ΑΠ 278/2019 (Πολ.)
Περίληψη:
Παράλειψη μεριδούχου συντρέχει και στην περίπτωση που ο διαθέτης γνώριζε μεν την ύπαρξη του αναγκαίου κληρονόμου του ως φυσικού προσώπου, αγνοούσε όμως την ιδιότητά του ως μεριδούχου, λόγω πλάνης ως προς το δίκαιο. Η ακύρωση της διαθήκης αποκλείεται, εφόσον αποδειχθεί ότι ο διαθέτης θα προέβαινε στη σύνταξή της μολονότι γνώριζε την ύπαρξη του παραλειφθέντος μεριδούχου ή ότι αυτός θα καθίστατο μεριδούχος στο μέλλον. Την ακύρωση της διαθήκης μπορεί να ζητήσει μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε.
Κείμενο Απόφασης:
«Αριθμός 278/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή- Εισηγήτρια και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 5η Δεκεμβρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ. συζ. Ι. Π., το γένος Α. Ζ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Εμμανουήλ Λασκαρίδη Του αναιρεσίβλητου: Α. Η. του Η., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Παναγιώτα Παπαδημητρίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-2-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4293/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 680/2016 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-2-2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Συμφώνως προς το άρθρο 1786 εδ. α ΑΚ η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε τον μεριδούχο που υπήρχε κατά τον θάνατο του και η ύπαρξη του κατά την σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή, έγινε μεριδούχος μετά την σύνταξή της. Περαιτέρω, κατ’ αρθρ. 1787 ιδίου κώδικος, την κατά το προηγούμενο άρθρο ακύρωση μπορεί να ζητήσει μόνο μεριδούχος που παραλείφθηκε. Με τις προεκτεθείσες διατάξεις θεσπίζεται ερμηνευτικό κανόνας, κατά τον οποίο, αν ο διαθέτης παρέλειψε τον μεριδούχο, που υπήρχε κατά τον θάνατό του, είτε γιατί κατά την σύνταξη της διαθήκης αγνοούσε την ύπαρξή του, είτε διότι απέκτησε την τοιαύτη ιδιότητα (του αναγκαίου κληρονόμου) μετά την σύνταξη αυτής (διαθήκης), η τελευταία λογίζεται ως γενομένη, υπό την προϋπόθεση της ανυπαρξίας του μεριδούχου και, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η διαθήκη είναι ακυρώσιμη. Εν τοιαύτη περιπτώσει τεκμαίρεται, ότι ο διαθέτης, αν γνώριζε την ύπαρξη του μεριδούχου δεν θα προέβαινε στην σύνταξη της τελευταίας βουλήσεώς του με το περιεχόμενο αυτό. Παράλειψη δε μεριδούχου, κατά την κρατήσασα άποψη, είναι και αν κατά την σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης γνώριζε μεν την ύπαρξη του προσώπου, αλλά (λόγω πλάνης ως προς το δίκαιο) αγνοούσε την ιδιότητά του ως μεριδούχου. Εξετέρου, κατά το εδ. β’ του άνω άρθρου, η ακύρωση της διαθήκης αποκλείεται, όταν ο υπερ του κύρους της διαθήκης μαχόμενος (επικαλεσθεί και) αποδείξει, ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στην σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε. Άρα, εδώ το καθοριστικό και αποδεικτέο είναι ότι ο διαθέτης θα προέβαινε στην σύνταξη της ιδίας διαθήκης και αν ακόμη (κατά την σύνταξη) γνώριζε την ύπαρξη του παραληφθέντος μεριδούχου ή έστω και αν τελούσε υπόψιν του ότι θα γινόταν μετά μεριδούχος του.
