(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Αξίωση διατροφής. Εφόσον υφίσταται παράπτωμα του του ενάγοντος συζύγου, που συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του. Στη σχετική ένσταση του εναγόμενου πρέπει προσδιορίζεται το ποσού της οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής. Δικαστική πληρεξουσιότητα χορηγηθείσα με δήλωση του διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά της δίκης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δικάζει διαφορά από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, για τις οποίες απαιτείται συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα. Αφορά τη δίκη στο δικαστήριο αυτό και δεν περιλαμβάνει πληρεξουσιότητα για τη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εκτός αν αναφέρεται ρητώς το αντίθετο. Δίκη διατροφής. Δεν περιλαμβάνεται στις γαμικές διαφορές. Για τη δικαστική πληρεξουσιότητα αρκεί ιδιωτικό έγγραφο. Ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση. Χρόνος προβολής αυτοτελών ισχυρισμών. Αριθμητικός περιορισμός ενόρκων βεβαιώσεων. Ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει, όπως επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ή ανταγωγής. Αναιρεί εν μέρει την 484/2019 ΕΦ ΘΕΣΣ (ΜΟΝ).
Αριθμός 666/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Μαρία Ανδρικοπούλου και Αγαθή Δερέ – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: .., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζαφείρα Μπαϊκούση -Κάτσιου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: .., κατοίκου … . Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αδάμ Αγγελόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 15-6-2016 και 21-07-2016 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου και της ήδη αναιρεσείουσας, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16023/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 484/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-03-2019 αίτησή της και τους από 7-01-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την επιτρεπτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει η ακόλουθη διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης: Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκαν από τους διαδίκους της παρούσας δίκης α) η από 15-6-2016 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, με την οποία ζήτησε τη λύση του γάμου του με την εναγόμενη – αναιρεσείουσα, επικαλούμενος ότι βρίσκονται σε διάσταση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, και β) η από 21-7-2016 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία ζήτησε αφενός μεν τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο, επικαλούμενη κλονιστικά γεγονότα της έγγαμης συμβίωσής τους από υπαιτιότητα του εναγόμενου, αφετέρου δε την καταβολή ποσού 1.500,00 ευρώ, ως μηνιαία διατροφή της, για το χρονικό διάστημα μίας διετίας από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως. Επί των ανωτέρω αγωγών που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η με αριθμ. 16023/2017 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία: α) απορρίφθηκε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη η αγωγή του αναιρεσιβλήτου, β) έγινε δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη η αγωγή διαζυγίου της αναιρεσείουσας και απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, και γ) έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη η σωρευθείσα στο ίδιο ως άνω δικόγραφο αγωγή διατροφής της αναιρεσείουσας. Επί της εφέσεως και των προσθέτων λόγων που άσκησε ο αναιρεσείων, εκδόθηκε η απόφαση 484/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσιβλήτου, έγινε δεκτή η αγωγή διαζυγίου της αναιρεσείουσας και, επίσης, έγινε εν μέρει δεκτή η σωρευθείσα αγωγή περί διατροφής της αναιρεσείουσας, αφού κρίθηκε ως κατ` ουσίαν βάσιμη η ένσταση του αναιρεσιβλήτου περί στοιχειώδους διατροφής αυτής, ενώ υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να επιστρέψει στον αναιρεσίβλητο το καταβληθέν σ` αυτήν ποσό των 7.218,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης, λόγω επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Την απόφαση αυτή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προσβάλλει η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ. 2 και 578 ΚΠολΔ αναίρεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρ. 68 ΚΠολΔ, το οποίο επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο και να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Το συμφέρον είναι δυνατόν να υπάρξει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, συγκεκριμένα αν απ` αυτήν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, δηλαδή αν η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου σ` αυτήν προσόντα διατακτικού, οπότε δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση αυτής της απόφασης μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της (ΑΠ 22/2020, ΑΠ 546/2018, ΑΠ 598/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου, αν η μία απ` αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, ο διάδικος του οποίου η αγωγή έγινε δεκτή δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αναίρεση και να ζητήσει την εξαφάνιση της απόφασης με σκοπό να εξαφανισθούν βλαπτικές γι` αυτόν εσφαλμένες αιτιολογίες που αφορούν δική του συμπεριφορά κλονιστική, αφού η λύση του γάμου έχει ήδη επέλθει και το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά (ΑΠ 6/2018, ΑΠ 1055/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της, ήτοι και κατά το μέρος αυτής για τις αγωγές διαζυγίου κατά το οποίο νίκησε, χωρίς όμως να προσδιορίζει στο αναιρετήριο και στους πρόσθετους λόγους το έννομο συμφέρον της, κατά το μέρος αυτό, και χωρίς να επικαλείται, αν πρόκειται για αιτιολογία της απόφασης από την οποία βλάπτεται. Επομένως, πρέπει