ΜΠρΑθ 1057/2019
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 147 παρ. 2, 933, 940Α ΚΠολΔ
Αναγκαστική εκτέλεση· ανακοπή κατά της κατάσχεσης· ακύρωση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης· για τον υπολογισμό του υποχρεωτικού επταμήνου για τη διενέργεια του πλειστηριασμού δεν συμπεριλαμβάνεται το χρονικό διάστημα 1 έως 31 Αυγούστου.
Με την υπό κρίση ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτή, ζητούν οι ανακόπτοντες ν’ ακυρωθούν η από 20.11.2018 επιταγή προς εκτέλεση που βρίσκεται κάτω από το αντίγραφο του εκτελεστού α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και η υπ’ αριθ. …/1.2.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών […], δυνάμει των οποίων επισπεύδεται σε βάρος τους από την καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαίτησης της συνολικού ποσού 123.190,59 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την υπ’ αριθ. …/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει της υπ’ αριθ. …/8.1.2006 συμβάσεως επιδοτούμενου στεγαστικού δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ των ανακοπτόντων και της καθ’ ης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του ν. 4335/2015, αφού η αναγκαστική εκτέλεση ξεκίνησε την 23.11.2018, ήτοι, μετά την 1.1.2016. Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 933 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθ. 614επ ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθ. 934 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ. Επομένως, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά το άρθρο 940Α ΚΠολΔ ορίζεται ότι στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Έτσι, εφόσον η έναρξη ή λήξη οιασδήποτε προθεσμίας σχετιζόμενης με την εκτελεστική διαδικασία εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου, παρατείνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη Σεπτεμβρίου (βλ. ΑΠ 1737/2014, ΧρΙΔ 2015. 290, Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. β΄, σ. 689, Μπέης Πολιτική Δικονομία 22, σ. 1526).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης δεδομένου ότι με αυτή επισπεύδεται αναγκαστικός πλειστηριασμός, η διενέργεια του οποίου θα γίνει ηλεκτρονικά την 4.9.2019, ήτοι επτά μήνες και δύο ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης που έλαβε χώρα την 1.2.2019 συμπεριλαμβανομένου, όμως, για τον υπολογισμό του επτάμηνου και του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 940Α ΚΠολΔ. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 940Α, 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 20.11.2018 επιταγής προς εκτέλεση που βρίσκεται κάτω από το αντίγραφο του εκτελεστού α΄ απογράφου της υπ’ αριθ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αριθ. …/1.2.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών […], εκτίθεται σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό την 4.9.2019 από την καθ’ ης ένα διαμέρισμα του […] ορόφου, επιφάνειας 81 τ.μ., που βρίσκεται στην […] επί της οδού […] αρ. […], συγκυριότητας των ανακοπτόντων κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου στον καθένα για την ικανοποίηση απαίτησης αυτής συνολικού ποσού 123.190,59 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων που απορρέει από την υπ’ αριθ. …/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει της υπ’ αριθ. …/8.1.2006 συμβάσεως επιδοτούμενου στεγαστικού δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ των ανακοπτόντων και της καθ’ ης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ορίσθηκε πλειστηριασμός επτά μήνες και δύο ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης που έλαβε χώρα την ημερομηνία της σύνταξής της (1.2.2019) συμπεριλαμβανομένου, όμως, για τον υπολογισμό του υποχρεωτικού επτάμηνου που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ για τον ορισμό της ημέρας του πλειστηριασμού, και του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου καίτοι η επτάμηνη αυτή προθεσμία αναστέλλεται, κατά τα εκτιθέμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Συνεπώς, εσφαλμένα προσδιορίσθηκε με την προσβαλλόμενη έκθεση ο πλειστηριασμός του ακινήτου των ανακοπτόντων για την 4.9.2019, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 940Α ΚΠολΔ και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της ανακοπής και να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …/1.2.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών […], παρέλκει δε η εξέταση της βασιμότητας των λοιπών λόγων της ανακοπής που αφορούν την ακυρότητα της ως άνω πράξης. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθ. 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και σε δίκες ανακοπής κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι το δικαστήριο μπορεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως, όταν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, η οποία αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης που εκκρεμεί ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, να αναβάλει ή, κατά νομική ακριβολογία, να αναστείλει τη συζήτηση της υπόθεσης μέχρι περατώσεως της άλλης δίκης με έκδοση τελεσίδικης ή αμετάκλητης απόφασης. Η αναβολή αυτή της συζήτησης γίνεται χάριν της οικονομίας της δίκης και για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ. (βλ. ΑΠ 190/2001, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγους της ανακοπής οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης, ήτοι, ακυρότητα της υπ’ αριθ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που συνεπιφέρει και την ακυρότητα της προσβαλλόμενης από 20.11.2018 επιταγής προς πληρωμή την οποία (ακυρότητα) στηρίζουν στους λόγους που εκθέτουν και στην από 4.12.2018 (αριθ. εκθ. κατ. …/11739/2018) ανακοπή τους (άρθρο 632 ΚΠολΔ) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, η συζήτηση της οποίας έχει προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 5.6.2019. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι οι ως άνω λόγοι της κρινόμενης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανάγονται στην εγκυρότητα της υπ’ αριθ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ταυτίζονται με τους λόγους της από 4.12.2018 ανακοπής κατά της παραπάνω διαταγής, πρέπει, για την εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, να ανασταλεί η παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης επί της προαναφερόμενης ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της υπ’ αριθ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παρατηρήσεις
Νικολάου Μ. Κατηφόρη, Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών:
Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται, ανάλογα προς τον σκοπό και τη λειτουργία που επιτελούν, σε ενέργειες στις οποίες η συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας, άλλως αποδυναμώνεται το δικαίωμα του διαδίκου να την ασκήσει και προπαρασκευαστικές, οι οποίες πρέπει να περάσουν για να γίνει η συζήτηση ή για να διενεργηθεί η κρίσιμη διαδικαστική πράξη. Περαιτέρω, στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες, όπως στις προθεσμίες ενέργειας, η μέτρηση γίνεται με κατεύθυνση προς το μέλλον (λ.χ. από την επόμενη της επιδόσεως) και όχι προς το παρελθόν (λ.χ. από την προηγούμενη ημέρα της συζητήσεως).
Στο πλαίσιο αυτό, αφετηριακό σημείο διεξαγωγής του πλειστηριασμού είναι η ημέρα που έγινε η κατάσχεση, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία, η ημέρα του πλειστηριασμού, ως υποχρεωτικό στοιχείο του περιεχομένου της κατασχετήριας εκθέσεως, «ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή…». Πρόκειται για ρύθμιση αντίστοιχη της προϊσχύσασας, προ του ν. 4335/2015, διατάξεως του άρθρου 998 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ, υπό την οποία «Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν σαράντα ημέρες από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση…». Μάλιστα, καθώς βάσει της γενικής θεωρίας των προθεσμιών δεν αναστέλλονται κατά τον μήνα Αύγουστο οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες, μη εφαρμοζόμενου εν προκειμένω του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ –το οποίο, υπό την προϊσχύσασα διατύπωσή του, περιελάμβανε στην απαρίθμησή του τη διάταξη του άρθρου 998 § 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ (περί των τεσσάρων μηνών ως απώτατου ορίου για τη διενέργεια του πλειστηριασμού) και όχι εκείνη του άρθρου 998 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ– δεν πρέπει να συγχέεται το μη συναφές με την παρούσα προβληματική ζήτημα της απαγορεύσεως της διενέργειας πράξεων εκτελέσεως από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, της οποίας (απαγορεύσεως) δεν μπορεί να αποτελεί κατά νόμο συνέπεια η αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας.
Εξ άλλου, επιχείρημα υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής ότι δεν αναστέλλεται η 7μηνη προθεσμία του άρθρου 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ μπορεί να αντληθεί και από τις αιτιολογίες της ΑΠ 1734/2014, με την οποία κρίθηκε, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 940Α ΚΠολΔ στα πλοία και τα αεροσκάφη, ότι η τελευταία ρύθμιση (άρθρο 940Α ΚΠολΔ) δεν ήταν επαρκές νομοθετικό έρεισμα για την αναστολή της προθεσμίας για την άσκηση της αναγγελίας κατά το χρονικό διάστημα 1-31 Αυγούστου, ώστε να καταστεί αναγκαία η προσθήκη με το άρθρο 4 § 4 του ν. 2298/1995 στις προθεσμίες του άρθρου 147 αρ. 2 ΚΠολΔ και αυτής του άρθρου 972 § 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ. Και τούτο, με συνεκτίμηση και της πάγιας θέσεως της νομολογίας του Ακυρωτικού περί της εφαρμογής του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ και στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες,με συνέπεια, κατά την ίδια διάταξη, τη λήξη της 40νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 998 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, δηλαδή μετά τη 15η Σεπτεμβρίου, κατά το προϊσχύσαν άρθρο 998 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ.
Επομένως, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο διασφαλίζονταν επαρκώς τα δικαιώματα του καθ’ ου, στο μέτρο που αυτός εδύνατο να ασκήσει, τόσο την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μέχρι τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως (άρθρο 934 § 1β ΚΠολΔ), όσο και τα ένδικα βοηθήματα των άρθρων 954 § 4 εδ. α΄ και 1000 ΚΠολΔ, τα οποία έπρεπε να κατατεθούν, με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρα 954 § 4 εδ. γ΄, 1000 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Οι ίδιες τελολογικές σταθμίσεις διέπουν, κατά μείζονα λόγο, και την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις της οποίας, κατά τη βούληση του δικονομικού νομοθέτη (ν. 4335/2015), δεν περιλαμβάνεται η (προπαρασκευαστική) ελάχιστη 7μηνη προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Ειδικότερα, δυσχερώς μπορεί να γίνει λόγος για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του καθ’ ου, ο οποίος, υπό τον νέο ΚΠολΔ, δύναται να ασκήσει αφενός μεν την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα σε 45 ημέρες από την ημέρα της κατασχέσεως, αφετέρου δε την ανακοπή του άρθρου 954 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ και την αίτηση αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολΔ είκοσι (20) και δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού αντιστοίχως.
Κατά συνεκδοχή, καθώς τα εν λόγω δικονομικά δικαιώματα του καθ’ ου, μετά τον ν. 4335/2015, μπορούν να ασκηθούν σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο, σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο, της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού, η μη πρόβλεψη της 7μηνης προθεσμίας του άρθρου 954 § 2 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ στη διάταξη του άρθρου 147 § 2 ΚΠολΔ αποτελεί συνειδητή επιλογή του νομοθέτη (εκούσιο κενό), ώστε να μην τίθεται ζήτημα ανάλογης εφαρμογής της τελευταίας ρυθμίσεως στην κατεύθυνση της αναστολής της εν λόγω προθεσμίας από την 1η έως την 31η Αυγούστου.
Πηγή: Sakkoulas-Online