ΙΙ. Ο από το αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται , αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Περαιτέρω, αναίρεση επιτρέπεται κατά τον αρ. 11γ του ιδίου άρθρου, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. O λόγος θεμελιώνεται κι αν ακόμη δεν προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπόψιν των, κατά τα ως άνω αποδεικτικών μέσων. Αυτά πρέπει να αφορούν σε απόδειξη ισχυρισμού που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και τέτοιος είναι εκείνος που συνιστά τις προϋποθέσεις γενέσεως της διαγνωστέας έννομης συνέπειας καθώς και εκείνος που στηρίζει την έμμεση απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια. Έτι περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άνω άρθρου, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ουσιώδους διά την έκβαση της δίκης ζητήματος κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνος ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
ΙΙΙ. Η προσβαλλομένη 680/2016, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έχει ως ακολούθως: ” Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων Ι. Π. (της ενάγουσας) και Ρ. Π. (του εναγομένου), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την 3907/2012 απόφαση πρακτικά (μαγνητοφωνημένα) δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις …95/31.3.2015, …06/9.12.2011 και ..07/9.12.2011 ένορκες βεβαιώσεις των Γ. Α., Σ. Κ. και Α. Ρ., αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Ε. Ο., με επιμέλεια της ενάγουσας, στο πλαίσιο άλλης, μεταξύ των διαδίκων, δίκης, οι οποίες εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ566/2001 ΕλΔ43 1041), τις με επίκληση προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ211/2006 ΝοΒ54.849. ΑΠ1659/2005, ΑΠ1063/2004), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 7.8.1988 πέθανε στο ……., και πιο συγκεκριμένα στο Νοσοκομείο “Υγεία”, όπου νοσηλευόταν η Ε. χήρα Η. Η. το γένος Φ. και Ε. Φ., σε ηλικία 98 ετών (έτος γεν. 1890), κάτοικος …. , όσο ζούσε, Ο θάνατος της, σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της, όπως αυτή διορθώθηκε με την ήδη αμετάκλητη 5218/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που συνέταξε ο Ληξίαρχος της Κοινότητας ….., επήλθε από καρδιακή ανακοπή. Η θανούσα, κατά το χρόνο του θανάτου της, άφησε πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τον εναγόμενο γιο της Α. Η. (έτος γεν. 1924) και την ενάγουσα εγγονή της Χ. Π. (έτος γεν. 1950), μοναδικό τέκνο της θυγατέρας της Κ. συζύγου Α. Ζ., η οποία είχε προαποβιώσει στις 9.1.1981 στην …., σε ηλικία 59 ετών (έτος γεν. 1922). Η, κατά το χρόνο του θανάτου της Ε. Η., κληρονομιαία περιουσία της περιλάμβανε το 1/4 εξ αδιαιρέτου δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών (οροφοδιαμερισμάτων), επιφάνειας 91τ.μ.. η καθεμιά, που βρίσκονται στον πρώτο και τρίτο υπέρ το ισόγειο όροφο της κειμένης στη …, επί της οδού … (ήδη 12 πολυώροφης οικοδομής, η οποία έχει χαρακτηριστεί διατηρητέα, με το από 9.11.1983 Π.Δ., που νόμιμα δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ’ 734/28.11.1983. Η πιο πάνω οικοδομή, που αποτελείτο από τέσσερις ορόφους (ισόγειο, πρώτο, δεύτερο και τρίτο όροφο), είχε περιέλθει, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον Η. Η., παππού της ενάγουσας και πατέρα του εναγομένου, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος 13360/1.12.1933 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Β. Π., ο οποίος κατ’έτος 1939 προσέθεσε έναν ακόμη όροφο στους ήδη υπάρχοντες τέσσερις ορόφους, ενώ με το …15/1949 συμβόλαιο, που αποτελούσε ταυτόχρονα και πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας, του συμβολαιογράφου Β. Ζ., που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε, λόγω προίκας, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, στη θυγατέρα του