η αίτηση μετά των προσθέτων λόγων, κατά το μέρος που στρέφονται κατά των κεφαλαίων της προσβαλλόμενης απόφασης, που αφορούν τις αγωγές διαζυγίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Κατά το μέρος, όμως, που αφορά τις διατάξεις της προσβαλλόμενης, με τις οποίες η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, ήτοι κατά το μέρος κατά το οποίο, απορρίφθηκε εν μέρει η σωρευθείσα αγωγή διατροφής, κατόπιν παραδοχής ως κατ` ουσίαν βάσιμης της ένστασης του εναγόμενου περί ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής αυτής, επειδή συνέτρεχε βάσιμος λόγος διαζυγίου, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ. α` ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 684/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης της αίτησης αναίρεσης ορίστηκε η δικάσιμος της 22-2-2021, η δε αιτούσα άσκησε προσθέτους λόγους με το από 7-1-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 12-1-2021 και επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσίβλητο στις 15-1-2021 (βλ. την με αριθμ. ../15-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης …), δηλαδή τριάντα ημέρες πριν την ορισθείσα ως άνω αρχική δικάσιμο. Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτοί και πρέπει να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ. 1, 569 ΚΠολΔ) με την αίτηση αναίρεσης, καθό μέρος κρίθηκε αυτή παραδεκτή, και να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104, 105 και 576 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, διοριζόμενο με τον τύπο που ορίζει ο νόμος. Επομένως, αν κατά τη συζήτηση μιας πολιτικής υπόθεσης ο πληρεξούσιος διαδίκου εμφανίζεται στο δικαστήριο, αλλά δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, την οποία αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός δεν μετέχει νομίμως στη δίκη και θεωρείται δικονομικώς απών (ΑΠ 1601/2017, ΑΠ 1695/2017, ΑΠ 1540/2017). Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (Ολομ. ΑΠ 13/2008, ΑΠ 1601/2017), αφού η έλλειψη της πληρεξουσιότητας συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση και άνευ ετέρου, την ακυρότητα όλων των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρήθηκαν χωρίς τη συνδρομή της (ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 211/2018). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 96 του ΚΠολΔ η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα δε μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων (παρ. 1), ενώ κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση (παρ. 3). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΚΠολΔ η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά, α) το δικαίωμα να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας, καθώς και να διεξαχθεί δίκη που αφορά γαμικές διαφορές ή σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους, παύει δε, κατά το άρθρο 100 ΚΠολΔ η πληρεξουσιότητα: 1)…, 2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη για την οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα, 3)…, 4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 592 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση, οι διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, και οι λοιπές οικογενειακές διαφορές που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, αφορούν δε οι γαμικές διαφορές: α) το διαζύγιο, β) την ακύρωση γάμου, γ) την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου, δ) τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, εκτός από τις υπαγόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού (παρ. 1), και οι λοιπές οικογενειακές διαφορές: α) τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας,…, β) …, γ) …., δ) …(παρ. 3).
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατ` άρθρο 96 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με δήλωση του διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά της δίκης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει διαφορά από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, για τις οποίες απαιτείται συμβολαιογραφική πληρεξουσιότητα, αφορά τη δικαστική πληρεξουσιότητα στη δίκη στο δικαστήριο αυτό και μέχρι το πέρας αυτής με την έκδοση οριστικής απόφασης, και δεν περιλαμβάνει δικαστική πληρεξουσιότητα για εκπροσώπησή του στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, όπως ισχύει για τη γενική πληρεξουσιότητα (άρθρ. 97 ΚΠολΔ), εκτός αν αναφέρεται ρητά ότι περιλαμβάνει και την εκπροσώπησή του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Στις γαμικές διαφορές περιλαμβάνεται η δίκη διαζυγίου (ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 1060/2010), όχι όμως και η δίκη διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, που αποτελεί οικογενειακή διαφορά, για τη δικαστική πληρεξουσιότητα της οποίας αρκεί ιδιωτικό έγγραφο με υπογραφή εκείνου που την παρέχει, εφόσον η υπογραφή βεβαιώνεται, πλην άλλων, από δικηγόρο. Οι διαφορές, πάντως, του άρθρου 592 αρ. 3 (οικογενειακές διαφορές) μπορούν να σωρευτούν με τις διαφορές του αρ. 1 του ίδιου άρθρου (γαμικές διαφορές), σύμφωνα με το άρθρο 610 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Με τον παραπάνω, από το αρθ. 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγο ελέγχονται πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης των ενδίκων μέσων (ΑΠ 933/2014 ΑΠ 371/08) καθώς και των προσθέτων λόγων έφεσης (Ολ.ΑΠ 2091/1986, ΑΠ 435/2019, ΑΠ 750/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το πρώτο σκέλος αυτών, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την παράσταση του δικηγόρου του αναιρεσιβλήτου και όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από αυτόν, επικαλούμενη ότι ο δικηγόρος .., που εκπροσώπησε τον ήδη αναιρεσίβλητο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τη συζήτηση, στις 25-1-2019, της έφεσης και του πρόσθετου λόγου αυτής κατά της με αριθμ. 