπτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ., και, ειδικότερα, ότι α) δέχθηκε ότι η δίκη διεξάγεται μεταξύ αντιδίκων αδελφών ατομικώς και όχι υπό τις ιδιότητες των ως ομορρύθμων μελών της εταιρείας και β) δεν έλαβε υπ’ όψιν τον ισχυρισμό της ότι εκδιώχθηκε από το φαρμακείο της εταιρείας και από την Αριδαία, αναγκασμένη να ζει εξόριστη στην Αθήνα, από την αναιρεσίβλητη αδελφή της, επειδή η τελευταία, λόγω της βίας, των εκβιασμών και των απειλών κατά της ζωής της και της σωματικής ακεραιότητάς της με όπλα, που μετέρχονταν εναντίον της και εναντίον της μητέρας τους, των ύβρεων και των παντοειδών πιέσεών της, την εξανάγκασε, προκειμένου να προστατευθεί, να φύγει, παρά την θέλησή της από το φαρμακείο και το σπίτι της στην Αριδαία, αφήνοντας τεράστια περιουσία και να εγκατασταθεί μαζί με την μητέρα της στην Αθήνα, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, αν δεν είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω. Επικουρικώς δε, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό της αυτόν σιωπηρώς, χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλομένη απόφαση σχετική αιτιολογία. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι δεν αποτελούν πράγματα οι διηγηματικώς αναφερόμενες ιδιότητες των διαδίκων συγγενών και ομορρύθμων εταίρων ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί σε κάθε δε περίπτωση και αβάσιμοι, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έκρινε επί διαφοράς εταίρων και περαιτέρω ερεύνησε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας όσον αφορά τις αιτιάσεις της, περί εξαναγκασμού της να απομακρυνθεί από το φαρμακείο και την οικία της στην Αριδαία και τους απέρριψε ρητώς.

Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναιρέσεως, αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών, για το αν πράγματι λήφθηκαν υπ’ όψιν από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι προσκόμισαν μετ’ επικλήσεως, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπ’ όψιν του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς, βεβαίως, να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 993/2022, Α.Π. 979/2017). Δεν αποκλείεται ο λόγος αυτός να στοιχειοθετείται και στην περίπτωση, κατά την οποία, αν και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται ειδική μνεία ορισμένου αποδεικτικού μέσου, ωστόσο από το περιεχόμενο της αποφάσεως γεννώνται αμφιβολίες αν αυτό πράγματι λήφθηκε υπ’ όψιν (Ολ. Α.Π. 2/2008, Α.Π. 993/2022, Α.Π. 87/2021, Α.Π. 1.911/2006).

Με τον τρίτο και τελευταίο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559, αριθμ. 11, περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από το Εφετείο τα από 19-1-2014, 24-1-2014 και 29- 1-2014 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων. Από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία, δηλαδή καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα τα οποία συνεκτίμησε μαζί με όλες τις λοιπές αποδείξεις. Μάλιστα, έχει διαλάβει ειδική αναφορά: α) στην από 19-11-2013 συνομιλία που αναφέρεται στην εφημερία του φαρμακείου στις 27-12-2013 και την αδυναμία μετάβασης της αναιρεσίβλητης εκτός Αριδαίας κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και β) στην από 19-11-2013 συνομιλία που αναφέρεται στη γνωστοποίηση από την αναιρεσείουσα του γεγονότος ότι ο σύντροφος της Μ. Ν. ήλθε από την Κύπρο στη Θεσσαλονίκη για να διαμείνει μαζί της και αναζητεί εργασία και στην εκδήλωση προθυμίας της αναιρεσίβλητης να πληροφορηθεί το αντικείμενο απασχόλησής του, προς εξεύρεση εργασίας, με τα οποία εξήρε εκείνα, από τα οποία αποδεικνύεται η φιλική σχέση μεταξύ τους. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί η τελευταία, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το βάσιμο, περί τούτου αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα, ειδικότερα, οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 29-6- 2021 αίτηση αναιρέσεως και τους από 1-7- 2022 προσθέτους λόγους αυτής κατά της υπ’ αριθμ. 1005/2021 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και τους προσθέτους λόγους αυτής κατά της άνω αποφάσεως.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του, καταβληθέντος από την αναιρεσείουσα, παραβόλου.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700€). ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2023.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»

ΠΗΓΗ: www.areiospagos.gr