Κ. συζ. Α. Ζ., ενόψει του επικείμενου με τον τελευταίο γάμου της, τα οροφοδιαμερίσματα του ισογείου, κατά ψιλή κυριότητα, του δευτέρου και τέταρτου ορόφου, κατά πλήρη κυριότητα, της εν λόγω πολυώροφης οικοδομής. Ο … πέθανε στις 8.11.1967, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη νόμιμη σύζυγο του Ε. Η., κατά ποσοστό 1/4 εξ’αδιαιρέτου και τα τέκνα του Κ. συζ. Α. Ζ. (μητέρα της ενάγουσας) και Α. Η., εναγόμενο, κατά το υπόλοιπο ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, η κληρονομιαία περιουσία του οποίου περιλάμβανε τα πιο πάνω οροφοδιαμερίσματα στον πρώτο και τρίτο υπέρ το ισόγειο όροφο. Από τους ανωτέρω κληρονόμους του Η. Η., η θυγατέρα του Κ. συζ. Α. Ζ. νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωσή της στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αποποιήθηκε την επαχθείσα σ’αυτήν, λόγω του θανάτου του πατέρα της, κληρονομιά, κατά το κληρονομικό της μερίδιο (1/2 εξ αδιαιρέτου των 3/4) στα ως άνω κληρονομιαία διαμερίσματα (σχετ. η 31/8.3.1968 έκθεση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), και, στη συνέχεια, η ενάγουσα, η οποία, μετά την πιο πάνω αποποίηση της μητέρας της, κατέστη κληρονόμος του αποβιώσαντος παππού της, αποποιήθηκε την επαχθείσα σ’αυτήν κληρονομιά (σχετ. η 33/27.2.1969 έκθεση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), ενώ η σύζυγος του Ε. Η. με τη …14/29.11.1968 πράξη του συμβολαιογράφου Ν. Χ., που νόμιμα μεταγράφηκε, αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’αυτήν κληρονομιά, κατά το κληρονομικό της μερίδιο, 1/4 εξ αδιαιρέτου, επί των ως άνω κληρονομιαίων οριζόντιων ιδιοκτησιών. Αποδείχθηκε ακόμη ότι η Ε. Η.. που, όπως προεκτέθηκε, πέθανε στις 7,8.1988. άφησε την από 4.4.1980 ιδιόγραφη διαθήκη της. που νόμιμα δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη συνεδρίαση της 6.2.2009, με το 225/2009 πρακτικό του και κηρύχθηκε κύρια με την 3659/2009 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία της, η οποία περιλάμβανε το 1/4 ες αδιαιρέτου των πιο πάνω οροφοδιαμερισμάτων (πρώτου και τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου) της ανώτερω πολυώροφης οικοδομής, τον εναγόμενο γιο της Α. Η., αποκληρώνοντας, έτσι, (με την ευρεία έννοια του όρου) τη θυγατέρα της Κ. συζ. Α. Ζ., η οποία, ωστόσο, ως νόμιμη μεριδούχος, δεν έχασε τη νόμιμη μοίρα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά της πιο πανω 3659/2009 απόφασης η ενάγουσα άσκησε την από 3.3.2011 τριτανακοπή ζητώντας ν’ακυρωθεί, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη τελεσίδικη 23391/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που την απέρριψε ως απαράδεκτη (σχετ. το 1315/5.3.2012 πιστοποιητικό του γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης). Η διαθήκη αυτή, την ακύρωση της οποίας ζητά η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: “Σημείωσις Διαθήκης. Επιθυμώ το μερίδιο μου από τη συζυγική μου ακίνητον περιουσία εκ κληρονομιάς να μεταβιβαστή εις τον γιο μου Α. καθόσον το μεγαλύτερο τμήμα αυτής μεταβιβάσθη εις την κόρη μου δια προικός. Εν …. 4 Απριλίου 1980 Ε. Η.”. Μετά ταύτα ο εναγόμενος με την 7694/12.10.2009 δήλωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Ό. Κ.. που νόμιμα μεταγράφηκε, αποδέχθηκε α) την επαχθείσα με την ως άνω διαθήκη κληρονομιά της θανούσας μητέρας του Ε. Η. και β) την επαχθείσα σ’αυτόν, εξ αδιαθέτου, κληρονομιά του θανόντος πατέρα του Η. Η. ήτοι το 1/4 και τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών – οροφοδιαμερισματων, του πρώτου και τρίτου ορόφου της προαναφερόμενης οικοδομής. Περαιτέρω αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι η πραγματική βούληση της διαθέτιδας Ε. Η., η οποία διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τα τέκνα της αλλά και με την ενάγουσα εγγονή της, ήταν η κληρονομιαία περιουσία της, δηλαδή το ιδανικό της μερίδιο (1/4 εξ αδιαιρέτου) στα