ΑΠ 1428/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Κ. του Κ. και 2) Δ. Τ. του Ν., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χειρδάρη.
Του αναιρεσιβλήτου: …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-6-2008 αναγνωριστική αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 134/2011 του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-6-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης ανέγνωσε την από 30-4-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις …/14-1-2015 και …/4-10-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Ν. Σ. Χ. και τις …/15-7-2015 και …/30-9-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Π. Π., τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, προκύπτει ότι επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο … και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, αφενός μεν ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με κλήση για συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 11-5-2015, αφετέρου δε η από 29-9-2016 βεβαίωση του Γραμματέα του Αρείου Πάγου ότι η υπόθεση αναβλήθηκε διαδοχικά για τις δικασίμους αρχικά της 14-12-2015 και στη συνέχεια της 12-12-2016 με επισημείωση στο πινάκιο. Ο αναιρεσίβλητος … δεν εμφανίσθηκε στην ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’ αναβολή δικάσιμο (12-12-2016), ούτε εκπροσωπήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 573 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα προχωρήσει παρά την απουσία του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Περαιτέρω, ο ανυπόστατος γάμος, περί του οποίου προβλέπει το άρθρο 1372 εδ. γ’ ΑΚ, σε αντίθεση με τον άκυρο (άρθρο 1372 εδ. α’ ΑΚ), είναι ανύπαρκτος και ως τέτοιος δεν αναδίδει καμιά έννομη συνέπεια και η ανενέργειά του είναι αυτοδίκαιη, γι’ αυτό δεν απαιτείται διαπλαστική δικαστική απόφαση για την ανατροπή του. Δεν αποκλείεται, όμως, η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για τη βεβαίωση της ανυπαρξίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 604 παρ. 1 ΚΠολΔ “Στις περιπτώσεις που ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει την αγωγή για την ακύρωση του γάμου, έχει το δικαίωμα, ακόμη και αν δεν άσκησε αυτός την αγωγή, να λάβει μέρος στη δίκη, έχοντας όλα τα δικαιώματα του διαδίκου”, ενώ κατά την παρ. 2 του άρθρου 603 του ίδιου Κώδικα “Η αγωγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 (αναγνώρισης της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ή της ακύρωσης γάμου), όταν ασκείται από τον εισαγγελέα ή κάποιον που έχει συμφέρον, απευθύνεται και κατά των δύο συζύγων …”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, λαμβανομένων υπόψη και των αρχών που ισχύουν για τις αναγνωριστικές αγωγές γενικά, συνάγεται ότι ο εισαγγελέας νομιμοποιείται να ασκήσει και την αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ως εκπρόσωπος της Πολιτείας. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, που έχει εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την κύρωσή της δυνάμει του Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, “1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως της ΕΣΔΑ με τον όρο “ιδιωτική ζωή” νοείται ένας ευρύς όρος, που καλύπτει, μεταξύ άλλων, πτυχές της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου, συμπεριλαμβανομένου το δικαιώματος στην προσωπική ανάπτυξη και αυτονομία, στην καθιέρωση και ανάπτυξη σχέσεων με άλλα ανθρώπινα όντα και προς τον έξω κόσμο (απόφαση ΕΣΔΑ 7 – 3/2006 στην υπόθεση E. κατά …), το απαράβατο δε αυτής (της ιδιωτικής ζωής) κάμπτεται υπέρ της δημόσιας αρχής υπό τις σωρευτικές προϋποθέσεις που θέτει η παρ. 2, δηλαδή της πρόβλεψης και επέμβασης της δημόσιας αρχής από το νόμο και της αναγκαιότητας αυτής για τη διαφύλαξη ορισμένων υπέρτερων εθνικών, οικονομικών και κοινωνικών αγαθών, όπως αυτά διαγράφονται στην παραπάνω διάταξη. Στην περίπτωση, ειδικότερα, ασκήσεως εκ μέρους του εισαγγελέα, που αποτελεί δημόσια αρχή, της αγωγής αναγνωρίσεως της ανυπαρξίας του γάμου μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου, όπως εν προκειμένω, η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των εν λόγω προσώπων, αλλά προβλεπόμενη από το νόμο (άρθρο 603 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) διαδικαστική ενέργεια του ενάγοντος εισαγγελέα, που αποτελεί μέτρο αναγκαίο για την προστασία της ηθικής, ενόψει του ενδιαφέροντος της πολιτείας για την ομαλή διαμόρφωση και λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων. Ούτε, εξάλλου, η αγωγή αυτή αποτελεί επέμβαση στην οικογενειακή ζωή των εν λόγω προσώπων, για το λόγο κυρίως ότι στην περίπτωση του “γάμου” δύο προσώπων του ιδίου φύλου το ζητούμενο είναι κατά πόσον υπάρχει μεταξύ των προσώπων αυτών “οικογένεια”, η νομική έννοια της οποίας έχει ως σταθερά στοιχεία το γάμο και τη συγγένεια, έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα προστασίας της.
Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους εφέσεως, με τους οποίους οι εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες επικαλούνταν ότι η εκ μέρους του … άσκηση της ένδικης αγωγής με αίτημα να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία του γάμου τους συνιστούσε παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις άνω διατάξεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 603 ΚΠολΔ, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1372 εδ. γ’ ΑΚ, γάμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367 είναι ανυπόστατος. Στην περίπτωση δε τελέσεως πολιτικού γάμου οι προβλεπόμενοι από την εν λόγω διάταξη τύποι είναι: α) η σύγχρονη, απαλλαγμένη από ελαττώματα της βουλήσεως, δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν στην τέλεση του γάμου, β) η παρουσία δύο μαρτύρων ενώπιον των οποίων γίνεται δημόσια και κατά πανηγυρικό τρόπο η δήλωση και γ) η σύνταξη της οικείας ληξιαρχικής πράξεως, που αποτελεί άμεση υποχρέωση του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας (ή του νομίμου αναπληρωτή τους) του τόπου όπου τελείται ο γάμος.
Στην περίπτωση όμως τελέσεως πολιτικού γάμου μεταξύ δύο προσώπων του ιδίου φύλου (ομοφύλων), για τον οποίο έχουν τηρηθεί κατ’ αρχήν οι τύποι που προβλέπονται γι’ αυτόν από τη διάταξη του άρθρου 1367 ΑΚ, αναφύεται το αναγκαίο για το υποστατό του γάμου ζήτημα, ποιοι μπορεί να είναι οι “μελλόνυμφοι” που αναφέρονται στην πιο πάνω διάταξη, και συγκεκριμένα, αν μπορούν να είναι πρόσωπα που ανήκουν στο ίδιο φύλο. Εκ πρώτης όψεως είναι προφανές ότι η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως δεν προσφέρει λύση στο ζήτημα, καθώς η λέξη “μελλόνυμφοι” δεν προσδιορίζει χαρακτηριστικό φύλου.
Προ αυτού του κενού είναι αναγκαία η προσφυγή στο σκοπό του νόμου και τη βούληση του νομοθέτη, όπου με τον όρο αυτό δεν νοείται φυσικά μόνο ο εθνικός νομοθέτης, δηλαδή οι κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξεως, αλλά και οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες κατά ρητή συνταγματική διάταξη (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος) υπερισχύουν των κοινών νόμων.
