ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ:

Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα σε περίπτωση γάμου/ συμφώνου συμβίωσης/ ελεύθερης ένωσης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 

Ι) Περιουσιακή κατάσταση των συζύγων/ συμβίων με σύμφωνο συμβίωσης μετά τη σύναψη του γάμου/ την κατάρτιση του συμφώνου

ΙΙ)Ορισμός αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα – Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης του θεσμού

ΙΙ) Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα σε περίπτωση τέλεσης γάμου ή       συμφώνου συμβίωσης

ΙV) Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα σε περίπτωση ελεύθερης ένωσης του ζευγαριού

—————

Ι) Περιουσιακή κατάσταση των συζύγων/ συμβιούντων με σύμφωνο συμβίωσης μετά τη σύναψη του γάμου/ την κατάρτιση του συμφώνου

Η σύναψη γάμου επιφέρει πληθώρα εννόμων συνεπειών, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης των συζύγων. Ειδικότερα, το Άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «…ο γάμος δε μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων». Δηλαδή, ακόμα και μετά την τέλεση του γάμου οι περιουσίες των δύο συζύγων παραμένουν χωριστές και ο κάθε σύζυγος διαχειρίζεται τη δική του κατά βούληση. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι αποκλείεται η απόκτηση κοινών περιουσιακών αγαθών από τους συζύγους, ωστόσο η κοινή κτήση δεν επέρχεται ipso facto, λόγω του γάμου, αλλά απαιτείται η αξιοποίηση άλλων νομικών θεσμών , όπως πχ η συγκυριότητα ή η κοινωνία δικαιώματος. 

Παράλληλα, ο Αστικός Κώδικας προβλέπει, για όσους συζύγους το επιθυμούν τη δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος της κοινοκτημοσύνης. Το σύστημα αυτό προ της αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου με το ν. 1329/1983 ήταν υποχρεωτικό, ωστόσο πλέον είναι προαιρετικό προκειμένου να συμβαδίζει με την αρχή της ισότητας των φύλων, όπως αυτή κατοχυρώθηκε το πρώτον με το Σύνταγμα του 1975 . Όπως ορίζει το Άρθρο 1403, « οι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκειά του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, αντί για το σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως 1402, σύστημα κοινοκτημοσύνης κατά ίσα μέρη σε περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού του μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης)…». Με συμφωνία των συζύγων, λοιπόν, η οποία περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, υπάρχει δυνατότητα καθιέρωσης κοινωνίας δικαιώματος πάνω στην περιουσία που δημιουργείται όσο διαρκεί ο γάμος. Το σύστημα αυτό, άλλοτε υποχρεωτικό εκ του νόμου, πλέον επιλέγεται σπανίως από τους συζύγους  τόσο  λόγω  της  πληθώρας  μειονεκτημάτων που παρουσιάζει όσο και λόγω του μετασχηματισμού της ελληνικής οικογένειας από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα και της μεταβολής της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία.

Η ίδια ακριβώς ρύθμιση ισχύει και ως προς την περιουσιακή κατάσταση των συμβίων με σύμφωνο συμβίωσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 5§2 του ν.4356/2015 ορίζει ότι «Στις μη προσωπικές σχέσεις των μερών μεταξύ τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο, εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου συμβίωσης, με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης…»

Αποτέλεσμα της διατήρησης των χωριστών περιουσιών των συζύγων είναι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ο ένας σύζυγος να αυξάνει την περιουσία του κατά τη διάρκεια του γάμου με τη συμβολή του άλλου συζύγου, ενώ ο έτερος σύζυγος δεν απολαμβάνει αντίστοιχη αύξηση στη δική του περιουσία. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της καθημερινότητας αποτελούν η περίπτωση όπου ο σύζυγος (στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η γυναίκα) ασχολείται με οικιακές εργασίες είτε αποκλειστικά είτε μερικές ώρες της ημέρας, εγκαταλείποντας ή περιορίζοντας τη δική του επαγγελματική απασχόληση αλλά και η περίπτωση όπου αποκτάται κάποιο μεγάλο περιουσιακό στοιχείο (πχ ακίνητο) στο όνομα ενός μόνο εκ των συζύγων, ενώ συνέβαλαν και οι δύο οικονομικά για την απόκτησή του. Ο νομοθέτης για να αποκαταστήσει αυτήν την αδικία εισήγαγε με το ν. 1329/1983 την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου. 