πιο πάνω οροφοδιαμερίσματα, να περιέλθει, στο σύνολο της, στον εναγόμενο γιο της, ώστε αυτός να αποκτήσει την πλήρη, πλέον, κυριότητα τους και όχι μέρος αυτής, ούτε η νόμιμη μοίρα να περιέλθει στην θυγατέρα της Κ. συζ. Α. Ζ., η οποία βρισκόταν στη ζωή κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, την ιδιότητα της οποίας ως νόμιμης μεριδούχου της γνώριζε. Τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, η τελευταία ήδη από το έτος 1949 είχε λάβει ως προίκα από τον πατέρα της Η. Η. τα υπόλοιπα τρία οροφοδιαμερίσματα της άνω πολυώροφης οικοδομής, για το λόγο δε αυτό, όπως έχει αναφερθεί, αποποιήθηκε το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της μερίδιο στα επίδικα ακίνητα από την κληρονομιά του πατέρα της. Άλλωστε, η διαθέτης στην προσβαλλόμενη διαθήκη με σαφήνεια εξήγησε το λόγο για τον οποίο δεν κατέστησε κληρονόμο της τη θυγατέρα της, αποκληρώνοντάς την. Έτι, περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μετά τον θάνατο της μητέρας της Κ. Ζ., που συνέβη στις 9.1.1981. μετά δηλαδή τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης (4.4.1980) και πριν από τον επισυμβάντα στις 7.8.1988 θάνατο της γιαγιάς της Ε. Η.. απέκτησε την ιδιότητα της αναγκαίας κληρονόμου και νόμιμης μεριδούχου της κληρονομουμένης. Όμως, η διαθέτης, και αν ακόμη γνώριζε την πραγματική κατάσταση που επήλθε, ότι δηλαδή, μετά το θάνατο της θυγατέρας της, νόμιμη μεριδούχος θα γινόταν η ενάγουσα εγγονή της. και πάλι την ίδια διαθήκη, με το αυτό περιεχόμενο θα συνέτασσε, καθόσον σταθερή θέλησή της ήταν η κληρονομιαία περιουσία της να περιέλθει, στο σύνολο της, στον εναγόμενο γιο της και σε κανέναν άλλο, κρίση του Δικαστηρίου που ενισχύεται από το γεγονός ότι η διαθέτης, αφότου πέθανε η θυγατέρα της και μέχρι το θάνατο της, δεν προέβη, αν και είχε την ικανότητα, στην ανάκληση της επίμαχης διαθήκης της, συντάσσοντας νέα διαθήκη είτε δημόσια είτε ιδιόγραφη, τούτο δε προφανώς, επειδή δεν επιθυμούσε ούτε και η ενάγουσα, εγγονή της, να κληρονομήσει έστω και μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας της. Εξάλλου, και η τελευταία, όπως έχει αναφερθεί, ενόψει του ότι στη μητέρα της είχαν, ως προίκα, περιέλθει τα τρία ως άνω διαμερίσματα, μετά τη γενόμενη από τη μητέρα της αποποίηση και αυτή αποποιήθηκε το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της μερίδιο στα επίδικα ακίνητα από την κληρονομιά του παππού της Η. Η.. Άλλωστε, πρέπει να αναφερθεί ότι από το χρόνο θανάτου της διαθέτιδας ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν τα επίδικα διαμερίσματα, τα οποία εκμίσθωνε σε τρίτους, εισπράττοντας, για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό, το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς, ποτέ, η ενάγουσα να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος “του εναγομένου” Ρ. Π., η οποία, ως οικιακή βοηθός, της προσέφερε τις υπηρεσίες της κατά τα έτη 1983 έως 1988 και έχει ως εκ τούτου άμεση γνώση για τα όσα κατέθεσε, σύμφωνα με την οποία, η πραγματική επιθυμία της διαθέτιδας ήταν να εγκαταστήσει κληρονόμο της σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία της, δηλαδή στο 1/4 εξ αδιαιρέτου των επίδικων διαμερισμάτων, τον εναγόμενο γιο της και κανέναν άλλον, η κατάθεση της οποίας, σαφής και κατηγορηματική, κρίνεται αξιόπιστη και δεν αναιρείται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα “της ενάγουσας” συζύγου της Ι. Π., ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που η τελευταία επικαλείται και προσκομίζει. Ενόψει των ως άνω αποδειχέντων, η επίμαχη ιδιόγραφη διαθήκη της Ε. χήρας Η. Η. δεν είναι ακυρώσιμη (άρθρο 1786 εδ.α. ΑΚ) και επομένως η σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο αγωγή για ακύρωση της διαθήκης αυτής είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, δεκτής γενομένης ως ουσία βάσιμης της ερειδόμενης στο εδ. β του ίδιου ως άνω άρθρου ενστάσεως του εναγομένου ότι η διαθέτης και αν γνώριζε την κατάσταση που επήλθε ότι δηλαδή αυτή (ενάγουσα) θα γινόταν μεριδούχος, ιδιότητα την οποία δεν είχε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, θα προέβαινε στη σύνταξη αυτής (διαθήκης) και μάλιστα με το ίδιο περιεχόμενο. Δεν έσφαλε συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534Κ.Πολ.Δ). Όσα, λοιπόν, αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον σχετικό (δεύτερο) λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1846 ΑΚ, ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198 του ίδιου κώδικα.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς, η οποία είναι μονομερής δικαιοπραξία, που δεν έχει ανάγκη ανακοινώσεως σε άλλον, τελειούται, συγχρόνως με τη δήλωση και δεν υπόκειται σε ανάκληση, είναι δε άκυρη για ορισμένους λόγους 1)αν έγινε από ανίκανο για δικαιοπραξία, 2)αν έγινε από πλάνη για το λόγο της επαγωγής, 3)αν έγινε πριν από την επαγωγή και 4)αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς, μπορεί, όμως, να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής, ενώ ακόμη μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη ή απειλή, βάσει των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επόμ., 147 επόμ., 150 επόμ. του ΑΚ, ΕφΑΘ 1427/2015, ΕφΘεσ 300/2010, ΕφΠατρ 435/2006 δημ. ΕΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η κυρίως σωρευόμενη αίτηση της ενάγουσας για αναγνώριση της ακυρότητας της …94/12.10.2009, δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Ό. Κ., είναι μη νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνουν, σε περίπτωση απόδειξης αυτών, κανένα λόγο ακυρότητας ούτε και ακυρωσίας της σχετικής δήλωσης βούλησης του εναγομένου κατά τη σύνταξη της παραπάνω μονομερούς δικαιοπραξίας, καθόσον δεν αρκεί μόνο το γεγονός ότι η διαθήκη στην οποία στηρίζεται προσβάλλεται με την ένδικη αγωγή ως ακυρώσιμη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως έννομου συμφέροντος της ενάγουσας, ενώ είναι μη νόμιμη, έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου. Επειδή, όμως. η απόρριψη της αίτησης αυτής για το λόγο αυτόν (ως μη νόμιμης), οδηγεί σε διαφορετικό δεδικασμένο, δυσμενέστερο για την εκκαλούσα-ενάγουσα, δεν μπορεί να γίνει αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης με την παρούσα, αλλά ούτε και εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης και απόρριψη της ένδικης αίτησης ως μη νόμιμης μπορεί να γίνει, γιατί θα καταστεί χειρότερη η θέση της εκκαλούσας, κατ’άρθρο 536 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.. αφού το δεδικασμένο, από την εφετειακή απόφαση, θα είναι δυσμενέστερο γι’αυτήν. πράγμα το οποίο ο νόμος επιτρέπει μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που η υπόθεση ερευνείται ουσιαστικά (άρθρο 536 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). πλην, όμως. το αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. (Σ. Σαμουήλ: η Έφεση, εκδ. 5η. παρ. 855 και 1137 παρ. Ε, Μαργαρίτη σε Ερμ.Κ.Πολ.Δ. Κεραμέα- Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 534 αρ.4 και 536 αρ.4, Β.Βαθρακοκοίλης, Ερμ.Κ.Πολ.Δ. τόμος 3ος, άρθρο 534 αρ. 1.2,12 και 13 και 536 1,2,4,8 και 10, Π.Αρβανιτάκης: Η κατ’ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εκδ. 2001, σελ. 58. σημ. 22, ΕφΑθ 1467/2006, ΕφΛΘ4594/2005 ΔΔΕ 2005.988, ΕφΑΘ 4485/1993 ΕλΔ 36.217, ΕφΑΘ7217/1991 ΕλΔ34.637. ΕφΘεσ1264/2001 Αρμ 56.20). Κατόπιν αυτού, ο σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, η ενάγουσα με τον σχετικό (τρίτο) λόγο της κρινόμενης έφεσής της παραπονείται, επειδή το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε τη σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο αγωγή περί κλήρου, λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, επικαλούμενη την εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους με τις υπέρ των τρίτων προσαυξήσεις (σχετ.