Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, αφού έκρινε παραδεκτή τη σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής λόγων τόσο κατά του κύρους της επίδικης διαταγής πληρωμής όσο και της επιταγής προς εκτέλεση της επισπευδόμενης επί τη βάσει της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αναγκαστικής εκτέλεσης, έκανε δεκτή την ένσταση των ανακοπτόντων περί ακυρωσίας της σύμβασης εγγύησης, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ένεκα ουσιώδους πλάνης, ακυρώνοντας την επίδικη διαταγή πληρωμής και την αντίστοιχη επιταγή προς εκτέλεση (ΜΠρΠατρών 89/2021).

Κατά τους γενόμενους δεκτούς ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, η διαταγή πληρωμής και η συνεπιδοθείσα με αυτήν επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρες, επειδή η σύμβαση εγγύησης, την οποία η δικαιοπάροχος της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία συνήψε με τη δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων, τυγχάνει ακυρώσιμη λόγω ουσιώδους πλάνης της τελευταίας. Δυνάμει της σύμβασης αυτής εκδόθηκε εις βάρος των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη εκτελούμενη διαταγή πληρωμής. Η εν λόγω πλάνη συνίστατο στην εσφαλμένη θεώρηση από την δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων ότι η σχετική ελαττωματική δήλωση βούλησής της περιλάμβανε ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, σύμφωνα και με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο εισαγωγικό δικόγραφο.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο, θεωρώντας εσφαλμένως ότι αυτό περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, ευρίσκεται σε πλάνη. Η πλάνη αυτή ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για όλη τη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δε θα επιχειρούσε αυτήν, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δικαιοπάροχος των ανακοπτόντων διήνυε, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης εγγύησης, το 76ο έτος της ηλικίας της, ασχολείτο αποκλειστικά με τις οικιακές εργασίες και είχε περιορισμένες γραμματικές γνώσεις. Περαιτέρω, δεν έλαβε η ίδια αντίγραφο της σύμβασης, ουδέποτε της επιδόθηκε οποιοδήποτε έγγραφο σχετικό με την σύμβαση, ούτε υπέγραψε τις πρόσθετες πράξεις αυτής.

Διαπίστωσε, επιπλέον, πως κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης δεν παραστάθηκε με δικηγόρο, δεν είχε προηγουμένως καταρτίσει παρόμοια σύμβαση ούτε διέθετε σχετική συναλλακτική εμπειρία. Δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και της επίδικης σύμβασης εγγύησης.

Θεωρούσε, λοιπόν, εσφαλμένως πως η εκ μέρους της δήλωση εγγύησης περιλάμβανε ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό από το προβλεπόμενο εκ του νόμου (άρθρα 847 επ. του ΑΚ), χωρίς να τελεί εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενο αυτής.

Ειδικότερα, πίστευε πως με τη σύναψη της σύμβασης αναλάμβανε απλώς την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια επί της επικαρπίας της σε ορισμένη οριζόντια ιδιοκτησία, και όχι πως εγγυάτο εις ολόκληρον, ως προσωπική οφειλέτρια, την αξίωση επί του καταλοίπου του οικείου αλληλόχρεου λογαριασμού, ευθυνόμενη με ολόκληρη την περιουσία της.

Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε πως υφίστατο ακουσίως διάσταση μεταξύ της βούλησης και τη δήλωσης της εγγυήτριας, η πλάνη της δε κρίθηκε ουσιώδης, καθόσον αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την εν θέματι δικαιοπραξία, ώστε, αν γνώριζε το αληθινό περιεχόμενο της επίμαχης δικαιοπραξίας, δε θα την κατήρτιζε.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

«ΑΠΟΦΑΣΗ 89/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 10η Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:

Των ανακοπτόντων: 1) … με Α.Φ.Μ. ., 2) … με Α.Φ.Μ. ., 3) … με Α.Φ.Μ. … και 4) … με Α.Φ.Μ. ….

Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ….