ΙΙ) Ορισμός αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα – Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης του θεσμού

Όπως προαναφέρθηκε, ο νομοθέτης για την αντιμετώπιση των ανεπιεικών αποτελεσμάτων που επιφέρει το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων εξόπλισε το σύζυγο με τη μικρότερη επαύξηση περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Η αξίωση αυτή έχει ως αντικείμενο τη διεκδίκηση από μέρους του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου ενός μέρους της περιουσίας που ο έτερος σύζυγος απέκτησε χάρη στη δική του συμβολή. Το ποσό που μπορεί να αξιώσει ο σύζυγος ανέρχεται κατά τεκμήριο στο 1/3 της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, χωρίς να αποκλείεται και διεκδίκηση μεγαλύτερου ποσού (στην περίπτωση αυτή ,όμως, ο αιτών βαρύνεται να αποδείξει τη μείζονα συμβολή του, ενώ όταν επικαλείται την τεκμαρτή επαύξηση το βάρος απόδειξης της μικρότερης ή καθόλου συμβολής του φέρει ο αντίδικος). Το τεκμήριο αυτό έχει ως στόχο να διευκολύνει τη διεκδίκηση της περιουσιακής επαύξησης, απαλλάσσοντας το δικαιούχο από το βάρος απόδειξης, και για το λόγο αυτό θεωρείται συνταγματικά θεμιτό. 

Το Άρθρο 1400 του Αστικού  Κώδικα (το οποίο μάλιστα αποτελεί jus cogens, δηλαδή δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση από αυτό με συμφωνία των μερών) ορίζει τα εξής :« Αν ο γάμος λυθεί η ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε µε οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.». Η ίδια αξίωση υπάρχει, λόγω του Άρθρου 5§2 του ν.4356/2015, και μεταξύ των συμβίων με σύμφωνο συμβίωσης μετά τη λύση του συμφώνου.

Η εισαγωγή της αξίωσης αυτής στο ελληνικό δίκαιο κρίθηκε αναγκαία για την υλοποίηση της αρχής της ισότητας των φύλων και για την αποκατάσταση των οικονομικών ανισοτήτων που προκύπτουν λόγω της οικονομικής διαχείρισης που γίνεται στα πλαίσια του γάμου. Η νομολογία παγίως διακηρύσσει ότι η αξίωση αυτή εξυπηρετεί την ιδέα της Δικαιοσύνης, καθώς κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου δημιουργείται μεταξύ των συζύγων μία de facto κοινοκτημοσύνη. Δηλαδή, οι σύζυγοι αντιλαμβάνονται τις περιουσίες τους ως μία και ενιαία (αν και νομικά παραμένουν χωριστές), επομένως είναι αδιάφορο για αυτούς ποιά από τις δύο ατομικές περιουσίες θα αυξηθεί περισσότερο ή σε ποιάν θα περιέλθει ένα περιουσιακό στοιχείο, για την απόκτηση  του οποίου και οι δύο υπέμειναν οικονομικές θυσίες (Βλ. ΕφΑθ 9274/1996, Αρµεν. 1997).

Ωστόσο, μετά τη λύση του γάμου παύει αυτή η de facto κοινοκτημοσύνη, πρέπει, επομένως, να γίνει μια δίκαιη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, αποδίδοντας σε έκαστο των συζύγων το μέρος κατά το οποίο συνέβαλε στην κτήση τους.