Με αφετηρία την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 12 αυτής, σύμφωνα με την οποία “άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο εθνικούς νόμους”. Όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη, το δικαίωμα συνάψεως γάμου και της δημιουργίας οικογένειας αναγνωρίζεται και στα δύο φύλα, χωρίς να παρέχεται και εδώ άμεση λύση στο εάν υπονοείται ότι ο “ανήρ” και η “γυνή” μπορούν να συνάπτουν γάμο αποκλειστικά ο ένας με τον άλλο ή και μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι η διάταξη παραπέμπει στην εκάστοτε εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή η σύμβαση αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα συνάψεως γάμου και στα δύο φύλα, όμως ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις τελέσεώς του παραπέμπει στον εθνικό νομοθέτη, αφήνοντας σ’ αυτόν την πρωτοβουλία και την αρμοδιότητα να ορίσει σχετικά (πρβλ. και Ολομ. ΣτΕ 867/1988). Περαιτέρω, στο Διεθνές Σύμφωνο της Ν. Υόρκης για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, ανάλογη είναι η διάταξη του άρθρου 23, η οποία ορίζει: “1. Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους, 2. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια, 3. Κανείς γάμος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ελεύθερη και πλήρη συναίνεση των μελλοντικών συζύγων και 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων και των ευθυνών των συζύγων σε σχέση με το γάμο, κατά τον έγγαμο βίο και κατά τη λύση του γάμου”. Και στην εν λόγω διάταξη δηλαδή, αφού θεσπίζεται η γενικότερη προστασία της οικογένειας και του δικαιώματος για τη σύναψη γάμου, αφενός, κατά τρόπο όμοιο με την προαναφερόμενη διάταξη της ΕΣΔΑ, δεν επιλύεται το ζήτημα του ενδεχόμενου γάμου μεταξύ ομοφύλων μελλονύμφων, αφετέρου δε ανατίθεται στα συμβαλλόμενα κράτη η αρμοδιότητα να λάβουν τα συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση της ισότητας των δικαιωμάτων των συζύγων. Επομένως, αμφότερες οι προαναφερόμενες διατάξεις, αμέσως ή εμμέσως, παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος συνάψεως γάμου. Ακριβώς για το λόγο αυτό σε όσες ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία, Σουηδία, Ισπανία κλπ) θεσπίσθηκε κατά τα τελευταία έτη ο γάμος ομόφυλων προσώπων, τούτο υπήρξε αποτέλεσμα νομοθετικής πρωτοβουλίας του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη και όχι υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ.
Ευλόγως λοιπόν ο ελληνικός αστικός κώδικας δεν προσφέρει ασφαλή απάντηση στο σχετικό πρόβλημα. Τούτο είναι προφανές, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συντάξεως του εν λόγω νομοθετήματος το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας γενικότερα είχε πολύ περισσότερο περιορισμένη διάσταση από ό,τι σήμερα, ενώ το ενδεχόμενο γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δεν είχε απασχολήσει τους συντάκτες του, ως αυτονόητα ανύπαρκτο. Έτσι, ως προς τον όρο “μελλόνυμφοι”, αφετηρία των συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του αστικού κώδικα, αποτελεί ο ορισμός του γάμου, όπως διατυπώθηκε από τον Μοδεστίνο, Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν Χριστιανός, και σύμφωνα με τον οποίο “γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία”. Κατά λογική ακολουθία, στα ερμηνευτικά συγγράμματα του αστικού κώδικα, η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου και αξιούμενη προϋπόθεση από το νόμο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, αφού με τη μη θέσπιση του πολιτικού γάμου, ο ορισμός του γάμου στον ΑΚ ήταν περιττός, ενόψει του ότι η χριστιανική εκκλησία ενέκρινε πλήρως τον παραπάνω ορισμό του Μοδεστίνου. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν καταλείπεται η ευχέρεια τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων, αφού η διαφορά φύλου θεωρείται, σχεδόν καθολικά, προϋπόθεση του υποστατού του γάμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο έλληνας νομοθέτης. Εξάλλου, η βούλησή του ως προς την αντιμετώπιση ανάλογης καταστάσεως, του μορφώματος δηλαδή της ελεύθερης συμβιώσεως, αποτυπώθηκε σχετικά πρόσφατα στο ν. 3719/2008, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ετερόφυλα ζευγάρια, και στο ν. 4356/2015, που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τα ομόφυλα ζευγάρια, γεγονός το οποίο, ανεξάρτητα από τον αντίλογο που θα μπορούσε να παραθέσει κανείς, αποτελεί την έκφραση της βουλήσεως της εσωτερικής έννομης τάξεως, η οποία θεωρείται ότι αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού, που δεν αποδέχεται τη θέσπιση γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Εξάλλου, από συνταγματική άποψη το νομοθετικό αυτό πλαίσιο (της διαφοράς φύλου ως στοιχείου για το υποστατό του γάμου) δεν κείται εκτός των ορίων των άρθρων 4 παρ. 1, για την αρχή της ισότητας, και 5 παρ. 1, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Τούτο δε γιατί η αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, η παραβίαση δε της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης ή η διοίκηση, όταν θεσμοθετεί κατ’ εξουσιοδότηση, μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμιά από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, για την οποία εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει, όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρυθμίσεων να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 2281/1995).
Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη στην προκειμένη περίπτωση τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες, η μη αναγνώριση της ευχέρειας τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων κρίνεται δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή δεν είναι άνδρας και γυναίκα, αλλά άτομα του ιδίου φύλου. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την προσωπική ελευθερία με την ευρεία έννοια. Ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας θα μπορούσε να καταγραφεί και η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (με την προϋπόθεση στην τελευταία διάσταση ότι το άλλο πρόσωπο συναινεί). Η ελευθερία αυτή πάντως δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα του προσώπου να τυποποιεί νομικά τη σχέση του με άλλο πρόσωπο, κυρίως γιατί εκεί όπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει μια παρόμοια υποχρέωση του κοινού νομοθέτη το έπραξε ρητά (γάμος) (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος). Επομένως, το Εφετείο, που έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι ορθά το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, κατόπιν αναγνωριστικής αγωγής του …, δέχθηκε με την 115/2009 απόφασή του ότι είναι ανυπόστατος ο πολιτικός γάμος που τέλεσε ο … μεταξύ των δύο αναιρεσειόντων στις 3-6-2008, για το λόγο ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είναι άτομα του ιδίου φύλου, και απέρριψε συνακόλουθα τους σχετικούς λόγους εφέσεως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ειδικότερα τις άνω διατάξεις των άρθρων 1367 και 1372 εδ. γ’ ΑΚ, καθώς και αυτές των άρθρων 8 και 12 της ΕΣΔΑ και 23 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Ειδικότερα, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα θεωρείται αυτονόητη η διαφορά του φύλου των μελλονύμφων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Αστικός Κώδικας αντιλαμβάνεται το γάμο μόνο μεταξύ ετεροφύλων, η δε αναφορά των διατάξεων του ΑΚ πλέον σε “συζύγους” και “μελλονύμφους”, ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έγινε για να καταδείξει ότι εφεξής “αναγνωρίζει” πολιτικό γάμο και μεταξύ ομοφύλων, αλλά η φρασεολογία αυτή υιοθετήθηκε για λόγους νομοτεχνικούς. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη ρητή αναφορά στο σχετικά πρόσφατο νομοθέτημα του ν. 3719/2008, με τον οποίο θεσπίσθηκε το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, όπου στο άρθρο 1 αυτού γίνεται χρήση ρητά της έννοιας των “ετερόφυλων”. Εξάλλου, και από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ ουδόλως συνάγεται καταλυτικό επιχείρημα υπέρ της αναγνωρίσεως πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων, αφού και εκεί διακρίνονται τα δύο φύλα, ομοίως δε και στο άρθρο 23 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Και είναι μεν αληθές ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο, κρίνει και τάσσεται υπέρ της διευρύνσεως της έννοιας της οικογένειας και μεταξύ ομοφύλων, πλην όμως δεν έχει αποφανθεί για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματωθεί αυτή η διεύρυνση, π.χ. με ποιο νομικό μόρφωμα, όπως λ.χ. με το σύμφωνο συμβίωσης ή με άλλο τρόπο. Επομένως, υπό το κρατούν νομικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων, είναι δε έτερο το ζήτημα, αν υφίσταται ανάγκη σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, όπως ήδη έχουν πράξει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός για το οποίο αναπτύσσεται κατά τα τελευταία έτη και στη χώρα μας ευρεία επιστημονική και κοινωνική συζήτηση για το θέμα αυτό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τα αντίθετα, και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο κρίνοντας με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως ανυπόστατο το μεταξύ τους πολιτικό γάμο, για το λόγο ότι είναι ομόφυλοι, παραβίασε τα άρθρα 1372 εδ. γ’ ΑΚ, 8 και 12 της ΕΣΔΑ και 23 ΔΣΑΠΔ, που έχουν υπερνομοθετική ισχύ, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Θέμα δικαστικής δαπάνης δεν τίθεται, εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Ιουνίου 2014 αίτηση των Θ. Κ. και Δ. Τ. για αναίρεση της 134/2011 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο οικείο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Μαϊου 2017.