Οι ανακόπτοντες αιτούνται να γίνει δεκτή η από 11-2-2019 ανακοπή αυτών, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./12-2-2019, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 17-10-2019 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό ., οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-5-2020 και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο με αριθμό ., στην οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της ένεκα της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από την 13-3-2020 μέχρι την 31-5-2020 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και η υπό κρίση υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση, μέσω της σχετικής πράξεως του Προέδρου Πρωτοδικών Πατρών, στη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη οίκοθεν στο σχετικό πινάκιο με αριθμό ., οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν, αφότου ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς αυτών, να γίνουν δεκτά όσα μνημονεύονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νομοτύπως.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ME ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Οι ανακόπτοντες αιτούνται, διά της υπό κρίση ανακοπής, κατά την προσήκουσα εκτίμησή της, να ακυρωθούν, εξαιτίας των εκεί εκτιθέμενων λόγων, αφενός η υπ’ αριθμόν ./2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή τουΜονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, μέσω της οποίας υποχρεώθηκε έκαστος απ’ αυτούς να καταβάλει διαιρετώς, ως κληρονόμος της διαλαμβανόμενης στο υπό κρίση εισαγωγικό δικόγραφο μητέρας των δύο πρώτωνανακοπτόντων και γιαγιάς της τρίτης και της τέταρτης των ανακοπτόντων, στην καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία το ποσό των 17.527,07 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 3-12-2014, εξάμηνου ανατοκισμού και δικαστικής δαπάνης ποσού 300 ευρώ, επί τη βάσει απαιτήσεως εις ολόκληρον, ύψους 105.432,46 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, της καθ’ ης η ανακοπή, πηγάζουσας από την unoactu σύμβαση συνεγγυήσεως, εκ μέρους της παραιτηθείσας του δικαιώματος διζήσεως και ενεχόμενης εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτριας προειρημένης κληρονομουμένης, της, στρεφόμενης εναντίον της αναφερόμενης στην ανακοπή πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας, αξιώσεως στο κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού της υπ’ αριθμόν ./4-9-2009 έγγραφης συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, έως το ποσό των 70.000 ευρώ, και αφετέρου η συνεπιδοθείσα, προς τους ανακόπτοντες, κατά την 7-2-2019 και με αντίγραφο εξ απογράφου της προμνημονευθείσας διαταγής πληρωμής, από 5-2-2019 επιταγή προς εκτέλεση, διά της οποίας ο καθένας από τους ανακόπτοντες επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ως άνω ποσό των 17.527,07 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 3-12-2014, εξάμηνουανατοκισμού, δικαστικής δαπάνης ύψους 300 ευρώ, εξόδων αναγκαστικής εκτελέσεως συνολικού ποσού 43,40 ευρώ και νομιμοτόκως για τα δικαστικά έξοδα και εκείνα της εκτελέσεως από την προειρημένη επίδοση της ανακοπτόμενης επιταγής προς εκτέλεση, όπως επίσης να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας για την παρούσα δίκη.
  2. Ενόψει των προπαρατεθέντων, η υπό κρίση ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται λόγοι κατά του κύρους της προδιαληφθείσας διαταγής πληρωμής και της προμνημονευθείσας επιταγής προς εκτέλεση ως εξώδικης διαδικαστικής πράξεως της προδικασίας της επισπευδόμενης επί τη βάσει της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αναγκαστικής εκτελέσεως, παραδεκτώς (ά. 218§1, 585 και 632§6 ΚΠολΔ) εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου τούτου (ά. 7, 9, 12-14, 31, 584, 585, 632§1εδ.α και 933 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί με την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ά. 632§2εδ.β, 937§3, 591 και 614 επ. του ίδιου κώδικα, όπως έχουν κατόπιν του Ν. 4335/2015). Η υπό κρίση ανακοπή, που επιδόθηκε στην καθ’ ης την 12-2-2019 (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους ανακόπτοντες υπ’ αριθμόν ./12-2-2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών .), έχει επιπροσθέτως ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (ά. 632§§ 1 εδ.α, 2εδ.α, 924, 933§1, 934§1 στοιχ. α εδ. α, 591§ 1 εδ.α, 122 επ., 144 §§ 1,3, 585 και 215 επ. ΚΠολΔ, όπως έχουν μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, βλ. το άρθρο ένατο αυτού), οπότε πρέπει οι ένδικοι λόγοι ανακοπής να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητά τους (ά. 585, 633§1, 933 επ. και 176 επ. ΚΠολΔ).