16023/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των γαμικών διαφορών, εστερείτο της ειδικής πληρεξουσιότητας που προβλέπεται από το νόμο, αφού παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, χωρίς να προσκομίσει πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφική πράξη αλλά ιδιωτικό έγγραφο – πληρεξούσιο με βεβαίωση του γνησίου υπογραφής από δικηγόρο, και παρόλο που η ίδια πρόβαλε την έλλειψη συμβολαιογραφικής πληρεξουσιότητας με την προσθήκη – αντίκρουσή της, στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης διαλαμβάνεται ότι ο προαναφερθείς δικηγόρος ήταν εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο (άρθρ. 96, 98 ΚΠολΔ) και στο διατακτικό ότι η δίκη έγινε αντιμωλία των διαδίκων, ήτοι ότι εκδικάστηκε η υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων, ενώ έπρεπε να δικάσει ερήμην του εκκαλούντος και να απορρίψει την έφεσή του, μετά του προσθέτου αυτής λόγου, ως ανυποστήρικτη, ήτοι ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Οι ανωτέρω λόγοι, κατά το ερευνώμενο μέρος της αίτησης αναίρεσης, ήτοι κατά το μέρος που ηττήθηκε η αναιρεσείουσα με την παραδοχή ως κατ` ουσίαν βάσιμης της ένστασης του αναιρεσιβλήτου περί ελαττωμένης διατροφής, που αποτελεί σωρευθείσα στην αγωγή διαζυγίου οικογενειακή διαφορά, είναι απαράδεκτοι ως στηριζόμενοι επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι και επί διαφοράς οικογενειακού δικαίου, όπως η ένδικη διαφορά διατροφής, είναι αναγκαία η ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας με συμβολαιογραφικό έγγραφο προς εκπροσώπηση του αναιρεσιβλήτου, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμοι, αφού η αναιρεσείουσα επικαλείται, κατά τα ανωτέρω, την προσκομιδή από τον αναιρεσίβλητο στο εφετείο ιδιωτικού εγγράφου με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από δικηγόρο, που αρκεί για την δικαστική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου επί της συγκεκριμένης διαφοράς οικογενειακού δικαίου και, συνεπώς, το Εφετείο δεν παρέλειψε να κηρύξει άκυρη την παράσταση του δικηγόρου του εκκαλούντος – αναιρεσιβλήτου. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 β` του ΚΠολΔ “αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, “πράγματα” θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν ή παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, που δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 618/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ίδιο ως άνω πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη την νομίμως και παραδεκτώς προβληθείσα από την εφεσίβλητη αναιρεσείουσα ένσταση περί ελλείψεως ειδικής πληρεξουσιότητας του παραστάντος δικηγόρου του εκκαλούντος, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εφόσον, όμως, κατά τα προαναφερθέντα, ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος προσκόμισε προς απόδειξη της πληρεξουσιότητάς του ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του εκκαλούντος από δικηγόρο, ο προβληθείς από την εφεσίβλητη – αναιρεσείουσα σχετικός ισχυρισμός ήταν αβάσιμος και άρα μη ουσιώδης και, ως εκ τούτου, το Εφετείο που τον αγνόησε δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο προκείμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικού δικαίου που ρυθμίζουν τη διαδικασία (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 1069/2017). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμ. 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, λόγω παντελούς έλλειψης αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη ή μη ειδικής δικαστικής πληρεξουσιότητας στον παρασταθέντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικηγόρο, την ανυπαρξία της οποία πρότεινε με την προσθήκη – αντίκρουσή του, λόγω μη προσκόμισης συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου για τη διεξαγωγή της δίκης στο εφετείο, είναι απαράδεκτος, διότι γίνεται επίκληση παράβασης δικονομικών διατάξεων (άρθρ. 94-98 ΚΠολΔ), οι οποίες δεν ελέγχονται αναιρετικά ως προς την πληρότητα των αιτιολογιών της εφαρμογής ή μη εφαρμογής τους με το παραπάνω λόγο. Από τις διατάξεις των άρθρων 1389 – 1392 εδ. 2, 1495 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη αιτία στο πρόσωπό του διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο. Όμως, στην περίπτωση, που υφίσταται παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής, που συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ` αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) μετά από ένσταση του εναγόμενου, για την πληρότητα της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 616/2020, ΑΠ 873/2017, ΑΠ 1028/2013). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση την ανωτέρω καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα, από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιό δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 194/2021, ΑΠ 782/2019, ΑΠ 226/2016). Επίσης, από το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να αναφέρονται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 532 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στους πρόσθετους λόγους έφεσης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Ως “κεφάλαιο”, κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, νοείται κάθε οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και την βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις, που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού (ΑΠ 1047/2021, ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1543/2007) και όχι τα διάφορα νομικά και πραγματικά ζητήματα, για τα οποία έκρινε (ΑΠ 1037/2019, ΑΠ 249/2016, ΑΠ 671/2003). Αναγκαίως συνεχόμενα είναι τα κεφάλαια που αφορούν τα παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 569/2017).
