Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ “Αν τα περιστατικά στα οποία, κυρίως ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το Δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου, ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη”.
Οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω άρθρου στις μισθωτικές συμβάσεις, είναι : α) η μεταβολή των περιστατικών στα οποία τα μέρη στήριξαν τη σύμβαση ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, β) η μεταβολή αυτή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους ή απρόβλεπτους, γ) από τη μεταβολή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής.
Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, κλπ.