ΙΙΙ) Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα σε περίπτωση τέλεσης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης

Προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι κατά το Άρθρο 1400 ΑΚ: 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή η συμπλήρωση τριετούς διάστασης , 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και 3) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του άλλου συζύγου στην επαύξηση αυτή. Η συμβολή του δικαιούχου της αξίωσης μπορεί να είναι υλική ή ηθική. Ενδέχεται να συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, όπως είναι οι υπηρεσίες που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, εφόσον όμως αυτές υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλεται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες (1389 και 1390 ΑΚ) (Βλ. ΑΠ 101/2020 ΑΠ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Ενδεικτικά, μπορεί να έχει ως αντικείμενο την παροχή κεφαλαίων σε οποιαδήποτε μορφή, την παροχή οικιακών υπηρεσιών, την παροχή στέγασης, την ψυχική τόνωση, την παροχή συμβουλών κλπ.

Η αξίωση είναι χρηματική, δηλαδή αντικείμενο της αξίωσης είναι το ποσό κατά το οποίο συνέβαλε ο σύζυγος και όχι τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με τη συμβολή του- χωρίς, ωστόσο να αποκλείεται η αυτούσια επιδίκασή τους (Βλ. Ν.Τριάντος, Αστικός Κώδικας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, σ. 1683 επ, Νομική βιβλιοθήκη, εκδ. 2010).

Επιπροσθέτως, δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων συμφωνία για το ποσοστό συμμετοχής στα αποκτήματα του κάθε συζύγου, ή για το ποια αποκτήματα θα συνυπολογισθούν για τον προσδιορισμό του ύψους της αξίωσης, πολλώ δε μάλλον είναι ανίσχυρη η εκ των προτέρων ολική η μερική παραίτηση του δικαιούχου, όπως ορίζει το Άρθρο 1401 του ΑΚ. Τουναντίον, είναι καθόλα νόμιμη η παραίτηση του δικαιούχου, καθώς και οποιοσδήποτε διακανονισμός μεταξύ των συζύγων, εφόσον συντελείται μετά τη γέννηση της αξίωσης.

Χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης είναι η αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή η συμπλήρωση της τριετούς διάστασης των συζύγων. Πριν από το χρονικό αυτό σημείο δεν είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης, αφού ο δικαιούχος έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας. Το άρθρο 1402 ΑΚ προβλέπει ότι για τη διασφάλιση της ικανοποίησης του δικαιώματός του ‘‘…καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400, να ζητήσει από τον άλλο σύζυγο ή από τους κληρονόμους του την παροχή ασφάλειας, αν εξαιτίας της συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωση του”. Τέτοια ασφάλεια μπορεί να θεωρηθεί το ενέχυρο, η υποθήκη, η εγγύηση με εγγυητή ή εγγυητική επιστολή ή η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. 

ΙV) Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα σε περίπτωση ελεύθερης ένωσης του ζευγαριού

Προαπαιτούμενη για την εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ είναι η προΰπαρξη γάμου. Έχει απασχολήσει τη νομολογία κατά πόσο το άρθρο αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικά στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης, όταν δηλαδή ένα ζευγάρι συζεί χωρίς γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης. Προϋποθέσεις αναλογικής εφαρμογής μιας διάταξης είναι η ύπαρξη ακούσου κενού ως προς τη νομοθετική ρύθμιση μιας βιοτικής σχέσης και η ουσιώδης ομοιότητα της σχέσης αυτής με άλλη, η οποία είναι νομοθετικά ρυθμισμένη. Η νομολογία έχει αποφανθεί κατηγορηματικά ότι δε χωρεί ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ στην περίπτωση της ελεύθερης ένωσης διότι, αφενός ο νομοθέτης εκούσια άφησε αρρύθμιστη τη συγκεκριμένη περίπτωση, μολονότι γνώριζε ως υπάρχουσα de facto την εν λόγω κατάσταση, αφετέρου επειδή οι δύο βιοτικές σχέσεις παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές ως προς τη σύσταση, τη λειτουργία, τη λύση, τα απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις κλπ. Τα δικαστήρια, λοιπόν, κρίνουν ότι αφού οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι δεν τέλεσαν γάμο, δεν επιθυμούν να υπαχθούν στις νομικές ρυθμίσεις που τον διέπουν (Βλ. ΑΠ206/2011· ΑΠ874/2008, ΧΡΙΔ 2009/139).

