Πλήθος πολιτών έρχεται συχνά αντιμέτωπο εξαίφνης με την επιβολή, εις βάρος του, ποσών, τα οποία του καταλογίζονται από το δημόσιο, ως αχρεωστήτως καταβληθέντες παροχές σε ασφαλισμένους. Δεν είναι λίγες οι φορές στην πράξη, που τα ποσά αυτά είναι αρκετά μεγάλα, με αποτέλεσμα να προκαλείται μεγάλη δυσφορία και άγχος στους ανυποψίαστους πολίτες.
Ποιοι είναι οι λόγοι όμως που οδηγούν σε αυτό, και πως μπορεί ο κάθε πολίτης να προστατευτεί και να αμυνθεί κατά των καταλογιστικών αυτών πράξεων που εκδίδονται, εν αγνοία του, εις βάρος του;
Συχνά στην πράξη παρατηρείται πως οι ασφαλιστικοί φορείς, εκ παραδρομής, καταβάλλουν παροχές σε ασφαλισμένους, χωρίς οι τελευταίοι να πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου προς τούτο. Την στιγμή αυτή, λοιπόν, ανακύπτει το θέμα της αναζήτησης των αχρεωστήτως εισπραχθέντων, από τους ασφαλισμένους, ποσών. Σύμφωνα με το άρθρο 103 του νόμου 4387/2016, προβλέπεται η επιστροφή αυτών των παροχών, χωρίς να τίθεται οιαδήποτε προϋπόθεση.
Λαμβανομένου όμως υπόψιν, ότι πιθανόν να πρόκειται για λάθος του φορέα και όχι του ίδιου του ΚΑΛΟΠΙΣΤΟΥ ασφαλισμένου, δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό να απαιτούνται πίσω τα ποσά αυτά, τα οποία ιδίως με την πάροδο του χρόνου, είναι ιδιαιτέρως μεγάλα και θα διακινδύνευαν τον βιοπορισμό των ασφαλισμένων, καθότι οι παροχές έχουν ήδη αναλωθεί σε τακτικές και έκτακτες ανάγκες αυτών. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν οι γενικές αρχές του δημοσίου δικαίου, οι οποίες προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών, ακόμη και έναντι ανεπιεικών, προς αυτούς, διατάξεων νόμων, και πάντοτε φυσικά υπό προϋποθέσεις, οι οποίες προσαρμόζονται αναλογικά με την κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
Η αρχή της μη αναζήτησης των αχρεωστήτων παροχών αποτελεί εξειδίκευση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Η αρχή αυτή θεμελιώνεται στα άρθρα 2 παρ. 1 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, και δη τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, λαμβανομένου υπόψιν ότι είναι ενδεχόμενη η οικονομική εξαθλίωση των καλόπιστων ασφαλισμένων, εάν αναγκαστούν να επιστρέψουν τα ποσά που τους αποδόθηκαν χωρίς νόμιμη βάση. Παρατηρείται, λοιπόν, μία στάθμιση, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ανάμεσα στα δύο συγκρουόμενα δικαιώματα και δη το ατομικό και το δημόσιο συμφέρον, με το πρώτο ολοφάνερα να υπερτερεί.
Δεδομένου ότι η αναζήτηση των παροχών αυτών αποτελεί τον κανόνα, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί απόκλιση από αυτόν, έχουν προκύψει νομολογιακά οι ακόλουθες προϋποθέσεις, εριζόμενες στην ως άνω αρχή, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς:
α) Πλημμέλεια στην χορήγηση της παροχής.
β) Καλοπιστία λαβόντος την παροχή, κατά τον χρόνο είσπραξης αυτής, και ήτοι ο ασφαλισμένος να πιστεύει σταθερά και δικαιολογημένα ότι δικαιούται την παροχή.
γ) Πάροδος ευλόγου χρόνου από την είσπραξη των παροχών, αναλόγως με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης, όπως η οικονομική κατάσταση του υποχρέου προς επιστροφή, το ύψος του ποσού, κ.λπ. Νομολογιακά γίνεται δεκτό ότι ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να είναι άνω των 5 ετών από την έκδοση της ανακλητέας πράξης, ο οποίος φυσικά πρέπει να λογίζεται πάντα σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ασφαλισμένου, προκειμένου οι επιπτώσεις να μην είναι δυσβάσταχτες για αυτόν.
δ) Εκτίμηση της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης του ασφαλισμένου, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επιστροφή θα επέφερε δυσβάσταχτες συνέπειες στην διαβίωση αυτού.
ε) Ανυπαρξία αντίθετης διάταξης νόμου.
στ) Η αναζήτηση να μην γίνεται σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, διότι ειδάλλως δεν θα ήταν αποτελεσματική η δικαστική προστασία, καθότι ο αιτών διάδικος δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την απόφασή του.
——————-
🔶 Συνεπώς, αυτός ο οποίος έχει εισπράξει παρανόμως αλλά καλοπίστως τις χρηματικές παροχές, εάν επικαλεστεί ότι η επιστροφή τους στον ασφαλιστικό οργανισμό θα έχει ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης, είναι δυνατόν να επιτύχει τη μη επιστροφή μέρους ή και του συνόλου του ποσού αυτού. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται στην νομολογία, με αφορμή σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία καταδίκαζε την χώρα μας, λόγω των έως τότε αποφάσεων των ελληνικών Δικαστηρίων, τα οποία δεν λάμβαναν υπόψη την οικονομική κατάσταση των υπόχρεων ασφαλισμένων.
🔶 Προκειμένου να αποδειχθούν τα ανωτέρω και να κριθεί εάν όντως θα πληγεί υπέρμετρα οικονομικά ο υπόχρεος, είναι κρίσιμο να προσκομισθούν:
1. Εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογικών δηλώσεων και
2. Αντίγραφα φορολογικών εντύπων Ε9.
🔶 Κρίσιμο εδώ να επισημανθεί είναι ότι ο ασφαλισμένος τεκμαίρεται καλόπιστος εάν δεν αποδειχθεί δόλια ενέργεια αυτού με ειδική αιτιολόγηση, από τον ασφαλιστικό φορέα, ο οποίος έχει και το βάρος απόδειξης του δόλου. Δόλια ενέργεια είναι όχι μόνο η θετική ενέργεια, αλλά και η εκ μέρους του ασφαλισμένου αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος που δικαιολογεί την διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών.
Το γεγονός ότι ο ασφαλιστικός φορέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι, για παράδειγμα, ο ασφαλισμένος κέρδιζε ποσά μεγαλύτερα του επιτρεπτού σκοπίμως ή ελάμβανε και δεύτερη σύνταξη, κ.λπ. , αυτό δεν αίρει τον δόλο του τελευταίου. Άρα, σημαντικό βαρόμετρο που επηρεάζει την κρίση περί της επιστροφής ή μη των ποσών αυτών είναι ο δόλος του ασφαλισμένου, ως προς την αποδοχή των παροχών.
Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση, όπου ο ασφαλισμένος δεν γνωρίζει ότι πρέπει να ενημερώσει τον ασφαλιστικό φορέα αναφορικά με κάποιο γεγονός. Στην περίπτωση αυτή η «απόκρυψη» εμφανώς και δεν είναι δόλια, παρόλα αυτά όμως σε σχετικές δίκες, οι ασφαλιστικοί φορείς συνήθως επικαλούνται τα ενημερωτικά σημειώματα τα οποία αποστέλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους ασφαλισμένους, προκειμένου να τους υπενθυμίζουν ότι πρέπει να τους αναφέρουν τυχόν νέα πραγματικά γεγονότα, που ενδεχομένως να επηρεάζουν την λαμβανόμενη από αυτούς παροχή. Θα πρέπει, όμως, να αποδεικνύεται ότι τα σημειώματα αυτά πράγματι ελήφθησαν, και πράγματι δύνανται να αναγνωσθούν και να γίνουν κατανοητά από τον ασφαλισμένο.
🔶 Στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι σε κάθε περίπτωση η αναζήτηση για κάθε παροχή παραγράφεται εντός 20ετίας από την τελευταία καταβολή αυτής.
Ειδικότερα για τους κληρονόμους:
Αρχικά, σύμφωνα με τα άρθρα 1710 και 1901 Α.Κ., οι κληρονόμοι ευθύνονται και με την προσωπική τους περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς, της οποίας αντικείμενο αποτελεί και η έναντι του κληρονομούμενου αξίωση των ασφαλιστικών φορέων προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, η οποία γεννάται από την ημέρα καταβολής, προς τον ασφαλισμένο, των εν λόγω παροχών, ανεξαρτήτως εάν η σχετική πράξη καταλογισμού δεν έχει εκδοθεί μέχρι το θάνατο αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η αξίωση αυτή είναι ήδη γεγενημένη κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου.
Όπως προκύπτει νομολογιακά, η μάλλον κρατούσα γνώμη είναι ότι ο δόλος θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του υπόχρεου προς επιστροφή και ήτοι στο πρόσωπο του κληρονόμου, και ειδικότερα πρέπει να αποδεικνύεται ότι γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής. Αυτή η άποψη κρίνεται και ορθότερη, καθότι με την αποδοχή της κληρονομιάς από τους κληρονόμους, η περιουσία τους ενώνεται με αυτήν του θανόντος, με αποτέλεσμα οι δανειστές αυτού να μπορούν να ικανοποιηθούν και από την περιουσία των κληρονόμων.
Για τον λόγο αυτό, δεν θα ήταν ορθό να απαιτείται από τον κληρονόμο, ένα ποσό, πολλώ δε μάλλον υπέρογκο, ενώ αυτός δεν ευθύνεται υποκειμενικά προς τούτο. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τριβές στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος, καθώς και πολλές κληρονομιές, ενόψει αυτού του κινδύνου, δεν θα γινόταν αποδεκτές, με αποτέλεσμα να παραμένουν μετέωρες και να καταλήγουν στο δημόσιο, καλούμενο στην έκτη θέση ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
Χαρακτηριστικό νομολογιακό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι έχει κριθεί ότι δεν συνέτρεχε δόλος στο πρόσωπο του κληρονόμου, διότι δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση, προκειμένου να συνειδητοποιήσει ότι ο κληρονομούμενος λάμβανε παροχές χωρίς να τις δικαιούται.
Σημειωτέον ότι η ύπαρξη δόλου θα πρέπει να εξετάζεται κατά τον χρόνο της είσπραξης της παροχής και γέννησης της αντίστοιχης αξίωσης επιστροφής, και όχι κατά τον χρόνο καταλογισμού στον εισπράξαντα ή τους κληρονόμους αυτού.
📌 Το παρόν άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική επιμέλεια της ασκ. δικηγόρου, Μαρίας Μητρακοπούλου.
📌 Για να αναλάβουμε και τη δική σας υπόθεση, καλέστε μας ☎️ στα τηλ. 2310-225738.