τα με επίκληση προσκομιζόμενα …03, …02,…01,419328 αγωγόσημα με τα ένσημα υπέρ του ΤΝ και του ΤΠΔΑ που έχουν επικολληθεί σ’αυτά). Κατόπιν τούτου η έφεση, η οποία, όπως προεκτέθηκε έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν (Σ.Σαμουήλ:η Έφεση, εκδ. 2003 παρ.278στ., ΕφΑΘ1972/2006, ΕλΔ 48.276). Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που αναφέρεται πιο πάνω. δηλαδή την απόρριψη της περί κλήρου αγωγής, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη, για όλα τα κεφάλαια της απόφασης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής (ΑΠ 192/1998 Ελ Δ 29,825 Μαργαρίτης σε Ερμ.Κ.Πολ.Δ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 535 αρ. 1, άρθρο 522 αρ. 13, άρθρο 535 αρ. 4 και 24 Β. Βαθρακοκοίλης : Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Τόμος 3ος, άρθρο 535 αρ. 4). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και δικαστεί κατ’ ουσίαν ( άρθρο 535 ΚΠολΔ) πρέπει η ένδικη περί κλήρου αγωγή ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα, μετά την απόρριψη της ένδικης αγωγής περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης από 4-4-1980 ιδιόγραφης διαθήκης της Ε. Η., δεν διατηρεί το αιτούμενο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στα επίδικα ακίνητα”. Επί τη βάσει των παραδοχών αυτών το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, 4293/2014, του Πολ/ους Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς την σωρευθείσα στο αγωγικό δικόγραφο περί κλήρου αγωγή ως και κατά την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη για όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως, ενόψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού αυτής. Στην συνέχεια, αφού κράτησε την υπόθεση απέρριψε κατ’ ουσίαν την ( περί κλήρου) αγωγή αυτή.
ΙV. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ότι η παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως του Εφετείου ότι η διαθέτιδα γιαγιά της Ε. Η. διατηρούσε ιδιαιτέρως στενές σχέσεις με αυτήν (ενάγουσα- αναιρεσείουσα), αντιβαίνει στην έτερη παραδοχή, ότι και αν ακόμη γνώριζε ( η διαθέτις) την πραγματική κατάσταση που επήλθε, ότι δηλαδή, μετά τον θάνατο της θυγατέρας της, νόμιμος μεριδούχος θα γινόταν η ενάγουσα εγγονή της ότι και πάλι την ίδια διαθήκη με το αυτό περιεχόμενο θα συνέτασσε. Ακόμη, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ότι, ενόψει αυτών και του γεγονότος ότι, αφενός ο εναγόμενος – αναιρεσίβλητος δεν απέκτησε οικογένεια και τέκνα και αφετέρου εκείνη (αναιρεσείουσα) είναι το μοναδικό εγγόνι (της διαθέτιδος) με τρία δισέγγονά της, είναι εκτός πάσης λογικής η παράλειψή της από τη διαθήκη. Επί τη βάσει του άνω περιεχομένου η αναιρεσείουσα προσάπτει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, τον ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου- εναγομένου (κατ’ αρθρ. 1786 εδ. β ΑΚ), ότι η διαθέτιδα θα συνέτασσε την ίδια διαθήκη, ακόμη κι αν γνώριζε την ιδιότητα της μητέρας της και, διαδοχικώς, και της ιδίας (αναιρεσείουσας) ως αναγκαίων κληρονόμων. Έτσι δε, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου το άρθρο 1786 ΑΚ και υπέπεσε στις πλημμέλειες των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι κατά τα (ανελέγκτως) δεκτά γενόμενα η διαθέτις είχε σταθερή την βούληση να επαχθεί η κληρονομιαία περιουσία της συνολικώς στον γυιό της- αναιρεσίβλητο και σε ουδένα έτερον, δεδομένου (κατά τις παραδοχές της αποφάσεως), ότι από το έτος 1949 η μητέρα της αναιρεσείουσας και θυγατέρα της διαθέτιδος είχε λάβει ως προίκα από τον πατέρα της τα υπόλοιπα τρία οροφοδιαμερίσματα της πολυώροφης οικοδομής και γιαυτό είχε αποποιηθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στα επίδικα ακίνητα απ’ την κληρονομία του πατέρα της, ενώ και η αναιρεσείουσα, μετά την αποποίηση της μητέρας της, (όπως επίσης διαλαμβάνεται στις παραδοχές), αποποιήθηκε και αυτή το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της μερίδιο στα επίδικα ακίνητα από την κληρονομία του παππού της Η. Η.. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αιτιάται, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψιν την ουσιώδη κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως Ι. Π., επί τη βάσει της οποίας αποδεικνύεται η υφαρπαγή της επίμαχης διαθήκης και η αδυναμία της διαθέτιδος (λόγω των ελλειπουσών γραμματικών γνώσεών της) να αντιληφθεί την έννοια του αναγκαίου κληρονόμου και να συνειδητοποιήσει, ότι μετά τον θάνατο της κόρης της και μητέρας της (αναιρεσείουσας), η τελευταία απέκτησε ως εγγονή της την ιδιότητα αυτήν. Το συμπέρασμα δε του Εφετείου, (κατά την αναιρεσείουσα), ότι η διαθέτις κι αν γνώριζε αυτό θα συνέτασσε την ίδια διαθήκη με το ίδιο περιεχόμενο, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν έχει ληφθεί υπόψιν η προαναφερθείσα κατάθεση του (προαναφερθέντος) μάρτυρος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση ρητώς γίνεται μνεία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψιν και την κατάθεση του προμνησθέντος μάρτυρος κατά τον σχηματισμό του πιο πάνω αποδεικτικού πορίσματος. με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ψέγει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 19 του άρθρου, δοθέντος ότι” ενόψει των στον πρώτο λόγο αναιρέσεως εκτιθεμένων και της κατ’ επέκταση ακυρότητος της διαθήκης, με μη νόμιμη αιτιολογία, (ότι μετά την απόρριψη της αγωγής περί ακυρώσεως της προσβληθείσης από 4-4-1980 ιδιόγραφης διαθήκης της Ε. Η., δεν διατηρεί πλέον η αναιρεσείουσα το αιτούμενο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στα επίδικα ακίνητα), απέρριψε την περί κλήρου αγωγή της”. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, κατά τα υπ’ αυτού δεκτά γενόμενα, με την προσήκουσα αιτιολογία απέρριψε την περί κλήρου αγωγή της αναιρεσείουσας, μετά την απόρριψη της σωρευθείσης αγωγής περί ακυρότητος της πιο πάνω διαθήκης παρά τα αντίθετα υπό της αναιρεσείουσας υποστηριζόμενα, αδοκίμως όμως, κατά τα άνω εκτιθέμενα. Με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα καταλογίζει στο Εφετείο, ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ, γιατί παραβίασε την διάταξη του άρθρ. 70 Κ.ΠολΔ. με το να απορρίψει (εσφαλμένα) το αίτημα της ένδικης αγωγής για αναγνώριση της ακυρότητος της 7694/2009 δηλώσεως αποχής κληρονομίας ενώπιον της συμ/φου Ό. Κ., ελλείψει εννόμου συμφέροντος, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, ενώ η πιο πάνω δήλωση αποδοχής συνιστά οικειοποίηση του κληρονομικού της δικαιώματος που δημιουργεί αβεβαιότητα και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον της. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος της αναιρεσείουσας, το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο και όχι ως απαράδεκτο, (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και, συνακόλουθα, η απόρριψη του σχετικού λόγου εφέσεως έγινε, διότι δεν ήταν επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας ούτε η εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, κατ’ αρθρ. 536 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
V. Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος προς διερεύνηση ετέρου λόγου, πρέπει : Η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή του αιτήματός του, στην ηττωμένη αναιρεσείουσα (άρθρ. 176,183,191 παρ. 2, 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ), συμφώνως προς το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-2-2018 αίτηση της Χ. Π. περί αναιρέσεως της 680/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος παραβόλου. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, το ποσόν της οποίας ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΗΓΗ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