  3. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 140 ΑΚ, «αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας». Πλάνη υπάρχει λοιπόν, όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή αυτού με νόημα διαφορετικό από εκείνο που έχει εκ του νόμου ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δηλώσεώς του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο, θεωρώντας εσφαλμένως ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, ευρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για όλη τη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δε θα επιχειρούσε αυτήν, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση (ά. 141 ΑΚ, βλ. επίσης τα ά. 154 επ., 180 και 184 του ίδιου κώδικα). Η άγνοια πρέπει εντούτοις να τυγχάνει ανεπίγνωστη και όχι συνειδητή, διότι αυτός που γνωρίζει ότι ευρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες ως προς την αλήθεια ορισμένης καταστάσεως και παρ’ όλα αυτά ενεργεί, δεν ευρίσκεται σε πλάνη, όπως ακριβώς συμβαίνει επί παραδείγματι όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο, τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενό του, δεν έχει κατανοήσει αυτό ή δε γνωρίζει τις έννομες συνέπειές του (βλ. ΑΠ 463/2008, ΕλλΔνη2009, 1738, ΑΠ 1096/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5779/2009, ΕλλΔνη 2010, 507, ΕφΘεσ 1397/1999, ΔΕΕ 1999, 1154, ΠΠρΠατρ 219/2019, ΠΠρΠατρ 524/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  4. Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου των λόγων της υπό κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται πως οι ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής και συνεπιδοθείσα μ’ αυτήν επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρες καιπρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθούν, επειδή η προειρημένη σύμβαση εγγυήσεως, την οποία η προδιαληφθείσα δικαιοπάροχος των ανακοπτόντων συνήψε με τη δικαιοπάροχο της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, συνυπογράφοντας την ανωτέρω σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, τυγχάνει ακυρώσιμη ένεκα ουσιώδους πλάνης της προαναφερθείσας κληρονομουμένης, συνιστάμενης στην εσφαλμένη θεώρηση απ’ αυτήν ότι η σχετική ελαττωματική δήλωση βουλήσεώς της περιλάμβανε ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο υπό κρίση εισαγωγικό δικόγραφο, ενώ η προπεριγραφείσα πλάνη εξακολούθησε μέχρι το θάνατο της προμνημονευθείσας δικαιοπαρόχου των ανακοπτόντων και αυτοί έχουν ήδη εγείρει, ως κληρονόμοι της προειρημένης πλανηθείσας εγγυήτριας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 30-9-2015 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./2015 αγωγή εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή για την ακύρωση της προδιαληφθείσας, υφιστάμενης μεταξύ αυτών, ακυρώσιμης συμβάσεως εγγυήσεως, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε εις βάρος των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη εκτελούμενη διαταγή πληρωμής, έχοντας λάβει γνώση της προαναφερθείσας πλάνης κατά την 7-11-2014, όταν η καθ’ ης η ανακοπή τούς επέδωσε την από 5-11-2014 σχετική εξώδικη δήλωση αυτής. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, με τον οποίο προβάλλεται η ένσταση ακυρωσίας της προμνημονευθείσας συμβάσεως εγγυήσεως ως προς την προαναφερθείσα δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων κληρονόμων της ένεκα ουσιώδους πλάνης αυτής, άλλως απάτης εις βάρος της, είναι παραδεκτός, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της παραδεκτώς προταθείσας από την καθ’ ης η ανακοπή δικονομικής ενστάσεως αοριστίας (ά. 111§2, 216, 217, 585, 591§1, 632§ 1εδ.α και 933§1εδ.α ΚΠολΔ), και νόμιμος, ερειδόμενος στις προπαρατεθείσες στην υπ’αριθμόν 3 μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 147, 361, 806 επ., 847 επ., 1710 επ., 1846 επ., 1885, 480 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 47, 64-67 ν.δ. 17-7/13-8-1923, 74αρ.1, 159αρ.1, 219, 632§1εδ.α, 924 και 933§1εδ.α ΚΠολΔ, οπότε πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
  5. Από την υπ’ αριθμόν ./3-9-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών ., που νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ανακόπτοντες, με πρωτοβουλία των οποίων έγινε ύστερα από τη νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου τους (ά. 122 επ., 421 επ. και 591§§1,5 ΚΠολΔ, βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’αριθμόν ./28-8-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών .), απ’ όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τησυναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336§3, 339, 340, 395, 432 επ. και 591§§1,5 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων εγγράφων μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ά. 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Διά της υπ’ αριθμόν ./4-9-2009 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των με αριθμούς ././17-5-2011 και ./28-9-2012 πρόσθετων πράξεών της, που η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ PROBANK Α.Ε.», ειδική διάδοχο της οποίας αποτελεί εν προκειμένω η καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, συνήψε, ως πιστοδότρια, εγγράφως στην Πάτραμε την ετερόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμία «. ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», χορηγήθηκε, δυνάμει των εκεί περιλαμβανόμενων όρων και συμβατικού επιτοκίου, σ’ αυτήν πίστωση συνολικού ύψους 70.000 ευρώ, που η πιστούχοςχρησιμοποίησε. Την προειρημένη υπ’ αριθμόν ./2009 σύμβαση πιστώσεως συνυπέγραψαν ως εγγυητές, παραιτούμενοι του δικαιώματος διζήσεως και ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την προδιαληφθείσα πιστούχο ετερόρρυθμη εταιρεία αυτοφειλέτες, οι …, δηλαδή η μητέρα και γιαγιά αντιστοίχως των προαναφερθέντων συνεγγυητών, η οποία δεν υπέγραψε ωστόσο τις προμνημονευθείσες πρόσθετες πράξεις της ανωτέρω συμβάσεως πιστώσεως. Η προειρημένη συνεγγυήτρια, κάτοικος εν ζωή Πατρών, απεβίωσε κατά την 18-10-2013, ενώ είχε συντάξει την από 18-8-2008 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθμόν./2013 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πατρών. Μέσω της προδιαληφθείσας διαθήκης εγκατέστησε αφενός κληρονόμους αυτής σε δήλα πράγματα τον πρώτο των ανακοπτόντων υιό της και τις τρίτη και τέταρτη ανακόπτουσες εγγονές αυτής και αφετέρου κληρονόμους στη λοιπή περιουσία της όλα τα τέκνα αυτής, ήτοι τον πρώτο και τη δεύτερη των ανακοπτόντων, το . και τον προαναφερθέντα συνεγγυητή, ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή της προειρημένης ετερόρρυθμης εταιρείας .. Εξαιτίας της μη τηρήσεως των όρων των ως άνω συμβάσεως πιστώσεως και πρόσθετων πράξεών της, η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στο οριστικό κλείσιμο τουπρομνημονευθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού κατά την 2-12-2014, μετέφερε τότε το κατάλοιπο αυτού, ποσού 105.432,46 ευρώ, στους με αριθμούς . και . λογαριασμούς οριστικής καθυστερήσεως και κατήγγειλε, διά της επιδόσεως της από 2-12-2014 εξώδικης δηλώσεώς της προς την προειρημένη πιστούχο, τους προδιαληφθέντες κληρονόμους της θανούσας συνεγγυήτριας και τους προαναφερθέντες έτερους δύο συνεγγυητές κατά την 15-12-2014 και την 16-12-2014, την προμνημονευθείσα σύμβαση πιστώσεως, ενώ ήδη είχε κατά την 7-11-2014 επιδώσει στους ίδιους την από 5-11-2014 εξώδικη δήλωσή της, μέσω της οποίας προσκαλούσε αυτούς να εκπληρώσουν τις απορρέουσες εκ των προειρημένων συμβάσεων πιστώσεως και uno actu συνεγγυήσεως ληξιπρόθεσμες οφειλές τους έως την 15-11-2014. Οι ανακόπτοντες κληρονόμοι επέδωσαν λοιπόν, κατά την 24-11-2014, στην καθ’ ης η ανακοπή την από 17-11-2014 εξώδικη δήλωση αυτών, διά της οποίας γνωστοποιούσαν, απαντώντας στην αντίδικό τους, ότι θεωρούσαν πως η ανωτέρω από 4-9-2009 σύμβαση εγγυήσεως τυγχάνει ακυρώσιμη ως προς την προδιαληθείσα δικαιοπάροχο αυτών, επειδή ήταν προϊόν ουσιώδους πλάνης της, ενώ άσκησαν εν συνεχεία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 30-9-2015 και υπ’αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./14-10-2015 σχετική διαπλαστική αγωγή τους εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή, στην οποία επιδόθηκε κατά την 16-10-2015 (βλ. την υπ’ αριθμόν ./16-10-2015 έκθεσηεπιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), με αίτημα την ακύρωση της προαναφερθείσας από 4-9-2009 συμβάσεως εγγυήσεως ως προς την προμνημονευθείσα δικαιοπάροχο αυτών ένεκα ουσιώδους πλάνης της, άλλως απάτης εις βάρος αυτής, αφού η τελευταία πίστευε εσφαλμένως πως με τη σύναψη της εν θέματι συμβάσεως αναλάμβανε απλώς την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου ακίνητου περιουσιακού της στοιχείου, δηλαδή της επικαρπίας αυτής στο ευρισκόμενο στον πέμπτο πάνω από το ισόγειο όροφο της κείμενης στην Πάτρα, επί της οδού Θεσσαλονίκης αρ. 28, πολυώροφης οικοδομής υπό στοιχεία .-1 διαμέρισμα, με εμβαδόν 135,435 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 189,204/1.000, Κ.Α.Ε.Κ. . και εμπορική τότε αξία 260.000 ευρώ, και όχι ότι εγγυάτο εις ολόκληρον την αξίωση επί του προειρημένου καταλοίπου του ανωτέρω αλληλόχρεου λογαριασμού με ολόκληρη την περιουσία της. Η δικαιοπάροχος της καθ’ ης η ανακοπή ενέγραψε μάλιστα, δυνάμει της εκδοθείσας μετη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπ’ αριθμόν 3443/9-10-2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, συναινετική προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 91.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, στην προδιαληφθείσα οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία ανήκε τότε αφενός κατά ψιλή κυριότητα στον προαναφερθέντα συνεγγυητή . και αφετέρου κατ’ επικαρπία στην προμνημονευθείσα δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων μητέρα του, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως, όπως προκύπτει από την προειρημένη απόφαση, κατά την εκδίκαση της προδιαληφθείσας αιτήσεως εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης, συναινώντας στην εγγραφή της. Αυτός ήταν επομένως ο λόγος, για τον οποίο η προαναφερθείσα δικαιοπάροχος των ανακοπτόντων παραιτήθηκε εν συνεχεία, μέσω του υπ’ αριθμόν ./13-11-2009 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφουΠατρών ., που καταχωρίσθηκε νομίμως στο βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών με αριθμό ./17-5-2010, από την προμνημονευθείσα επικαρπία της, ένεκα γονικής παροχής αυτής προς τον ψιλό κύριο του προειρημένου ακινήτου προδιαληφθέντα συνεγγυητή υιό της, …, με αποτέλεσμα αυτός να καταστεί έκτοτε, κατόπιν της εντεύθεν υποστροφής της εν λόγω κυριότητάς του, πλήρης και αποκλειστικός κύριος της προαναφερθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, επί της οποίας ενεγράφη η προμνημονευθείσα προσημείωση υποθήκης προς το σκοπό της εξασφαλίσεως της πηγάζουσας από την προειρημένη σύμβαση απαιτήσεως εις ολόκληρον της καθ’ ης η ανακοπή για την καταβολή από την πιστούχο ετερόρρυθμη εταιρεία και τους συνεγγυητές αυτής του προδιαληφθέντος καταλοίπου του ως άνω αλληλόχρεου λογαριασμού, ποσού 105.432,46 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Κατόπιν της από 20-1-2019 αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, εκδόθηκε εις βάρος, μεταξύ άλλων, των τεσσάρων ανακοπτόντων η ανακοπτόμενη υπ’ αριθμόν ./4-2-2019 διαταγήπληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Διά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής υποχρεώθηκαν αφενός η προαναφερθείσα πιστούχος ετερόρρυθμη εταιρεία και οι προμνημονευθέντες δύο συνεγγυητές της να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το ανωτέρω ποσό των 105.432,46 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 3-12-2014, εξάμηνου ανατοκισμού και δικαστικήςδαπάνης ύψους 300 ευρώ, και αφετέρου έκαστος των τεσσάρων ανακοπτόντων και προειρημένου μη διάδικου εν προκειμένω άλλου κληρονόμου της προδιαληφθείσας αποβιώσασας έτερης συνεγγυήτριας, …, να καταβάλει, ως καθολικός διάδοχος διαιρετώς και δη κατ’ ίσα μέρη, στην καθ’ ης η ανακοπή το αντίστοιχο μέρος του προαναφερθέντος καταλοίπου, ήτοι το ποσό των 17.572,07 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 3-12-2014, εξάμηνου ανατοκισμού και δικαστικών εξόδων ύψους 300 ευρώ. Τούτο, επί τη βάσει της προμνημονευθείσας εις ολόκληρον απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, που ενσαρκώνεται στηνανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η γεννηθείσα την 4-1-1933 προειρημένη συνεγγυήτρια διήνυε, κατά το χρόνο της καταρτίσεως απ’ αυτήν της προδιαληφθείσας από 4-9-2009 συμβάσεως εγγυήσεως, το 76ο έτος της ηλικίας της, ασχολείτο αποκλειστικώς με τις οικιακές εργασίες, είχε περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, δοθέντος ότι ήταν απόφοιτη μόνον του Δημοτικού Σχολείου, δεν έλαβε η ίδια αντίγραφο της προαναφερθείσας συμβάσεως, δεν επιδόθηκε σ’ αυτήν, μέχρι τον από 18-10-2013 θάνατό της, από την υπέρ ης η συνεγγύηση πιστοδότρια οποιοδήποτε έγγραφο σχετικό με την εν θέματι σύμβαση ούτε υπέγραψε τις προειρημένες πρόσθετες πράξεις αυτής. Κατά τη σύναψη της τελευταίας, η προμνημονευθείσα συνεγγυήτρια, η οποία δεν παραστάθηκε με δικηγόρο, δεν είχε προηγουμένως καταρτίσει παρόμοια σύμβαση ούτε διέθετε σχετική συναλλακτική εμπειρία, θεωρούσε λοιπόν εσφαλμένως πως η εκ μέρους της οικεία δήλωση εγγυήσεως υπέρ της προειρημένης πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας περιλάμβανε ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό από το προβλεπόμενο εκ του νόμου (ΑΚ 847 επ.), χωρίς να τελεί εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενο αυτής, και ειδικότερα πίστευε πως με τη σύναψη της προδιαληφθείσας συμβάσεως εγγυήσεως αναλάμβανε απλώς την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια επί της επικαρπίας της στην προαναφερθείσα οριζόντια ιδιοκτησία, την οποία εκπλήρωσε μέσω της ανωτέρω συναινέσεώς της στην προειρημένη συναινετική προσημείωση υποθήκης επ’ αυτής, και όχι ότι εγγυάτο εις ολόκληρον, ως προσωπική οφειλέτρια, την αξίωση επί του προμνημονευθέντος καταλοίπου του ως άνω αλληλόχρεου λογαριασμού, ευθυνόμενη έτσι, με ολόκληρη την περιουσία της, να καταβάλει, ως αυτοφειλέτρια, εις ολόκληρον με την προειρημένη πιστούχο ετερόρρυθμη εταιρεία και τους άλλους δύο συνεγγυητές της τελευταίας την προδιαληφθείσα οφειλή με αντικείμενο το προαναφερθέν κατάλοιπο, πλέον τόκων και εξόδων. Η προμνημονευθείσα συνεγγυήτρια δε συμμετείχε επιπροσθέτως στις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της προειρημένης συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και της uno actu συμβάσεως συνεγγυήσεώς της, οι οποίες διεξήχθησαν αποκλειστικώς ανάμεσα στους προστηθέντες υπαλλήλους της προδιαληφθείσας πιστοδότριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και στον προμνημονευθέντα νόμιμο εκπρόσωπο της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας έτερο συνεγγυητή υιό της προμνημονευθείσας συνεγγυήτριας, ., που δεν είχαν ενημερώσει αυτήν ως προς το περιεχόμενο και τους όρους της περί ης ο λόγος συμβάσεως καθώς και αναφορικά με το ότι, υπογράφοντάς την, κατέστη συνοφειλέτρια εις ολόκληρον της ανωτέρω απαιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή. Υφίστατο συνεπώς ακουσίως διάσταση μεταξύ της προειρημένης βουλήσεως και της προδιαληφθείσας δηλώσεως της προμνημονευθείσας δικαιοπαρόχου των ανακοπτόντων συνεγγυήτριας, η οποία εννοούσε την προεκτεθείσαδήλωση εγγυήσεως αυτής με το ως άνω διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο που έχει εκ του νόμου, δηλαδή εμφορείτο από πλάνη, που ήταν ουσιώδης και συνεχίσθηκε στο πρόσωπό της έως τον προειρημένο από 18-10-2013 θάνατο αυτής, διότι αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την εν θέματι δικαιοπραξία, ώστε, αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων και πιο συγκεκριμένα το αληθινό περιεχόμενο της επίμαχης δικαιοπραξίας, δε θα την κατήρτιζε, οπότε η προδιαληφθείσα από 4-9-2009 σύμβαση εγγυήσεως τυγχάνει ακυρώσιμη ως προς την προμνημονευθείσα συνεγγυήτρια και τους προειρημένους κληρονόμους αυτής, όπως είναι οι ανακόπτοντες, οι οποίοι έχουν υπεισέλθει στην κληρονομιαία περιουσία και στα χρέη της. Τα προπαρατεθέντα για την ανωτέρω ουσιώδη πλάνη αποδεικνύονται ιδίως από την υπ’ αριθμόν ./3-9-2020 ένορκηβεβαίωση του μάρτυρος ., οικογενειακού φίλου της προδιαληφθείσας οικογένειας Πατούχα, που τυγχάνει σαφής και αξιόπιστη, συμπορευόμενη με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Δεν προσκρούει μάλιστα στις ρυθμίσεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ ούτε στην περιλαμβανόμενη στο άρθρο 48 της προαναφερθείσας συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και uno actu συνεγγυήσεως αυτής δικονομική (αποδεικτική) συμφωνία, κατά την οποία «ανταπόδειξη κατά των όρων της παρούσας, επιτρέπεται μόνον εγγράφως, αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου», δοθέντος ότι δεν πρόκειται in concreto είτε περί της αποδείξεως της προμνημονευθείσας συμβάσεως ή κατά του περιεχομένου του εγγράφου αυτής είτε για την ανταπόδειξη κατά των όρων της, αλλά περί της αποδείξεως της προειρημένης ουσιώδους πλάνης της προαναφερθείσας συνεγγυήτριας ως ελαττώματος της βουλήσεως αυτής, το οποίο αφορά το κύρος της περιλαμβανόμενης στην προδιαληφθείσα σύμβαση ως άνω δικαιοπρακτικής δηλώσεώς της και της ίδιας της συμβάσεως, με συνέπεια να επιτρέπεται εν προκειμένω η απόδειξη με μάρτυρες και άρα μέσω ενόρκων βεβαιώσεων και να απορρίπτεται κατ’ ουσίαν η παραδεκτώς προβληθείσα από την καθ’ ης η ανακοπή αποδεικτική ένσταση περί τουαπαραδέκτου της προαναφερθείσας ένορκης βεβαιώσεως (ά. 423, 424 και 591§1 στοιχ.γ ΚΠολΔ). Απορρίπτεται άλλωστε ως ουσία αβάσιμη η παραδεκτώς προταθείσα από την καθ’ ης η ανακοπή (αντ)ένσταση παρόδουτης προβλεπόμενης εκ της διατάξεως του άρθρου 157 εδ.α ΑΚ οικείας διετούς αποσβεστικής προθεσμίας (ά. 240 επ., 279, 280 ΑΚ, 262§1 και 591§1 ΚΠολΔ), αφού το αγωγικό διαπλαστικό δικαίωμα των ανακοπτόντων, περί της ακυρώσεως της προδιαληφθείσας από 4-9-2009 συμβάσεως εγγυήσεως ως ακυρώσιμης αναφορικά με την προμνημονευθείσα δικαιοπάροχο αυτών ένεκα της προειρημένης ουσιώδους πλάνης της, δεν έχει αποσβεσθεί εξαιτίας άπρακτης παρελεύσεως της προδιαληφθείσας διετούς αποσβεστικής προθεσμίας. Τούτο, διότι πριν από την άσκηση της ένδικης ανακοπής τους είχε εγερθεί εμπροθέσμως από τους ανακόπτοντες κληρονόμους η ανωτέρω από 30-9-2015 και υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./14-10-2015 σχετική διαπλαστική αγωγή εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή (ά. 140, 141, 154, 155, 180, 184 ΑΚ και 71ΚΠολΔ), στην οποία επιδόθηκε κατά την 16-10-2015, άρα εντός της προαναφερθείσας διετούς αποσβεστικής προθεσμίας με αφετηρία εν προκειμένω την επόμενη ημέρα από την προμνημονευθείσα γνώση εκ μέρους αυτών κατά την 7-11-2014 της προειρημένης ουσιώδους πλάνης της δικαιοπαρόχου τους, ήτοι με αφετηρία την 8-11-2014, δοθέντος ότι, ενόψει των προεκτεθέντων, η ως άνω ουσιώδης πλάνη της προδιαληφθείσαςδικαιοπαρόχου των ανακοπτόντων συνεχίσθηκε στο πρόσωπο αυτής μέχρι τον προαναφερθέντα από 18-10-2013 θάνατό της, η καθ’ ης η ανακοπή είχε κατά την 7-11-2014 γνωστοποιήσει για πρώτη φορά στους ανακόπτοντες κληρονόμους την προμνημονευθείσα εις ολόκληρον απαίτησή της, επιδίδοντας σ’ αυτούς την προειρημένη από 5-11-2014 εξώδικη δήλωσή της, διά της οποίας προσκαλούσε αυτούς να εκπληρώσουν τιςαπορρέουσες εκ των ανωτέρω συμβάσεων πιστώσεως και uno actu συνεγγυήσεως ληξιπρόθεσμες οφειλές έως την 15-11-2014, οι ανακόπτοντες δεν είχαν προηγουμένως λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση της προδιαληφθείσας ουσιώδους πλάνης της δικαιοπαρόχου τους και δεν έχει ακόμη παρέλθει εικοσαετία από τη σύναψη της προπεριγραφείσας ακυρώσιμης συμβάσεως εγγυήσεως κατά την 4-9-2009, με αποτέλεσμα η προαναφερθείσα διετής αποσβεστική προθεσμία, η οποία αφετηριάσθηκε κατά την 8-11-2014, να έχει τηρηθεί in casu μέσω της ως άνω ασκήσεως της προμνημονευθείσας διαπλαστικής αγωγής κατά την 16-10-2015 και να μην έχει ως εκ τούτου παρέλθει άπρακτη η προειρημένη διετής αποσβεστική προθεσμία, γενομένης έτσι δεκτής κατ’ ουσίαν της παραδεκτώς προβληθείσας από τους ανακόπτοντες, καθ’ υποφορά διά της υπόκρίση ανακοπής, οικείας (επ)αντενστάσεως εκ της ρυθμίσεως του άρθρου 157εδ.β ΑΚ (ά. 240 επ., 279, 280 ΑΚ, 262§1 και 591§1 ΚΠολΔ, πρβλ. τα μη εφαρμοζόμενα στις αποσβεστικές προθεσμίες ά. 261 και 273 ΑΚ). Ο ένδικος δεύτερος λόγος ανακοπής πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος κατά το πρώτο σκέλος αυτού και δη την κύρια βάση του εν θέματι σκέλους, παρελκούσης της εξετάσεως της επικουρικής θεμελιώσεως του πρώτου σκέλους με βάση την ένσταση ακυρωσίας εξαιτίας απάτης, οπότε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ως προς τους ανακόπτοντες άκυρη, ένεκα ακριβώς της ανωτέρω ακυρωσίας της προδιαληφθείσας από 4-9-2009 έγγραφης συμβάσεως εγγυήσεως ως προς την προαναφερθείσα δικαιοπάροχο των ανακοπτόντων αποβιώσασα συνεγγυήτρια της προμνημονευθείσας ενσαρκούμενης στην ανακοπτόμενηδιαταγή πληρωμής απαιτήσεως εις ολόκληρον, και πρέπει να ακυρωθεί για τους ανακόπτοντες. Η συνεπιδοθείσα στους τελευταίους κατά την 7-2-2019 προσβαλλόμενη από 5-2-2019 επιταγή προς εκτέλεση με αντίγραφο εξ απογράφου της προδιαληφθείσας διαταγής πληρωμής είναι επομένως άκυρη, διότι, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, αφενός συνιστά εξώδικη διαδικαστική πράξη της προδικασίας της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως δυνάμει της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ως άκυρου εκτελεστού τίτλου και αφετέρου συντρέχει η προαναφερθείσα ακυρωσία της προμνημονευθείσας συμβάσεως εγγυήσεως, από την οποία πηγάζει η προειρημένη εκτελούμενη αξίωση εναντίον των ανακοπτόντων, με αποτέλεσμα να πρέπει επίσης να ακυρωθεί για τους ανακόπτοντες η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση.
  6. Κατ’ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, κατά παραδοχή της κύριας βάσεως του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της, και να ακυρωθούν, όπως προβλέπεται πιο συγκεκριμένα στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, ως προς τους ανακόπτοντες οι προδιαληφθείσες ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής υπέρ της καθ’ ης και συνεπιδοθείσα, μ’ αυτήν ως εκτελεστό τίτλο από την καθ’ ης προς τους ανακόπτοντες κατά την 7-2-2019, από 5-2-2019 επιταγή προς εκτέλεση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της ένδικης ανακοπής. Τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων επιβάλλονται εξάλλου, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο διατακτικό της προκείμενης αποφάσεως, στην καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή εξαιτίας της ήττας της (ά. 176, 189, 190, 191 ΚΠολΔ και Ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό κρίση ανακοπής ως προς την κύρια βάση του προαναφερθέντος σκέλους, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων της.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς τους ανακόπτοντες αφενός την υπ’ αριθμόν 32/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και αφετέρου τη συνεπιδοθείσα, από την καθ’ ης η ένδικη ανακοπή προςτους ανακόπτοντες κατά την 7-2-2019, με αντίγραφο εξ απογράφου της προειρημένης διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου από 5-2-2019 επιταγή προς εκτέλεση, διά της οποίας ο καθένας από τους ανακόπτοντες επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 17.572,07 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500 €) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 22-3-2021, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»

Πηγή: Lawspot.gr