Περαιτέρω, με τον από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγο ελέγχεται, πλην άλλων, όπως ήδη εκτέθηκε, και το παραδεκτό των προσθέτων λόγων έφεσης (ΑΠ 435/2019, ΑΠ 750/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Με την από 21-7-2016 αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, την καταβολή ποσού 1.500,00 ευρώ, ως μηνιαία διατροφή της, για το χρονικό διάστημα μίας διετίας από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, στις 7-4-2017, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο εναγόμενος, σε σχέση με την αγωγή διατροφής, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πρόβαλε την ένσταση καταβολής ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής, στο ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, την οποία ανέπτυξε με τις προτάσεις του, τις οποίες κατέθεσε στην έδρα, αναφέροντας (στη σελ 15) τα εξής:.”…
Επειδή κατά τα εκτεθέντα αναλυτικώς ανωτέρω, η αντίδικος υπέπεσε σε παραπτώματα, που συνιστούν λόγο διαζυγίου, καθώς κατά το παρελθόν διατηρούσε κατά διαστήματα εξωσυζυγικές σχέσεις, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκα από άτομο του στενού οικογενειακού μας κύκλου και μάλιστα στενή φίλη της συζύγου, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρησή μου από τη συζυγική μας οικία. Προφανώς η φίλη της αντιδίκου, με την οποία δεν διατηρεί τα τελευταία χρόνια σχέσεις, ανέμενε την κατάληξη αυτή στη σχέση μας κι έσπευσε να με ενημερώσει για τα παραστρατήματα της ενάγουσας. Τα άτομα, με τα οποία διατηρούσε η αντίδικος σχέση, ανήκαν επίσης στον στενότερο κοινωνικό μας περίγυρο και οι σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, τα οποία φαντάζουν απίστευτα πλην όμως ήταν αληθινά. Επειδή κατά τα προεκτεθέντα η σύζυγός μου και “δικαιούχος” διατροφής έχει υποπέσει σε παράπτωμα που αποτελεί υπαίτιο λόγο διαζυγίου, δέον επέλθει ως συνέπεια η επιδίκαση σ` αυτήν ελαττωμένης διατροφής σύμφωνα με το άρθρο 1392 εδ. ΑΚ, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 100 ευρώ…”, ενώ σε προηγούμενες σελίδες (4, 5), που εντάσσονται στην ενότητα με υπότιτλο “ιστορικό” αναφέρεται σε απόφαση της συζύγου του για ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα, την οποία αποδέχθηκε ο ίδιος, και σε εκδήλωση αδιαφορίας της συζύγου του κατά τη νοσηλεία του από 30-3-2015 έως 1-4-2015, λόγω υποβολής του σε νέα στεφανιογραφία – αγγειοπλαστική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, δεχόμενο ότι “Δεν αποδείχθηκε ωστόσο βάσιμος ο όψιμος ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους… και ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί ελαττωματικής (στοιχειώδους) διατροφής της ενάγουσας, κατ` άρθρο 1391 εδ β ΑΚ, που πρόβαλε νομοτύπως, επικουρικώς, κρίνεται απορριπτέος, …”, και στη συνέχεια επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 500,00 ευρώ ως μηνιαία διατροφή της, για μία διετία, νομιμοτόκως. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση αυτής, καθό μέρος επιδίκασε στην αναιρεσείουσα μηνιαία διατροφή, και την απόρριψη του σχετικού αιτήματος, άλλως τη μεταρρύθμισή της και τη μείωση της διατροφής στο ποσό 100,00 ευρώ, κατ` αποδοχή της ένστασής του για καταβολή ελαττωμένης μηνιαίας διατροφής, επικαλούμενος ότι η αναιρεσείουσα επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα προς τις εκ του γάμου υποχρεώσεις της, δυναμένη να θεμελιώσει υπαίτιο λόγο διαζυγίου, διαλαμβάνοντας, σε σχέση με την ανωτέρω μειωμένη ένσταση μειωμένης διατροφής, τις αποσπασματικές παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης ότι “…. η ενάγουσα δεν τον επισκέφθηκε, ούτε τον συμπαραστάθηκε, με αποτέλεσμα, κατά την έξοδό του από την Κλινική, να εγκατασταθεί εκ νέου- όπως δηλαδή είχε επιλέξει προηγουμένως- στην οικία του στον .., όπου και πάλι η ενάγουσα δεν του προσέφερε την απαραίτητη φροντίδα, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί και η ψυχολογική υγεία του εναγομένου…”. Στη συνέχεια, ο εκκαλών άσκησε, με αυτοτελές δικόγραφο, νομίμως και εμπροθέσμως τον από 22-10-2018 πρόσθετο λόγο έφεσης, σε σχέση με την ένδικη διαφορά (αγωγή διατροφής), με την οποία ιστορούσε ως παραπτώματα της συζύγου του την αδιαφορία της για την έγγαμη ζωή τους και τη διατήρηση απ` αυτήν πολλαπλών εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος ήταν παραδεκτός, καθόσον αυτός αφορά στο ίδιο κεφάλαιο της απόφασης που είχε προσβληθεί με την έφεση και συγκεκριμένα στη διάταξη επί του αιτήματος μηνιαίας διατροφής της ενάγουσας, κατά του οποίου ο εναγόμενος είχε υποβάλει πρωτοδίκως την ένσταση ελαττωμένης διατροφής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι ο εναγόμενος – εκκαλών άσκησε τον ανωτέρω πρόσθετο λόγο, με τον οποίο επανέφερε την ανωτέρω ένσταση, νόμιμα και παραδεκτά, με την αιτιολογία ότι “είναι νόμιμος κατά το άρθρ. 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι το κεφάλαιο του πρόσθετου αυτού (ένσταση ελαττωμένης διατροφής) συνέχεται αναγκαστικά με το δεύτερο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης (μοιχεία του συζύγου)…”. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθώς δεν κήρυξε απαράδεκτο τον πρόσθετο λόγο της έφεσης, αφού αυτός, κατά τα ανωτέρω, αφορά στο ίδιο κεφάλαιο που είχε προσβληθεί με την έφεση. Εν τέλει, από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με το παραδεκτό του προσθέτου λόγου κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της είναι ορθό.
Επομένως, οι τρίτος λόγος του κυρίως δικογράφου και τρίτος πρόσθετος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος τους, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι ο πρόσθετος λόγος δεν αναφερόταν σε κεφάλαιο της εκκαλούμενης που είχε προσβληθεί με την έφεση ή σε κεφάλαιο που συνεχόταν αναγκαστικά με αυτό, πρέπει να απορριφθούν, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, προϋπόθεση αναγκαία για να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Απορριπτέος ως απαράδεκτος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού και κατά το οικείο μέρος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτίαση από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι η προσβαλλόμενη διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες για το παραδεκτό του πρόσθετου λόγου, καθόσον ο παραπάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικού δικαίου που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όπως στην προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 1069/2017). Με τις διατάξεις του άρθρου 591 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, από 1-1-2016, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι “1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α)… β)… γ) Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. δ) Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. ε) Οι διάδικοι το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα. στ) Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν. ζ)…. 2. Ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. 3…. 4…5… 6… 7. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο. Η αναίρεση εκδικάζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις των άρθρων 591 έως 645. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρ. 592 επ ΚΠολΔ), οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι οι ενστάσεις και αντενστάσεις, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζήτησης διαφορετικά είναι απαράδεκτα (πρβλ ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 198/2021, ΑΠ 981/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 527 και 262 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα (και, επομένως, παραδεκτή) η ένσταση, πρέπει να έχουν αναφερθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά, που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια και εάν έχουν προταθεί αορίστως στην πρώτη συζήτηση και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση, εκτός εάν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες με το άρθρο 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 694/2020, ΑΠ 796/2020, ΑΠ 488/2008). Ειδικότερα, οι ενστάσεις του εκκαλούντος εναγομένου, είτε είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως, είτε είναι οψιγενείς, είτε συντρέχει ως προς αυτές λόγος, που συγχωρεί τη βραδεία προβολή τους, από τους αναγραφόμενους στο άρθρο 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων (ΑΠ 268/2021, ΑΠ 678/2018, ΑΠ 95/2017). Με τη διάταξη του αριθμ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδρασή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). “Πράγματα”, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης αποτελούν και οι επί μέρους λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός αυτοτελής ισχυρισμός του αντιδίκου του (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 71/2019). Με τους ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν μη νομίμως ή απαραδέκτως (ΑΠ 274/2021, ΑΠ 74/2020). Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που προτάθηκε απαραδέκτως, τον οποίο δέχθηκε κατ` ουσίαν του, ιδρύονται παράλληλα και οι δύο αναιρετικοί λόγοι από τον αριθμό 8 και τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 360/2020, ΑΠ 376/2018, ΑΠ 728/2010). Εξάλλου, το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών ελέγχεται μέσω του, από το άρθρο 559 αρ 14, αναιρετικού λόγου (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 208/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του κυρίως δικογράφου, κατά το δεύτερο σκέλος και κατά το οικείο (κατ` εκτίμηση) μέρος αυτού, και με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες, επικαλούμενη ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη και παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση στοιχειώδους διατροφής, αφού αφενός μεν δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία προβολής της, ενόψει του ότι δεν αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο του πρωτόδικου δικαστηρίου, αφετέρου δε προβλήθηκε απαραδέκτως ενώπιον του Εφετείου, καθόσον πρότεινε την ένσταση αυτή το πρώτον με σχετικό λόγο έφεσης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 525 και 527 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με όσα ήδη εκτέθηκαν, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι η προταθείσα από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ένσταση ελαττωμένης διατροφής περιλαμβάνεται στις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις του, στις οποίες διαλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, και αναπτύχθηκε, συνοπτικά, στο ακροατήριο και καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και στη συνέχεια, επαναφέρθηκε νόμιμα με σχετικό λόγο έφεσης, που βάλει κατά του αιτήματος διατροφής, και με τον πρόσθετο λόγο έφεσης, κατά τα ως άνω. Επομένως, το Εφετείο, που έλαβε υπόψη την παραπάνω ένσταση του εκκαλούντος αναιρεσιβλήτου, κρίνοντας ότι παραδεκτά προβλήθηκε από αυτόν πρωτοδίκως και ότι νομίμως αυτή επαναφέρθηκε με τον λόγο έφεσης και τον πρόσθετο λόγο έφεσης, δεν έλαβε υπόψη παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν, ούτε και παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (α) ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν (β) ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (γ). Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει αφενός να μην λάβει υπόψη ανεπίτρεπτα από το νόμο ή μη νομοτύπως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και αφετέρου να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο του ν. 4335/2015 και ισχύει από 1.1.2016 κατά τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 4 του ίδιου νόμου, “Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων”, και κατά τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, “1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, “Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”. Η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1461/2013, ΑΠ 481/2013) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας που εξετάστηκε και εκείνος που τον εξέτασε και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 18/2021, ΑΠ 26/2020, ΑΠ 17/2015). Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1016/2020, ΑΠ 826/2015). Το όριο των πέντε ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 430/2021), όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρ. 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (άρθρ. 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές πέντε συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει (ΑΠ 159/2019). Αν προσκομιστούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από πέντε ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις πέντε πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των πέντε ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 155/2020, ΑΠ 159/2019). Ο περιορισμός των ενόρκων βεβαιώσεων σε πέντε για κάθε πλευρά δεν ισχύει, και μπορεί να ληφθούν υπόψη περισσότερες, στην περίπτωση συνεκδίκασης περισσότερων αγωγών του ίδιου ενάγοντος, που απευθύνονται κατά του ίδιου ή και διαφορετικών εναγόμενων και έχουν ληφθεί για να χρησιμοποιηθούν όχι για τις ίδιες αγωγές, αλλά για άλλες που συνεκδικάζονται με αυτές, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η αυτοτέλεια των δικών που διατηρείται παρά τη συνεκδίκαση, επιβάλλει τη διατήρηση των δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και εκείνο της απόδειξης για κάθε διάδικο, όπως διαγράφεται από τον ΚΠολΔ (ΑΠ 309/2016), ενώ αρκεί να προκύπτει η ταυτότητα της αγωγής για την οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν (ΑΠ 868/2020, ΑΠ 155/2020, ΑΠ 309/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α`, 340 παρ. 1, 393 επ. και 421-424 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά το ν. 4334/2015, ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής και της έφεσης, προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών άρθρων (άρθρα 592 και 610 του ΚΠολΔ), το δικαστήριο λαμβάνει υπ` όψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, και οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά την ορισθείσα δικάσιμο είτε με ένορκες βεβαιώσεις. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλο τρόπο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων, που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις της ένορκης βεβαίωσης (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 17/2021, ΑΠ 1186/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτών, προβάλλει την από τους αρ. 11α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, καθόσον για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι σε βάρος της υπήρχε βάσιμος λόγος διαζυγίου, που αποτελεί ουσιώδες ζήτημα για την κατ` ουσίαν παραδοχή της ένστασης στοιχειώδους διατροφής, έλαβε υπόψη τη με αριθμ. ../3-5-2018 ένορκη δήλωση του .. ενώπιον της συμβ/φου .. και επτά ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς να πρόκειται για ένορκες βεβαιώσεις προς αντίκρουση, ήτοι έλαβε υπόψη πέραν των πέντε ένορκες βεβαιώσεις, που επιτρέπονται από το νόμο αθροιστικά και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επικαλούμενη ότι, έτσι, κατέστησαν όλες οι ένορκες βεβαιώσεις ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα άλλως ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι πέραν των πέντε ένορκες βεβαιώσεις κατά τη σειρά επίκλησή τους από τον εναγόμενο. Ωστόσο, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη την προαναφερθείσα με αριθμ. ../3-5-2018 ένορκη δήλωση του .. ενώπιον της συμβ/φου .. ως μαρτυρία τρίτου και όχι ως ένορκη βεβαίωση, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα και, συνεπώς, οι ως άνω λόγοι αναίρεσης, καθό μέρος αφορά την ανωτέρω ένορκη δήλωση, στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης, κατά το κύριο αίτημα, με το οποίο οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ακυρότητα και των επτά (7) ένορκων βεβαιώσεων είναι αβάσιμοι, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αποτελούν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο μόνον οι υπεράριθμες, ήτοι οι πέραν των πέντε ένορκες βεβαιώσεις και όχι το σύνολο αυτών. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Το Εφετείο, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα για τη βασιμότητα της ένστασης του αναιρεσιβλήτου περί ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής της αναιρεσείουσας, αφού έλαβε υπόψη πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων και τις παρακάτω ένορκες βεβαιώσεις, ήτοι 1) τη με αριθμ. ../23-1-2019 ένορκη βεβαίωση του .. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .., 2) τη με αριθμ. ../23-1-2019 ένορκη βεβαίωση του .. ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, για την οποία κλητεύθηκε η ενάγουσα με την ../17-1-2019 έκθεση επίδοσης του επιμελητή .., 3) τη με αριθμ. ../23-01-2109 ένορκη βεβαίωση της Κ. Ε. Δ. της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, για την οποία κλητεύθηκε η ενάγουσα με την ίδια ως άνω έκθεση επίδοσης, 4) τη με αριθμ. ../23-1-2019 ένορκη βεβαίωση του … της ιδίας συμβολαιογράφου, για την οποία κλητεύθηκε η ενάγουσα με την ίδια έκθεση επίδοσης, 5) τη με αριθμ. ../23-1-2019 ένορκη βεβαίωση του … της ιδίας συμβολαιογράφου, για την οποία κλητεύθηκε η ενάγουσα, 6) τη με αριθμ. ../10-3-2017 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της συμβολαιογράφου .., έπειτα από κλήτευση της ενάγουσας με τη με αριθμ. ../7-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …, και 7) τη με αριθμ. ../6-4-2017 ένορκη βεβαίωση του .. ενώπιον της συμβολαιογράφου .. έπειτα από κλήτευση της ενάγουσας με τη με αριθμ. ……/31-03-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή .. . Ο αναιρεσίβλητος, με τις προτάσεις του επί της έφεσης και με τις προτάσεις του επί του πρόσθετου λόγου αυτής, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικαλέστηκε και προσκόμισε: τις με αριθμ. ../10-3-2017 και ../6-4-2017 ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην εκδίκαση της με αριθμ. ../2016 αγωγής της αναιρεσίβλητης κατ` αυτού, στην οποία σωρεύεται αντικειμενικώς και η αγωγή διατροφής της, καθώς και τις: με αριθμ. ../23-1-2019, ../23-1-2019, ../23-01-2109,../23-1-2019, ../23-1-2019 ένορκες βεβαιώσεις, για την υποστήριξη της έφεσης και του πρόσθετου λόγου έφεσης, και, ειδικότερα, για την απόδειξη των ισχυρισμών του ως εναγόμενου στην αγωγή διατροφής της ενάγουσας, ενώ και στο αιτιολογικό της απόφασης διαλαμβάνεται μεταξύ άλλων ότι “…το δε παρόν δικαστήριο πείθεται για την ύπαρξη των εξωσυζυγικών αυτών σχέσεων της εναγομένης…, γιατί οι προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων επί αυτού του θέματος … και .. είναι πολύ λεπτομερείς, οι μάρτυρες … και .. κατέθεσαν ένορκα για ένα περιστατικό στις 11-12-17, κατά το οποίο ο εναγόμενος ζήτησε το λόγο από τον … για την εξωσυζυγική του σχέση με τη σύζυγό του και ο τελευταίος παραδέχθηκε αυτήν…”. Ενόψει αυτών, για την σωρευθείσα αγωγή διατροφής της αναιρεσείουσας, το Εφετείο έλαβε υπόψη, κατά τη σειρά επίκλησης αυτών με τις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, τις με αριθμ. ../10-3-2017, …/6-4-2017, ../23-1-2019, ../23-1-2019, ../23-01-2109, ../23-1-2019 και ../23-1-2019 επτά ένορκες βεβαιώσεις, που υπερβαίνουν τον αριθμό των πέντε ένορκων βεβαιώσεων, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τις πέντε πρώτες εξ αυτών και να μην λάβει καθόλου υπόψη τις με αριθμ. ../23-1-2019 και …/23-1-2019 ένορκες βεβαιώσεις, ούτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς οι δύο τελευταίες αποτελούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα. Κρίνοντας, όμως, έτσι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο των πιο πάνω δύο ένορκων βεβαιώσεων και, ως εκ τούτου, έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει, υποπίπτοντας έτσι στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 11α και 14 ΚΠολΔ. Επομένως, οι παραπάνω δεύτερος λόγος του κυρίως δικογράφου και δεύτερος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλόμενη οι εν λόγω πλημμέλειες και οι οποίοι παραδεκτώς προτάθηκαν το πρώτον στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για παράβαση, που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, προκύπτει δε το σφάλμα και από την ίδια την απόφαση, είναι βάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή των γενομένων δεκτών ως άνω αναιρετικών λόγων, η αναιρετική εμβέλεια των οποίων καταλαμβάνει και τους λοιπούς μη εξετασθέντες λόγους αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά το οποίο, απορρίφθηκε εν μέρει η σωρευθείσα αγωγή διατροφής, κατόπιν παραδοχής ως κατ` ουσίαν βάσιμης της ένστασης του εναγόμενου περί ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής αυτής, καθώς και ως προς τη διάταξή της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατ` άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην αναιρεσείουσα (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία άσκησε πρόσθετους λόγους και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του αιτήματός της, στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 484/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, το ποσό των οποίων ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσιες (3.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
————————–
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
Κατά την διάταξη 1391 Α.Κ.: «Αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή, που του οφείλεται από τον άλλο, πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα. Η υποχρέωση διατροφής της προηγούμενης παραγράφου παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις».
Προκύπτει, λοιπόν, ότι για να γεννηθεί υποχρέωση διατροφής μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης κατά το άρθρο 1391 Α.Κ., αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει με τη διατροφή μετά το διαζύγιο ή με τη διατροφή μεταξύ συγγενών, δεν χρειάζεται ο δικαιούχος σύζυγος να είναι άπορος, αλλά απλώς να είναι οικονομικά ασθενέστερος από τον υπόχρεο. Η έλλειψη δε επαρκούς περιουσίας ή πόρων αποτελεί λόγο όχι απαλλαγής του συζύγου από την υποχρέωση προς διατροφή, αλλά αναλόγου περιορισμού της σχετικής δαπάνης, εκτός αν αντιτάξει αυτός ότι υπάρχουν ανιόντες ή κατιόντες του δικαιούχου συζύγου υπόχρεοι κατά νόμο σε διατροφή του.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη 1495 Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, όπως αναφέρει το άρθρο 1392 Α.Κ., εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου, που ανάγεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου, οφείλεται μόνο στοιχειώδης διατροφή, δηλαδή διατροφή που καλύπτει τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση του δικαιούχου αυτής. Το παράπτωμα που αποτέλεσε και λόγο λύσης του γάμου, θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί με υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής, ο οποίος φυσικά μπορεί να αμυνθεί, προβάλλοντας την ένσταση της παροχής συγγνώμης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης 1844 Α.Κ.
Προϋπόθεση φυσικά για να χορηγηθεί διατροφή κατά την διάσταση, είναι η ύπαρξη υποστατού γάμου (ή και συμφώνου συμβίωσης), η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αδιαφόρως του τρόπου πραγματοποίησης αυτής, εύλογη αιτία για την διάσταση, και η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του ενός συζύγου.
Δικαιολογητικός λόγος του ανωτέρω είναι το γεγονός ότι οι σύζυγοι, κατά την διάρκεια του γάμου, έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής και κοινής συμμετοχής στα οικογενειακά έξοδα. Κατά την διάσταση, ο γάμος δεν παύει να υφίσταται, αλλά εξακολουθεί, με αποτέλεσμα η υποχρέωση αυτή να εξακολουθεί να υφίσταται, και άρα να οφείλεται διατροφή στον ασθενέστερο οικονομικά σύζυγο, χωρίς βεβαίως να παραβλέπεται η περίπτωση κατά την οποία αποκλειστικός υπαίτιος της διάσπασης αυτής είναι ο δικαιούχος της διατροφής αυτής.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσείουσα, ζητούσε την λύση του γάμου της με τον αναιρεσείοντα – σύζυγό της, και παράλληλα αξίωνε διατροφή λόγω διάστασης, ύψους 1.500 ευρώ, βάσει του άρθρου 1392 Α.Κ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα της αυτό, και πράγματι της επιδίκασε διατροφή 500 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένου υπόψιν της ασθενέστερης οικονομικά θέσης της. Κατόπιν εφέσεως, όμως, του συζύγου, το εφετείο μείωσε την διατροφή αυτή σε σημαντικό ποσό, διότι έκανε εν μέρει δεκτή την ένσταση του εκκαλούντα περί κλονισμού του γάμου από παράπτωμα της εφεσίβλητης συζύγου του και επιδίκασης σε αυτήν διατροφή ύψους 100 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιδικάσει ως διατροφή την απολύτως αναγκαία για την συντήρησή της.
Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στην ως άνω κρίση, βασίστηκε στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις ενώ παράλληλα κατόπιν δικής της επιθυμίας είχαν χωρίσει εξ κλίνης, και επίσης όταν αυτός υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, και ήτοι στεφανιογραφία- αγγειοπλαστική, αυτή δεν τον φρόντισε και αδιαφόρησε πλήρως για την υγεία του. Η εν γένει συμπεριφορά της αποδείκνυε την ψυχική της απομάκρυνση από την έγγαμο βίο ή και την μη επιθυμία της να διατηρηθεί η έγγαμη συμβίωση με τον σύζυγό της.
Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, λόγω των υπαιτίων παραπτωμάτων της, τα οποία οδήγησαν και στον κλονισμό του γάμου των διαδίκων, το Εφετείο έκρινε αποκλειστική υπαίτια την αναιρεσείουσα, με αποτέλεσμα η διατροφή που της επιδίκασε να είναι μηδαμινή και δη η απολύτως αναγκαία για την διαβίωσή της.
Η δευτεροβάθμια απόφαση αναιρέθηκε, ωστόσο, από την αρειοπαγιτική κρίση, για τυπική πλημμέλεια, αφού έλαβε υπόψη του επτά (7) στο σύνολό τους ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίσθηκαν από το σύζυγο, αντί για πέντε (5) που ορίζει ως μέγιστο αριθμό ο νόμος, παραπέμποντας την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλον δικαστή.
Κατά την γνώμη μου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, αφενός δεν επιθυμούσε να μην επιδικάσει καθόλου διατροφή προκειμένου να μην παραβιαστεί η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφετέρου δεν επιθυμούσε να «επιβραβεύσει» την αντίθετη στα χρηστά ήθη, αλλά και στον θεσμό του γάμου συμπεριφορά της αντιδίκου.
Πράγματι, είναι γεγονός ότι οι σύζυγοι διαρκούντος του γάμου, και υπό προϋποθέσεις μετά αυτού, είναι υποχρεωμένοι να διατρέφουν ο ένας τον άλλον, ταυτόχρονα όμως ανάμεσα στις υποχρεώσεις τους συμπεριλαμβάνονται και η αμοιβαία στήριξη, αλλά και ο σεβασμός. Συνεπώς, από την στιγμή που ο ένας σύζυγος παραβιάζει μέρος των υποχρεώσεών του, δεν είναι ηθικά ορθό, μάλλον καταχρηστικό θα το χαρακτήριζα, να απαιτεί από τον έτερο σύζυγο να υποχρεωθεί σε εκπλήρωση των δικών του υποχρεώσεων, πόσω μάλλον εφόσον η συμπεριφορά αυτή οδήγησε σε ισχυρό κλονισμό του γάμου και δη μελλοντική λύση αυτού.
Εν κατακλείδι, προς εξισορρόπηση των ανωτέρω υποχρεώσεων, και με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο προσπάθησε να προβεί στην πλέον ορθή και δίκαιη λύση, και ήτοι την σημαντική μείωση της αποδοθείσας στην σύζυγο διατροφή, περιορίζοντάς τη στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως.