ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΕφΘεσ 785/2019
Αφανής εταιρεία: πρόκειται για προσωπική εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω· ο αφανής εταίρος δεν καθίσταται συγκοινωνός των δικαιωμάτων ή συνοφειλέτης των υποχρεώσεων αλλά συμμετέχει μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών· σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47-50 ΕμπΝ, όπως ίσχυαν πριν καταργηθούν με τον ν. 4072/2012, μετά τη λύση της αφανούς εταιρείας, δεν χρειάζεται να ακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης διότι δεν υπάρχει εταιρική περιουσία· ό,τι αποκτά κατά κυριότητα ο εμφανής εταίρος στο όνομά του με εταιρικά χρήματα, οφείλει να το μεταβιβάσει στον αφανή εταίρο κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας· αν ο εμφανής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον αφανή το μερίδιό του από τα κέρδη, στοιχείο της αγωγής είναι ο ακριβής προσδιορισμός των κερδών.
Αγωγή της συζύγου με αίτημα την απόδοση της συμμετοχής της στα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου στο πλαίσιο αφανούς εταιρείας που είχαν συστήσει παράλληλα με την ερωτική τους σχέση και, αργότερα, τον συζυγικό βίο· δεν αποδείχθηκε η συμφωνία για σύσταση αφανούς εταιρείας και ανάληψη κοινών κινδύνων· απορρίπτει την αγωγή.
Κατά τη διάταξη του άρθρο 741 Α.Κ. με τη σύμβαση εταιρείας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό. Η εισφορά των εταίρων μπορεί να συνίσταται στην εργασία τους, σε χρήματα ή σε άλλα αντικείμενα, καθώς και σε κάθε, άλλη παροχή (άρθρο 742 Α.Κ.). Η εταιρεία είναι συναινετική σύμβαση, η οποία συνάπτεται με τη θέληση των συμβαλλομένων, δηλαδή με τη σύμπτωση δηλώσεων βούλησης αυτών για τη μεταξύ τους εταιρική συνεργασία για επιδίωξη κοινού εταιρικού σκοπού με ανάληψη κοινών κινδύνων από τη λειτουργία της (Α.Π. 1047/1999, Εφ.Αθ 7717/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αφανής ή μετοχική εταιρία είναι η προσωπική χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία εταιρεία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα, οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνο ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας- του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του τελευταίου ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι) που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 ΕμπΝ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργηση τους με το άρθρο 294 παρ. 2 του ν. 4072/2012, προκύπτει ότι στην αφανή εταιρεία, που δεν έχει νομική προσωπικότητα, εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις περί εταιρειών του Αστικού κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. Α.Κ. αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 767 Α.Κ. ορίζει ότι «Εταιρεία που έχει αόριστη διάρκεια λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου. Αν ο εταίρος κατήγγειλε την εταιρεία ακαίρως και χωρίς σπουδαίο λόγο, που να δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία ενέχεται για τη ζημία, που προκάλεσε στους άλλους». Μετά τη λύση της αφανούς εταιρείας δεν απαιτείται να επακολουθήσει υποχρεωτικώς στάδιο εκκαθάρισης, διότι δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικώς έναντι των τρίτων με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής εκ μέρους του αφανούς εταίρου κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 779 έως 782 Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 719 Α.Κ. κατά του εμφανούς εταίρου προς απόδοση της ανήκουσας σ΄ αυτόν μερίδας εκ των εταιρικών κερδών καθώς και της εισφοράς του, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί εκκαθάριση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο μεταξύ των εταίρων (άρθρο 361 Α.Κ.) ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαία η εκκαθάριση διότι από την παράλειψή της επέρχεται σύγχυση (Ολ. ΑΠ 31/1998, Α.Π. 1630/2013, Α.Π. 116/2013, ΝΟΜΟΣ). Σε όσες περιπτώσεις διενεργείται εκκαθάριση αυτή αποτελεί τρόπο διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων, προκειμένου να προπαρασκευασθεί η διανομή. Περαιτέρω, από τα άρθρα 758 και 762 Α.Κ. συνάγεται ότι κάθε τί που αποκτά ο διαχειριστής εμφανής εταίρος από την άσκηση της δραστηριότητας της εταιρείας έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός, σε περίπτωση δε διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός μεταξύ των εταίρων κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδη κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση όλων των εξόδων. Επομένως, όταν ο εμφανής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον εμφανή εταίρο την ανάλογη από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, στοιχείο της αγωγής και της απόφασης που επιδικάζει τα κέρδη αυτά είναι ο ακριβής προσδιορισμός των καθαρών κερδών, που επιδικάζονται. Τέλος ο εμφανής εταίρος είναι υποχρεωμένος το πράγμα, που απέκτησε κατά κυριότητα στο όνομά του αλλά με εταιρικά χρήματα να το μεταβιβάσει κατά κυριότητα με άλλη δικαιοπραξία και στους αφανείς εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας καθενός. Η υποχρέωση αυτή του εμφανούς εταίρου εκβιάζεται με την αγωγή του άρθρου 949 του Κ.Πολ.Δ (Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, υπό το άρθρο 949 σελ. 956, σημ. Γ, Εφ.Πατρ 1089/2007, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3478/1985 ΝοΒ 33, 1568, ΕφΑθ 1660/1980, ΝοΒ 29, 1116).
Οι σχέσεις των διαδίκων υπήρξαν σχετικά ομαλές μέχρι τα μέσα του έτους 2008, οπότε ο εναγόμενος συνήψε εξωσυζυγικό δεσμό κατά τη διάρκεια της μόνιμης απουσίας της ενάγουσας στην Αθήνα λόγω του εκεί διορισμού της. Από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους διασπάσθηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωσή τους, καθόσον η μεν ενάγουσα εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ο δε εναγόμενος συγκατοίκησε με τη νέα του σύντροφο, από την οποία μάλιστα περίμενε το πρώτο του παιδί. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι από την στιγμή που σύνηψαν ερωτικό δεσμό το έτος 1982 μέχρι την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των, τον Οκτώβριο του 2008 είχε συμφωνήσει άτυπα με τον εναγόμενο τη σύσταση αφανούς εταιρείας αορίστου χρόνου με σκοπό την εκμετάλλευση των επιχειρήσεων του εναγομένου με εμφανή εταίρο και διαχειριστή αυτής τον τελευταίο και αφανή την ίδια με ποσοστό συμμετοχής έκαστου στις κερδοζημίες 50%. Για το σκοπό αυτό συνέβαλε κυρίως με την προσωπική της εργασία, αλλά και με έσοδά της από το επάγγελμά της ως νηπιαγωγός στα διάφορα έξοδα της εταιρείας (πληρωμές προμηθευτών, δημοσίου, ασφαλιστικών οργανισμών, ανακαινίσεις κλπ), ενώ τόσο τα δύο ως άνω ακίνητα, η εμπορική αξία των οποίων ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 80.000 ευρώ για το ακίνητο στην Αθήνα και στο ποσό των 390.000 ευρώ για το ακίνητο στη Μύκονο, όσο και η συλλογή των παλαιών ειδών, η σημερινή αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 330.538 ευρώ, αποκτήθηκαν με χρήματα της εταιρείας. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, η εξετασθείσα με επιμέλεια της ενάγουσας μάρτυρας απόδειξης, κατέθεσε ότι οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων από την αρχή της σύναψης του ερωτικού τους δεσμού, το έτος 1982, ήταν οι σχέσεις ενός ζευγαριού και όχι οι σχέσεις δύο εταίρων. Η εν λόγω μάρτυρας έχουσα άμεση γνώση λόγω της ιδιαίτερα στενής φιλικής σχέσης με τους διαδίκους επιβεβαίωσε τη συμβολή της ενάγουσας στην άνθιση των επιχειρήσεων του εναγομένου, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η ενάγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να εισφέρει χρήματα στις επιχειρήσεις του ενάγοντος, παρά μόνο εργασία και «απύθμενη ενέργεια», χωρίς όμως να καταθέσει ο,τιδήποτε για την φερόμενη συμφωνία των διαδίκων περί σύστασης αφανούς εταιρείας. Η μόνη συμφωνία των διαδίκων ήταν η συναπόφασή τους να λειτουργούν ως ανδρόγυνο σε κάθε τομέα της κοινής τους πορείας, είτε ήταν προσωπική, είτε ήταν επαγγελματική. Συνηγορεί στα παραπάνω και η ανωμοτί εξέταση της ίδιας της ενάγουσας, που δεν ήταν σε θέση να καταθέσει συγκεκριμένα πότε και πως συμφώνησε με τον εναγόμενο τη σύσταση αφανούς εταιρείας, ποιοί ήταν οι επιμέρους όροι αυτής και πότε συμφώνησαν τη λύση της. Ο δε ισχυρισμός της ότι ενώ στην αρχή είχε αποφασισθεί το ακίνητο της Μυκόνου να αγορασθεί στο όνομά της, καθόσον αυτή θα λειτουργούσε την επιχείρηση στο νησί, τελικά η σκέψη αυτή εγκαταλείφθηκε για λόγους γραφειοκρατικούς, ελέγχεται ως αναληθής, αφού δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο οποιοσδήποτε λόγος που να εμπόδιζε τη σύναψη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου στο δικό της όνομα ακόμη και αν η επιχείρηση του παλαιοπωλείου λειτουργούσε στο όνομα του εναγομένου, καθόσον η ίδια λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής της ιδιότητας απαγορευόταν να ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Η πρόθεση της ενάγουσας να συμπορευθεί στη ζωή της με τον εναγόμενο ως σύζυγος μόνο και όχι ως αφανής εταίρος επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της αγωγής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, -που προηγήθηκε της κρινόμενης αγωγής- στην οποία αιτούμενη την καταβολή ποσού 500.000 ευρώ από τον εναγόμενο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης., που υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητας της συνεπεία της εκ μέρους του σύναψης εξωσυζυγικού δεσμού, αναφέρει στη δεύτερη σελίδα της ότι «εννοείται ότι ουδέποτε έλαβα οιαδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες μου αυτές, τις οποίες προσέφερα στο κοινό ταμείο που είχαμε στα πλαίσια της συμβίωσης και της απόφασης να είμαστε πάντα μαζί, ακόμη και πριν το γάμο, πολύ περισσότερο μετά από αυτόν». Επομένως και η ίδια η ενάγουσα ρητά αναφέρει ότι η προσφορά των οποιωνδήποτε υπηρεσιών της έγινε μόνο στα πλαίσια της συμβίωσής τους, χωρίς σε κανένα σημείο να κάνει μνεία για τη σύσταση μεταξύ τους αφανούς εταιρείας, η οποία (σύσταση) –κατά τη μείζονα της παρούσας σκέψη- προϋποθέτει σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεων των διαδίκων για τη μεταξύ τους εταιρική συνεργασία προς επιδίωξη κοινού εταιρικού σκοπού, που όμως ουδόλως αποδείχθηκε. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ούτε η συμφωνία των διαδίκων για ανάληψη κοινών κινδύνων από τη λειτουργία της φερόμενης αφανούς εταιρείας και ειδικότερα ποιους κινδύνους ανέλαβε η ενάγουσα ως αφανής εταίρος, ενόψει του ότι από το έτος 2004 που μεταφέρθηκε η επιχείρηση του εναγομένου της Θεσσαλονίκης σε νέα έδρα, αυτή έπαψε να είναι επικερδής και παρουσίασε ζημίες, με οφειλές προς τρίτους, προς το δημόσιο και ασφαλιστικούς οργανισμούς (βλ. σχετ. πίνακα ληξιπρόθεσμων οφειλών του εναγομένου προς ΙΚΑ χρονικού διαστήματος από 01-06-2007 έως 31-08-2014 ύψους 33.749,44 ευρώ), δεν νοείται δε στα πλαίσια μια εταιρικής σύμβασης η ενάγουσα να συμμετέχει μόνο στα κέρδη, όπως θέλει να εμφανίζεται. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να αναιρεθεί από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από την ενάγουσα, -χωρίς ημερομηνία- χειρόγραφης επιστολής, που συνέταξε μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους ο εναγόμενος, η οποία παρά τους περί τους αντιθέτους ισχυρισμούς του περί άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του (άρθρο 457 Κ.Πολ.Δ) έχει υπογραφεί από τον ίδιο, όπως προκύπτει από την σύγκριση της υπογραφής του με αυτήν που υπάρχει επί του από 05-01-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού συμβιβασμού μεταξύ του εναγομένου και της Α. Κ., που ομοίως η ενάγουσα προσκομίζει με επίκληση. Ειδικότερα στην επιστολή αυτή ο εναγόμενος απευθυνόμενος στην ενάγουσα αναφέρει μεταξύ άλλων επί λέξει: «… Δεν ξέρω όμως τα 28 χρόνια που περάσαμε σαν ζευγάρι ζώντας πάντα μαζί, πολύ πριν παντρευτούμε. Περάσαμε καλά, αγωνιστήκαμε και δουλέψαμε σκληρά και πετύχαμε αρκετά. Επιθυμία μου είναι να μείνουμε πάντα φίλοι και συνέταιροι όπως ήμασταν μέχρι τώρα. Θέλω να ξέρεις ότι το μισό ακίνητο της Μυκόνου παρόλο που είναι στο όνομά μου θα είναι δικό σου όπως και το παλαιοπωλείο. Αυτό για να αισθάνεσαι σιγουριά στη ζωή σου…». Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι από το ως άνω περιεχόμενο, συνάγεται η σύσταση μεταξύ τους αφανούς εταιρείας. Ωστόσο, το περιεχόμενο αυτής της επιστολής του εναγομένου, επιβεβαιώνει την συμπόρευση των διαδίκων στην κοινή τους πορεία από το 1982 ως ζευγάρι και όχι ως εταίρων στα πλαίσια λειτουργίας αφανούς εταιρείας που υπήρχε μεταξύ τους. Δείχνει δε αυτή, αφενός την αναγνώριση εκ μέρους του εναγόμενου της προσφοράς της ενάγουσας στην λειτουργία των επιχειρήσεων του, τόσο κατά το χρόνο της ελεύθερης συμβίωσής τους, όσο και κατά το χρόνο της έγγαμης συμβίωσής των και αφετέρου την πρόθεση του εναγόμενου να ρυθμίσει τις περιουσιακές τους σχέσεις ως συζύγων μετά τη διάσπαση του γάμου τους και όχι ως εταίρων αφανούς εταιρείας, αφού αν πράγματι οι διάδικοι είχαν υπάρξει εταίροι αφανούς εταιρείας, η οποία λύθηκε, θα έπρεπε πριν αποδώσει ο εναγόμενος στην ενάγουσα την ανάλογη από την εταιρική σχέση μερίδα των αδιανέμητων κερδών, να έχει λάβει χώρα ο ακριβής προσδιορισμός των καθαρών κερδών, που δεν έγινε. Μετά τις άνω παραδοχές, εφόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε η σύναψη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων οποτεδήποτε για σύσταση αφανούς εταιρείας αορίστου χρόνου με σκοπό την εκμετάλλευση των επιχειρήσεων του εναγομένου με εμφανή εταίρο και διαχειριστή αυτής τον τελευταίο και αφανή την ίδια, η αγωγική αξίωση της ενάγουσας να της μεταβιβάσει ο εναγόμενος αυτά που απέκτησε με εταιρικά χρήματα κατά το λόγο της εταιρικής του μερίδας (50%) είναι ουσιαστικά αβάσιμη και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσία.
[Η λύση της αφανούς εταιρείας, που συστήνεται σιωπηρά μεταξύ συζύγων, αναπτύχθηκε από τη γερμανική νομολογία για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που δημιουργεί η παροχή εργασίας του ενός συζύγου στον άλλον χωρίς εμφανές αντάλλαγμα (βλ. Βασιλικό, Εργασιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων, Αρμ. 1991, σελ 967). Στην ελληνική νομολογία, η λύση της σιωπηρά καταρτιζόμενης αφανούς εταιρείας εξετάστηκε, καταρχάς, με αφορμή την ελεύθερη ένωση. Οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις που αντιμετώπισαν το ζήτημα αυτό έκριναν ότι η ελεύθερη ένωση, ως σχέση κατεξοχήν προσωπική, ιδρύει δεσμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης και δεν συμβιβάζεται με την από κοινού επιδίωξη οικονομικού αποτελέσματος (ΕφΔυκΜακ 54/2007 Αρμ 2008/116 με παρατηρήσεις Κουμάνη, ΜονΠρΚοζ 204/1999 ΝοΒ 2000/1446 με παρατηρήσεις Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη). Κατά τον Άρειο Πάγο, όμως, δεν υπάρχουν οι όροι για ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την αφανή εταιρεία στην ελεύθερη ένωση, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περιπτωση, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύστασης αφανούς εταιρείας (Α.Π 874/2008 ΧρΙΔ 2009/139 με παρατηρήσεις Κουμουτζή). Εξίσου διστακτικά αντιμετωπίζεται η σύσταση αφανούς εταιρείας στο πλαίσιο του γάμου. Σχετικά πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι είναι αντιφατικό να θεωρείται η επιχείρηση του εναγομένου απόκτημα στο σύνολό της και, ταυτόχρονα, ο ενάγων να ζητεί μερίδιο επί των καθαρών κερδών αυτής ως αφανής εταιρεία της (ΠολΠρΑθ 171/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχολιαζόμενη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης δεν έκρινε a priori ως ασύμβατες έννοιες την έγγαμη συμβίωση και την αφανή εταιρεία αλλά απέρριψε την αγωγή με το σκεπτικό ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είχε συσταθεί τέτοια εταιρεία μεταξύ των συζύγων. Με την έννοια αυτή, βρίσκεται πιο κοντά στη συλλογιστική του Αρείου Πάγου. Δυσχέρειες –ίσως ανυπέρβλητες- στην αναγνώριση ότι έχει συσταθεί αφανής εταιρεία μεταξύ των συζύγων θέτουν οι διατάξεις των άρθρων 285 επ του ν.4072/2012. Κατά το άρθρο 285 παρ. 2, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών και δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου της εταιρικής συμφωνίας Κ.Πολ.Δ 393 παρ 2.). Έτσι, μετά την ισχύ των διατάξεων του ν. 4072/2012, γίνεται δεκτό ότι απαιτείται η έγγραφη συμφωνία, ως αποδεικτικός τύπος, για τους όρους που διέπουν τη λειτουργία της αφανούς εταιρείας (βλ. Κόκκινο, Ο νόμος 4072/2012 και το εταιρικό δίκαιο. – Η αφανής εταιρεία και η κοινοπραξία αντιμέτωπες με τον νομοθέτη, Αρμ. 2013, σελ. 1444, ΠολΠρΠατρ 744/2017 ΕΕμπΔ 2018/305 = ΕλλΔνη 2019/545, ΜονΠρΛαμ 212/2018 Αρμ. 2018/786). Σύμφωνα, μάλιστα, με τη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 294 παρ.1 του ν. 4072/2012, οι διατάξεις του εφαρμόζονται και στις αφανείς εταιρείες που δεν τελούσαν σε εκκαθάριση κατά την έναρξη της ισχύος του (ΜονΠρΘεσ 10191/2015 Αρμ. 2016/633).]
Πηγή: Αρμενόπουλος έντυπη έκδοση