Αφού εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του 1400 ΑΚ η περίπτωση της ελεύθερης ένωσης, εφαρμοστέες για την διεκδίκηση της περιουσιακής ωφέλειας που απέκτησε ο ένας σύντροφος κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης με τη συμβολή του άλλου είναι οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι ίδιες διατάξεις είναι εφαρμοστέες και την επαύξηση της περιουσίας του ενός συντρόφου πριν την κατάρτιση του συμφώνου συμβίωσης, όπως ορίζει ρητά το Άρθρο 6 του ν. 4356/2015. Μάλιστα, λόγω της κατηγορηματικής θέσης της νομολογίας περί επικουρικότητας της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, τυχόν σώρευση της αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα με την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού απορρίπτεται παγίως ως νόμω αβάσιμη (Βλ. Χ. Παπαδάκης, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σ.66, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017).

Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε “χωρίς νόμιμη αιτία”, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος –προϋπόθεση που δεν απαιτείται για την άσκηση της αξίωσης του 1400 ΑΚ. Κρίσιμο, δηλαδή, στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. 

Δεδομένου ότι στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης ανταλλάσσονται επί καθημερινής βάσεως μεταξύ των συντρόφων αγαθά και υπηρεσίες πρέπει να γίνει μια ποιοτική διάκριση μεταξύ των παροχών αυτών. Οι μεν καθημερινές παροχές μικρής οικονομικής αξίας, οι οποίες γίνονται από ελευθεριότητα χωρίς πρόθεση ανταλλάγματος, δε γεννούν αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, καθώς αυτός δεν είναι αδικαιολόγητος. Οι δε παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, όμως, έχουν μια ανταποδοτική βάση (χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στην περίπτωση αυτή) , οπότε σε περίπτωση λήξης  της συμβίωσης υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης της συνεισφοράς στα αποκτήματα με τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις.

Δεν αρκεί για την αναζήτηση των παροχών αυτών η συμβίωση αλλά απαιτείται η δημιουργία ενός συνδέσμου εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβίων, με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου. Έτσι, σε περίπτωση αυθαίρετης λύσης της συμβίωσης από τον έναν σύντροφο, ο άλλος έχει αξίωση απόδοσης του πλουτισμού είτε για αιτία λήξασα (όταν οι παροχές στηρίχθηκαν στη μονιμότητα της συμβίωσης) είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δόθηκαν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος -ΑΠ 1751/2014).

Επομένως, οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι εφαρμοστέες όταν οι παροχές αυτές γίνονται με την προοπτική τέλεσης μελλοντικού γάμου. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο γάμος ακολούθησε εκ των υστέρων, αλλά λύθηκε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μάλλον δεν είναι δυνατή η διεκδίκηση της περιουσιακής επαύξησης του συντρόφου που συντελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα της προ του γάμου συμβίωσης,  διότι δε διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες για τέλεση μελλοντικού γάμου (βάση της παροχής) αλλά, αντίθετα εκπληρώθηκαν (ΜονΕφΘες314/2019, περιοδικό Αρμενόπουλος, τεύχος 7, Ιούλιος 2020). 

Επί της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν υφίσταται νόμιμο μαχητό τεκμήριο για την ύπαρξη και το ύψος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξησης της περιουσίας το υπόχρεου, με συνέπεια ότι καλείται ο ίδιος ο δικαιούχος να αποδείξει το ποσοστό συμβολής του στην αύξηση της περιουσίας του ατόμου με το οποίο συμβιούσε εκτός γάμου (ΜΠρΣερρ 23/2020).

Επιπλέον, άλλο δικονομικό μειονέκτημα της ως άνω αξίωσης είναι ότι για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών απαιτείται να αποδείξει ο ενάγων την έλλειψη νόμιμης αιτίας (ενώ δεν υπάρχει τέτοιο βάρος απόδειξης στην αξίωση του 1400, καθώς για την εφαρμογή της δεν προϋποτίθεται η έλλειψη νόμιμης αιτίας). Τέλος, μια σημαντική διαφοροποίηση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι ότι, σε αντίθεση με την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα , εκχωρείται και κληρονομείται ελεύθερα.

  • ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΜΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΙΣΣΑ, ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ.