ΜΠΘ 5341/2022 (ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ)


ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ. ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΤΙΣΗΣ ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΗ ΣΕ ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΣΧΕΣΗ, ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟ:  Δεν υφίσταται περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος, αφού η παθούσα αποδείχθηκε ότι έκανε παρατήρηση στην 2η εναγομένη οδηγό για την μεγάλη ταχύτητα καθώς και για το γεγονός ότι μιλούσε στο τηλέφωνο κατά την οδήγηση. Επιπλέον, ο ιδιοκτήτης του οχήματος που ενεπλάκη στο ένδικο συμβάν, 3ος εναγόμενος, ο οποίος είχε παραχωρήσει στην σύντροφό του (2η εναγομένη) να το οδηγεί λόγω του δεσμού τον οποίον είχαν παρά το γεγονός ότι γνώριζε λόγω της στενής τους σχέσης ότι ήταν άπειρη οδηγός, ευθύνεται έναντι της παθούσας ως προστήσας την οδηγό (2η εναγομένη) στην οδήγηση αυτού και επομένως υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης προς αυτή. Εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης τραυματίστηκε σοβαρά η παθούσα η οποία, κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν μόλις 21 έτους. Μετά από το ατύχημα και μέχρι σήμερα, λόγω της σοβαρότητας των τραυματισμών της και της μακράς αποθεραπείας της η παθούσα ταλαιπωρείται αφενός σωματικά, διότι η ρήξη σπλήνας, της δημιουργεί κίνδυνο σοβαρών λοιμώξεων με αποτέλεσμα να επηρεάζει το σύνολο των δραστηριοτήτων της, ενώ οι εγκεφαλικές θλάσεις της δημιουργούν πονοκεφάλους, προβλήματα συγκέντρωσης και σοβαρά κενά μνήμης, αφετέρου ψυχολογικά, εφόσον για μεγάλο χρονικό διάστημα βασανιζόταν λόγω των πολλαπλών τραυματισμών της στερούμενη την αισιοδοξία την ξεγοιασιά και την χαρά που είναι τα χαρακτηριστικά της νεανικής ηλικίας. Λαμβανομένων υπ’οψιν της βαρύτητας της προσβολής, της οικονομικής κατάστασης του θύματος, της ιδιαίτερης προσωπικής κατάσταση του (ηλικία, φύλο κλπ), της συμπεριφοράς του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας, επιδικάζεται στην παθούσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 100.000,00 ευρώ καθώς και το ποσό των 120.000.00 ευρώ ως αποζημίωση θεμελιούμενη στην διάταξη του 931 ΑΚ. Η υποχρέωση της καταβολής των ως άνω ποσών βαρύνει τον καθένα εναγόμενο αλληλέγγυα και εις ολόκληρο. Δεκτή.- (αρθ. 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’, 914, 922, 931, 932 ΑΚ, άρθ. 4, 10 ν ΓΠΝ/1911)


«ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Παναγιώτα Χριστοφίλη, Πρωτόδικη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και από την Γραμματέα. Ελευθερία Κίσκιρα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: 1) ……………………………….κάτοικος………………………………………………… , που παραστάθηκε ΜΕΤΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου ……………… με Α.Μ. …………………του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία «……………………………..», ΑΦ.Μ. …………, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)……….,………………κάτοικος …………….3) …………….., οι οποίοι παραστάθηκαν ΔΙΑ του πληρεξουσίου δικηγόρου …………… με Α.Μ……………… του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.

Η ενάγουσα της άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, την με Γενικό και Ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………………… κατά των εναγόμενων και ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Η συζήτηση της αγωγής προσδιορίστηκε μετά από αναβολές να κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας 19-10-2021 δικάσιμο οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται παραπάνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα δικόγραφα των αγωγών τους και των προτάσεων τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α’, 295 παρ. 1 εδ. α’ και 297 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγόμενου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως συνέπεια ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ η κατά τα ως άνω παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου (βλ. Α.Π. 692/1999, ΕλλΔνη 41, σελ. 763). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 295 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφό της, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση την παραπάνω διάταξη, η οποία είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 297 του Κ.Πολ.Δ., με τις προτάσεις, ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά βλ. Εφ.Αθ. 5216/1998, ΕλλΔνη 40, σελ. 351, σελ. 623, Εφ.Αθ. 316/1987, Νο.Β. 35, σελ. 780), είναι δε νόμιμος ακόμη και σε περίπτωση αγωγης που αφορά διαφορά από αυτοκινητικό ατύχημα.

Η ενάγουσα, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου, της που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά έτρεψε το σύνολο του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Η μετατροπή αυτή η οποία συνιστά μερική παραίτηση από το καταψηφιστικό σκέλος της αγωγής και έγινε νομότυπα (άρθρ. 294 σε συνδυασμό προς 297 του ΚΠολΔ), έχει ως αποτέλεσμα, ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε ως προς το καταψηφιστικό της σκέλος για το σύνολο του αγωγικού αιτήματος.

II. α) Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος. δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της.

Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των’ πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος. ΑΠ 632/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, με την παραπάνω έννοια, δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιόνδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑΟ).

Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, επίσης, κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέν’τος. εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.

Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος. κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικως (ΑΠ 146/2018 ό.π.. ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.. ΑΠ 1613/2012 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή κάθε αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί, όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόνπος αποτελέσματος (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 1685/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος. ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος. ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2008 ό.π., ΑΠ 1071/2008 ό.π., ΑΠ 428/2008 ό.π., ΑΠ 1230/2007 ό.π., ΑΠ 1..1/2006 ό.π., ΑΠ 75/2005 ό.π.), ενώ μόνη η τήρηση των ελάχιστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων’, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 19 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., «Ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματος του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς”, κατά την παρ. 2, «ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματος του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματος του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν.» και κατά την παρ. 3, «Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, στις απότομες κατωφέρειες….. κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές. …, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας (ΑΠ 632/2018 ό.π„ ΑΠ 146/2018 ό.π.. ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος. ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78).

II. β) Κατά την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης, ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η σχέση της πρόστησης δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε δικαιοπραξία, η σύμβαση με την στενή έννοια του όρου (π.χ. σύμβαση εντολής, εργασίας έργου). Η σχέση πρόστησης μπορεί να στηρίζεται σε σχέση καθαρά πραγματική συζυγική, ή φιλική και γενικότερα σε σχέση φιλοφροσύνης ( ΑΠ 1976/2017 δημ ΤΝΔ Νόμος). Τέτοια περίπτωση εμφανίζεται όταν ο ιδιοκτήτης η ο κάτοχος ενός αυτοκινήτου εμπιστεύεται την οδήγηση σε φίλο του , η αν ο σύζυγος επιτρέπει την οδήγηση του αυτοκινήτου στην γυναίκα του η ο πατέρας στον γιό του. Ο κάτοχος αυτοκινήτου θεωρείται και προστήσας, κατά την έννοια της Ακ 922, τον οδηγό όταν ο πρώτος διατηρεί το δικαίωμα να περιορίσει την δραστηριότητα του οδηγού ή να την απαγορεύσει. Η περίπτωση κατά την οποία η σχέση πρόστησης στηρίζεται σε συζυγική συγγενική ή φιλική σχέση τις περισσότερες φορές θα προκύπτει κατά τρόπο σιωπηρό. Τα στοιχεία της δεν θα προβάλλονται ούτε θα αποδεικνύονται κατά τρόπο έντονο.

II. γ) Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. ΓΠΝ/1911, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 47 και 114 Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζεται ότι «δια πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά την’ λειτουργία του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημίωσιν ο οδηγός και ο κατά το άρθρο 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος ή ο κάτοχος, ενέχεται μόνον μέχρι της αξίας του αυτοκινήτου». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος του οδηγού, του κατόχου και του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου, οι οποίοι ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του παθόντος προς αποκατάσταση της ζημιάς του. Η ευθύνη αυτή συνδέεται προς κάθε μία από τις ως άνω ιδιότητες, η οποία μόνη της αρκεί για την θεμελίωση ευθύνης χωρίς την ανάγκη συνδρομής άλλης πρόσθετης προϋπόθεσης (προστήσεως κλπ). Η αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου θεμελιώνεται ανεξάρτητα από το αν αυτός κατά το χρόνο του ατυχήματος είναι οδηγός ή κάτοχος τούτου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπαιτιότητα του ή από σχέση προστήσεως μεταξύ αυτού (ιδιοκτήτη) και του υπαιτίου οδηγού. Και τούτο διότι το άρθρο 10 του Ν. ΓΠΝ/1911. που ορίζει ότι «εν περιπτώσει συγκρούσεως μεταξύ δύο ή πλειόνων αυτοκινήτων υπεύθυνος εις αποζημίωση είναι ο υπαίτιος του ατυχήματος της υπαιτιότητος κρινόμενης κατά το κοινόν δίκαιον», έχει σκοπό να προσδιορίσει την ευθύνη για το επελθόν αποτέλεσμα μεταξύ των οδηγών των περισσοτέρων αυτοκίνητων, τα οποία συγκρούσθηκαν, και όχι να αποκλείσει την ευθύνη των κυρίων και κατόχων του ζημιογόνου αυτοκίνητου, η οποία διέπεται από το άρθρο 4 του ίδιου νόμου. Έτσι ο τραυματισθείς σε τροχαίο ατύχημα έχει την ευχέρεια να στηρίξει την αγωγή του τόσο στις διατάξεις των άρθρων 914 επομ., 330, 297 ΑΚ, όσο και στην άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. ΓΠΝ/1911 ή να σωρεύει στο ίδιο δικόγραφο και τις δύο βάσεις (βλ. σχετ. ΑΠ 1391/2007 Τ. Ν. Π. Νόμος, ΑΠ 1074/2007 ΝοΒ 2008.1799, ΕφΠατρ 365/2008 ΑχΙΜομ 2009.668). Επίσης, σε περίπτωση κατά την οποία ενάγεται ο οδηγός, ο κάτοχος ή ο ιδιοκτήτης του φερομένου ως ζημιογόνου οχήματος, κατά τις διατάξεις περί αντικειμενικής ευθύνης του ΓΠΝ/1911 αλλά και σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ο μεν ισχυρισμός περί μη συνδρομής υπαιτιότητας στο πρόσωπο του φερομένου ως οδηγού του ζημιογόνου οχήματος (ο οποίος ουσιαστικά σινιστά ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας τρίτου) συνιστά άρνηση της αγωγής, καθ’ ο μέρος αυτή ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ. A. Κ.) και ένσταση καθ’ ο μέρος ερείδεται στο ΓΠΝ/1911 (ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 42.75, ΜονΠρωτΧαλκ 575/2002 ΑρμΝΗ.523, Α0. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση δ’, 2008, παρ. 16, αρ. 66 επ., σελ. 248 επ.), ο δε ισχυρισμός περί συνυπαιτιότητας συνιστά ένσταση, καθ’ ο μέρος αυτή ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ.. 300 Α.Κ.) και ένσταση καθ’ ο μέρος ερείδεται στο Ν. ΓΠΝ/1911 (5, 6 Ν. ΓΠΝ/1911 – 300 Α.Κ. ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλΔνη 27.469, ΑΠ 1847/2009 ΧρΙΔ 2010.626, ΑΠ 574/1995 Ε.Ε.Ν, 1996. 444, ΜονΠρωτΧαλκ 575/2002 Αρμ ΝΗ.523, Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα Εκδ. 1998 σελ. 488- 489).

Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 και 216 § 1 στοιχ. α και β Κ.Πολ.Δ., στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 περ. 6 Κ.Πολ.Δ,), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης είτε και αυτεπαγγέλτως, εφόσον ανάγεται στην προδικασία που είναι δημόσιας τάξης (βλ. σχετ. Κεραμέα Αστικό Δικονομικό Δίκαιο 1986, παρ. 75, σελ. 206, ΑΠ 314/2009 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 931/2003 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1147/2003 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την προσθήκη, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. σχετ. ΑΠ 314/2009 Τ.Ν.Π. Νόμος. ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη. 42.1318. ΕφΑΘ 6394/2003 ΝοΒ 52.811).

II. δ) Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Νόμου 489/76, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 3557/07. το ζημιωθέν πρόσωπο έχει εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως και μέχρι του ποσού αυτής, ιδίαν’ αξίωση κατά του ασφαλιστή. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 1 στοιχ. Γ’ του Ν. 489/1976 «ζημιωθείς τρίτος είναι το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποζημιώσεως ένεκα ζημίας που προκλήθηκε από αυτοκίνητο» Σε αντίθεση με τον Ν. Γ.Ν/1911 ο οποίος δεν εφαρμόζεται κατά κανόνα σε επιβαίνοντες στα οχήματα στα εξαιρέσει των επιβατών λεωφορείων, ασφαλιστικά καλύπτονται και οι επιβάτες του αυτοκινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 489/1976. Ο ασφαλιστής καλύπτει την έναντι του επιβάτη ευθύνη του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου. Η ρύθμιση του άρθρου 10 παρ, 1 του Ν. 489/1976 που καθιερώνει την ευθεία υπέρ του ζημιωθέντος τρίτου αξίωση κατά του ασφαλιστή αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου. Η ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ζημιωθέντος είναι παρεπόμενη. Ευθύνονται βέβαια εις ολόκληρον έναντι του ζημιωθέντος ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος από διαφορετική βάση ο καθένας.

Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 10 παρ.1 του Ν486/1976 ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται απλούς γιατί προξενηθηκε σε κάποιν ζημιά αλλά αν και εφόσον υπάρχει ευθύνη του οδηγού κατόχου, κυρίου του αυτοκίνητου, η άλλου υπαιτίου προσώπου που καλύπτεται ασφαλιστικά από το ατύχημα. Επομένως, για το ατύχημα πρέπει να υπάρχει ευθύνη του οδηγού είτε κατά το Ν. Γ.ΠΝ/1911 είτε κατά την 914Ακ. Αυτό σημαίνει ότι ο αν από πταίσμα του οδηγού εκτρέπεται το αυτοκίνητο και τραυματίζεται ο συνεπιβάτης πρέπει ο τελευταίος όταν ενάγει τον ασφαλιστή να επικαλείται πταίσμα του οδηγού, γιατί ο ΓΠΝ/1911 δεν εφαρμόζεται έναντι των επιβαινόντων διότι όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 του ο Ν. ΓΠΝ δεν εφαρμόζεται έναντι των επιβαινόντων. Συνεπώς ο επιβάτης για να θεμελιώσει έναντι αυτού ευθύνη του ιδιοκτήτη του αυτοκίνητου ( μη οδηγού ή κατόχου) κατά την ΑΚ 922 αφού ο Γ.Ν/191 1 δεν εφαρμόζεται υπέρ του επιβάτη ΙΧΕ αυτοκίνητου.

II. ε) Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον’ που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτου προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης».

Ως ηθική βλάβη νοείται η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που επέρχεται στην ηθική πνευματική ή σωματική συγκρότηση ενός προσώπου λόγω προσβολής κάποιου δικαιώματος, ή εννόμου συμφέροντος, το οποίο μπορεί να είναι περιουσιακό είτε μη περιουσιακό. Η 932ΑΚ σκοπεί στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση του ζημιωθέντος από την λύπη την στενοχώρια, ή τον πόνο που του προκάλεσε η προσβολή του αγαθού του και όχι στην τιμωρία του ζημιώσαντος. Ο νομοθέτης προσπάθησε να επιτύχει μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, παρά το γεγονός ότι σε περιπτώσεις βαρέων σωματικών βλαβών, ή θανάτου η βλάβη δεν’ μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτιμηθεί σε χρήμα. Με τη χρηματική ικανοποίηση σκοπείται η με πρόσθετη παροχή εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν από την αδικοπραξία και η παροχή της οικονομικής ευχέρειας που απαιτείται για την υπερπήδηση ή μείωση της βλάβης που επήλθε (ΟλΑΠ 519/1977, ΝοΒ 26/182, ΕφΠατρ. 260/1991, ΑρχΝ 1992/654).

Για το λόγο αυτό τόσο στην διάταξη του άρθρου 299 ΑΚ όσο και στην διάταξη του άρθρου 932ΑΚ ο νομοθέτης αποφεύγει τον όρο αποζημίωση και χρησιμοποιεί τον όρο χρηματική ικανοποίηση που σημαίνει μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση εν μέρει της ψυχικής υγείας του θύματος για την βλάβη που υπέστη. Στις περιπτώσεις των βαριών τραυματιών, ή θανάτου η μη περιουσιακή ζημιά δεν’ μπορεί να αποκατασταθεί αυτούσια (δεν’ είναι δυνατόν να εξαλειφθεί εκ των υστέρων η απώλεια σωματικής λειτουργίας η πνευματικής λειτουργίας, η αγανάκτηση, ο πόνος (Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος 1, Αθήνα. Εκδόσεις Σάκκουλα, άρθρα 299 932ΑΚ. Η χρηματική ικανοποίηση είναι οικονομική παροχή που αποσκοπεί στην έμμεση αποκατάσταση, εν’ μέρει, της ζημίας που έχει υποστεί ο παθών παρέχοντάς του την’ δυνατότητα να απαλύνει τον συνεχή πόνο που βιώνει (με τον τρόπο που αυτός επιλέξει, είτε λόγω μιας σχετικής οικονομικής ανακούφισης, λόγω της οικονομικής ασφάλειας που αυτή θα του προσφέρει ή λόγω της δυνατότητας του να την αναλώσει σε δραστηριότητα αναψυχής, και της ψυχικής ανάπαυλας που θα του προσφέρει κάτι το οποίο τον/την ευχαριστεί, η κ.α).

Σύμφωνα, εξάλλου με τα πορίσματα της σύγχρονης ψυχιατρικής και νευροψυχολογίας για τα άτομα τα οποία υποβάλλονται στην σκληρή δοκιμασία μιας βαριάς σωματικής βλάβης, ή απώλειας συγγενικού προσώπου, η ενασχόληση με δραστηριότητες που τους δημιουργούν’ χαρά και κάποια αισιοδοξία και θετική διάθεση έστω και παροδική, αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα αποκατάστασης της ψυχικοσωματικής τους υγείας και ισορροπίας, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το βάρος της θλίψης που έχει εγκατασταθεί στην ζωή τους).

Το γεγονός ότι η ικανοποίηση-αποκατάσταση αυτή δεν’ μπορεί παρά να είναι χρηματική δεν’ την καθιστά αυτόματα ηθικά μεμπτή, ούτε οδηγεί σε εμπορευματοποίηση των ηθικών αξιών. Η χρηματική ικανοποίηση συνιστά αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί ο παθών και πρέπει να ουσιαστική, αποτελεσματική, και κυρίως ανάλογη της βλάβης που αυτός έχει υποστεί. Έχει επισημανθεί ότι η χρηματική ικανοποίηση έχει συμβολική σημασία με την έννοια ότι αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη η αδικία που έγινε στον παθόντα (Παπαχρίστου. ΤοΣ 1981). Η άποψη όμως, αυτή δεν κρίνεται ορθή διότι ο παθών ικανοποιείται με την δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την αδικία που του έγινε,. Ο σκοπός της χρηματικής ικανοποίησης είναι η αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη. Η αποδιδόμενη συμβολική ιδιότητα της χρηματικής ικανοποίησης μπορεί να οδηγήσει εσφαλμένα σε δυσανάλογα χαμηλά ποσά επιδίκασης. Εξάλλου, η γραμματική διατύπωση της διάταξης δεν επιτρέπει να ερμηνευθεί η χρηματική ικανοποίηση ως συμβολική. Ο νομοθέτης επιλέγοντας τις λέξεις χρηματική ικανοποίηση εννοεί ακριβώς αυτό: την ικανοποίηση-παρηγοριά που θα προσφέρει στον παθόντα ένα ικανό και ανάλογο δίκαιο ανάλογα με τις περιστάσεις ποσό για τον πόνο και τα όσα υπέφερε και υποφέρει. Η δε ανακούφιση αυτή πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι συμβολική.

Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το βαθμό και τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, την ένταση και την διάρκεια του ψυχικού άλγους εκείνου που ζημιώθηκε, την ηλικία του και την απαιτούμενη για την καταπολέμηση του άλγους προσπάθεια, τις απώλειες και ελλείψεις στο συναισθηματικό κόσμο του παθόντος, καθώς και την οικονομική (περιουσιακή) και κοινωνική κατάσταση των μερών (ΑΠ 180/2014, ΧρΙΔ 2014/525. ΑΠ 654/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο και κυρίως να τηρείται μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, (όσον αφορά τον παθόντα). και του πόνου που αυτός υποφέρει και το δικαίωμα της περιουσίας (όσον αφορά τον υπόχρεο), με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Εδώ πρέπει να σημειωθούν τα εξής ‘…. από τον συνδυασμό και από την όλη δομή του ισχύοντος Συντάγματος συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη και απαγγέλλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτή αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, να μην υπερβαίνει τα ακραία, ανεκτά όρια, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο» (Ολ ΑΠ 3/20019, ΑΠ 1/2015, ΑΠ 464/2017 δημ

ΤνΠ Νόμος) . Η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζομένη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (Σύνταγμα , ΕΣΔΑ) διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή, α) κατάλληλα, δηλαδή πρόσφορα για την πραγματοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) σε στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι όπως προαναφέρθηκε το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που παθαίνει κατά περίπτωση αυτός που ζημιώνεται πρέπει σύμφωνα με το νόμο να αντιστοιχεί, να είναι ανάλογο για να του ανακουφίσει τον «πόνο», την «προσβολή» την μη υλική ζημιά, την ηθική του βλάβη.

Ο όρος « εύλογη» έχει την έννοια ότι η χρηματική ικανοποίηση που θα επιδικασθεί από το δικαστήριο θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με τις περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης όπως αυτές προκύπτουν από τις αποδείξεις, όντας εύλογη με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και την εκτίμησή τους από το δικαστήριο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής.

Οι περιστάσεις, όμως, αυτές έχουν δραστικά μεταβληθεί χωρίς η αλλαγή στην δικαστηριακή πρακτική (σε πολλές χώρες της ΕΕ) να έχει παρακολουθήσει και προσαρμοστεί στην κανονιστική δύναμη των νέων πραγμάτων. Η τάση η οποία ακόμα υπάρχει στην νομολογία να ερμηνευθεί ο όρος «εύλογη» ως «περιορισμένη», ή «μειωμένη» είναι απόρροια συνθηκών οι οποίες επικρατούσαν για πολλές δεκαετίες στην κοινωνική ζωή της χώρας και των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών. Η ασφάλιση δεν ήταν υποχρεωτική και η αποζημίωση και η χρηματική ικανοποίηση βάρυνε τους ίδιους τους εναγομένους ζημιώσαντες πολίτες, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις όντας πολίτες μέσης οικονομικής κατάστασης αδυνατούσαν τοις πράγμασι να ανταποκριθούν στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που θα αναλογούσε στην ηθική βλάβη που προ καλείτο λόγω σοβαρών αυτοκινητικών ατυχημάτων. {Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Γερμανία (πρώτη χώρα στην Ευρώπη ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) (Schmerzcnsgeld) σε περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης το ποσό που επιδικάζεται κυμαίνεται από 500.000.00 ευρώ έως 800.000.00 ευρώ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σύστημα το οποίο εφαρμόστηκε στην Ισπανία με τον Νόμο 35/2012 το οποίο αποτελεί προσπάθεια εναρμόνισης της χώρας με το πνεύμα των ευρωπαϊκών οδηγιών όπου για τον υπολογισμό της χρηματικής ικανοποίησης (moral damages) αξιολογούνται συγκεκριμένες επιβαρυντικές συνθήκες, όπως η μονιμότητα της βλάβης, η οικογενειακή κατάσταση του παθόντα, δηλ., αν υπάρχει στο οικογενειακό περιβάλλον άτομο με ειδικές ανάγκες, ή υστέρηση και επιβάλλονται προσαυξήσεις της τάξης του 25% για κάθε επιβαρυντική συνθήκη επί του αρχικά προσδιοριζόμενου ποσού σε μια προσπάθεια να εκτιμηθεί δικαιότερα η ηθική βλάβη και να μειωθούν οι με μεγάλες διαφορές που δημιουργούντο στο παρελθόν από την δικαστηριακή πρακτική, βλ. την οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ισπανίας, αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου και την εκεί ανάλυση του συστήματος Baremo}.

Η καθιέρωση της υποχρεωτικής ασφάλισης με το νόμο Ν. 489/1976 στην Ελλάδα ( και με παρόμοιους νόμους σε όλες τις χώρες της Ευρώπης) άλλαξε δραστικά τις περιστάσεις και τις αντικειμενικές παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων έχει καταστεί υποχρέωση όλων και εφαρμόζεται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και σύγχρονες κοινωνίες. Σκοπός της νομοθετικής αυτής εξέλιξης είναι να δημιουργηθεί ένα “δίχτυ ασφαλείας» για όλους τους πολίτες, εφόσον η οδήγηση με το αυτοκίνητο αποτελεί δραστηριότητα με αυξημένη επικινδυνότητα, στην περίπτωση που προκληθεί τροχαίο ατύχημα και κάποιοι από αυτούς, υποστούν βλάβη. Η καθιέρωση, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, της υποχρεωτικής ασφάλισης εξυπηρετεί έναν σημαντικό κοινωνικό σκοπό, και έχει χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος καθώς με την ασφάλιση διασφαλίζεται η προστασία και η αποκατάσταση των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα και είναι δυνατή πλέον η δίκαιη αποκατάσταση των θυμάτων και η εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων με ανάλογο και δίκαιο τρόπο. Μέσω του μηχανισμού της ιδιωτικής ασφάλισης, όλοι μαζί οι ασφαλισμένοι ιδιοκτήτες οχημάτων μπορούν από κοινού, με την καταβολή των ασφαλίστρων, να επιτύχουν την καλύτερη δυνατή προστασία για τους συνανθρώπους τους, τους ίδιους ή μελών της οικογένειάς τους που ενδέχεται σε κάποια χρονική στιγμή να πέσουν θύματα ενός τροχαίου ατυχήματος, και οι ζημιώσαντες οδηγοί να μην εξουθενωθούν οικονομικά και κοινωνικά από το βάρος των αποζημιώσεων.

Σκοπός του νομοθέτη με την υποχρεωτική ασφάλιση είναι να παρασχεθεί ανάλογη και ισοδύναμη με την βλάβη προστασία των θυμάτων των τροχαίων μέσω της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης που θα απονεμηθεί χωρίς να απαιτείται (λόγω του μηχανισμού της ασφάλισης) οι ζημιώσαντες οδηγοί να επωμιστούν το συνολικό βάρος αποκατάστασης της ζημίας στο οποίο εξάλλου σε σοβαρές περιπτώσεις τραυματισμών και θανάτων θα ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν. Η συντριπτική πλέον πλειοψηφία των ενήλικων πολιτών (σήμερα είναι ασφαλισμένοι τουλάχιστον 5,5 εκατομμύρια έλληνες πολίτες, βλ. στατιστικές του Υπουργείου Συγκοινωνιών στην οικεία ιστοσελίδα) χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο για το σύνολο σχεδόν της ενήλικης ζωής τους ως το κύριο μεταφορικό τους μέσο, ενώ όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως εισοδήματος και οικονομικής δύναμης υποχρεούνται να ασφαλίσουν τα οχήματά τους.

Η υποχρεωτική ασφάλιση και η δυνατότητα μέσω αυτής να σωρεύονται τεράστια κεφάλαια στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ώστε να μην είναι προβληματική και άδικη η αντιμετώπιση των αποζημιώσεων λόγω επέλευσης των ασφαλιστικών κινδύνων επέφερε δραστικές αλλαγές που αντανακλώνται στην θέσπιση από την ΕΕ μέσω των ευρωπαϊκών οδηγιών των κατώτατων ορίων των ασφαλίσματος στις περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων. Σε διάστημα 20 ετών δυνάμει των ευρωπαϊκών οδηγιών διπλασιάστηκαν τα κατώτατα όρια του ύψους των αποζημιώσεων λόγω τροχαίων και ανέρχονται σήμερα δυνάμει της τελευταίας οδηγίας στο ποσό των 1.000,000 ευρώ για την περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος με ένα θύμα και 5,000,000 ευρώ για την περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα θύματα ανεξαρτήτως αριθμού (βλ. πιο συγκεκριμένα τις οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ. 90/232/ΕΘΚ, 2000/26/ΕΕ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν από την οδηγία 2005/14/ΕΕ σύμφωνα με την οποία τα ελάχιστα όρια ασφάλισης από 5-5-2010 για αξιώσεις από αυτοκινητικό ατύχημα διαμορφώνονται υποχρεωτικά στο ποσό των 1.000.000 ευρώ για την περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος με ένα θύμα και 5.000.000 ευρώ) για την περίπτωση που υπάρχουν’ περισσότερα θύματα ανεξαρτήτως αριθμού. ( Ενώ από 1ης Ιανουάριου 2017 δυνάμει της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (EE L. 263/1 1 της 7.10.2009) και ιδίως το άρθρο 9 παρ. 2 αυτής, ε) την από 10.5.2016 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο (COM 2016 246 final) «Αναπροσαρμογή με βάση τον πληθωρισμό των ελάχιστων ποσών τα οποία ορίζονται στην οδηγία 2009/103/ΕΚ σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (CELEX 52016DC0246), αναθεωρούνται τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης του άρθρου 6 παρ. 5 του Π.δ. 237/1986 σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕΔΤΚ) και ως ανακοινώθηκαν αναπροσαρμοσμένα στην από 10.05.2016 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (CELEX52016DC0246), τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης που προβλέπονται στο άρθρο 6 παρ. 5 του Π.δ. 237/1986 δεν μπορεί να είναι κατώτερα από τα οριζόμενα ακολούθως: α) Σε περίπτωση σωματικής βλάβης 1.220.000 ευρώ, ανά θύμα, β) Σε περίπτωση υλικής ζημίας 1.220.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων. Δεν προβλέπεται στις προαναφερόμενες οδηγίες διαφοροποίηση των ορίων ανάλογα με το αν οφείλεται σε περίπτωση που υπάρχουν παθόντες αποζημίωση λόγω οικονομικής ζημίας, ή χρηματικής ικανοποίησης.

Επομένως, σύμφωνα με την γραμματική διατύπωση της οδηγίας τα κατώτερα ασφαλιστικά όρια ισχύουν και σε περίπτωση ατυχήματος που μόνο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη είναι δυνατή, ή αυτή καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό της αποκατάστασης -αποζημίωσης. Παρά το γεγονός ότι η υποχρεωτική ασφάλιση είχε, ήδη, από την δεκαετία του 1970 όταν αυτή καθιερώθηκε μεταβάλει τις συνθήκες και τις περιστάσεις στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων, οι περισσότερες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις αρνούντο πεισματικά να προχωρήσουν σε δίκαιες και ανάλογες της βλάβης χρηματικές ικανοποιήσεις επιλέγοντας να αγνοούν τις νέες περιστάσεις. Χάρη, όμως στις προαναφερόμενες οδηγίες αναγκάστηκαν ευτυχώς οι περισσότερες έννομες τάξεις μεταξύ των οποίων και η χώρα μας να προχωρήσουν, επιτέλους, σε μία δικαιότερη πρακτική σχετικά με τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις.

Η υποχρεωτική ασφάλιση είχε, όπως προαναφέρθηκε ως αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές εταιρείες να είναι σε θέση να σωρεύουν τεράστια κεφάλαια το μέγεθος των οποίων παραμένει εντυπωσιακό ακόμα και με την εκροή ρευστού για αποπληρωμή αποζημιώσεων. Από τα γνωστά τοις πάσι στοιχεία, λόγω της πρόσβασης σε αυτά σε όλους μέσω του διαδικτύου προκύπτει ότι στην Ελλάδα το 2015 (μεσούσης της οικονομικής κρίσης) η παραγωγή ασφαλίστρων για αστική ευθύνη ανήλθε στο ποσό των 3, 6 δισεκατομμυρίων ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται η επενδυτική του κερδοφορία, η τοκοφορία κ.λ.π. η οποία αυξάνει ιλιγγιωδώς το αρχικό κεφάλαιο). Κατά τον ίδιο χρόνο (2015) καταβλήθηκαν για αποζημιώσεις λόγω τροχαίων από τις ασφαλιστικές εταιρείες μόλις το πόσο των 858.000.000 εκατομμυρίων ευρώ. (Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τις δημοσιευμένες στο διαδίκτυο στις οικείες ιστοσελίδες των ασφαλιστικών εταιρειών και επομένως γνωστές και προσβάσιμες σε όλους, ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των ασφαλιστικών εταιρειών καταγράφονται καθαρά κέρδη της τάξης δισεκατομμυρίων (ενδεικτικά αναφέρονται Αλλιανζ καθαρή κερδοφορία. 1,3 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2011, Ιντεραμέρικαν 700 εκ ευρώ για το β τρίμηνο 2011. κ.λ.π)

Ο αργός ρυθμός απονομής δικαιοσύνης στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον σε ελάχιστες περιπτώσεις επιτυγχάνεται εξωδικαστικός συμβιβασμός (τελεσίδικα θα κριθεί η διαφορά και θα απονεμηθούν αποζημιώσεις κατά μέσο όρο 5-7 περίπου έτη μετά το τροχαίο ατύχημα) επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες την επένδυση των κεφαλαίων για μακρύ χρονικό διάστημα σε χρηματοοικονομικά προϊόντα τα οποία αυξάνουν ακόμα περισσότερο την κερδοφορία. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες λόγω της φύσης και τους σκοπού του διαθέτουν πολυπρόσωπο δυναμικό και δομές εξελιγμένων υλικοτεχνοοικονομικών και αναλογιστικών υπηρεσιών που τους επιτρέπει να προβαίνουν σε μακροπρόθεσμούς σχεδιασμούς επιχειρηματιών κινήσεων προς αποφυγή ζημιών και μεγιστοποίηση κερδών.

Η σώρευση των τεράστιων κεφαλαίων των ασφαλιστικών εταιριών (στον τομέα της ασφάλισης αυτοκινήτων) προέρχεται από τις υποχρεωτικές εκ του νόμου ασφαλιστικές εισφορές των πολιτών, με σκοπό την δημιουργία ενός τεράστιου αποθεματικού ικανού να προσφέρει ανάλογες αποζημιώσεις και χρηματικές ικανοποιήσεις στους παθόντες χωρίς την εξόντωση των ζημιωσάντων και όχι την σώρευση κεφαλαίων σε ιδιωτικές εταιρείες.

Η ειδοποιός αυτή διαφορά καθιστά την ανάλογη, δίκαιη και ισοδύναμη χρηματική ικανοποίηση (αποκατάσταση) λόγω ηθικής βλάβης όχι μόνο δυνατή, αλλά και επιβεβλημένη. Διαφορετικά, ο κίνδυνος για ευτέλιση της ανθρώπινης αξίας και ο υπέρμετρος πλουτισμός επέρχεται, αλλά όχι στην πλευρά των θυμάτων. Οι ασφαλιστικές εταιρείες καρπώνονται τεράστια κεφάλαια και κέρδη λόγω της υποχρεωτικής ασφάλισης χωρίς την ανάλογη ανταποδοτικότητα προς το κοινωνικό σύνολο ( όπως ήταν ο σκοπός του νομοθέτη). Ελάχιστες φορές οι ασφαλιστικές εταιρείες προβαίνουν σε συμβιβασμό ακόμα και σε περιπτώσεις τροχαίων που οι βλάβες και η υπαιτιότητα προκύπτουν από το σύνολο των στοιχείων ιατρικών κυρίως που έχουν ήδη στην διάθεσή τους. Καθυστερούν τις καταβολές και ταλαιπωρούν τους παθόντες χωρίς καμία απολύτως συνέπεια από την κακόπιστη αυτή συμπεριφορά. Ο αργός δε, ρυθμός απονομής δικαιοσύνης στις περιπτώσεις αυτές, (τελεσίδικα θα κριθεί η διαφορά και θα απονεμηθούν αποζημιώσεις κατά μέσο όρο 5-7 περίπου έτη μετά το τροχαίο ατύχημα) επιτρέπει την περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση των συγκεντρωθέντων κεφάλαια με την επένδυση αυτών για μακρύ χρονικό διάστημα σε διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα μεγιστοποιώντας την κερδοφορία τους. (Εξάλλου οι προαναφερόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες λόγω της φύσης και τους σκοπού του διαθέτουν πολυπρόσωπο δυναμικό και δομές εξελιγμένων υλικοτεχνοοικονομικών και αναλογιστικών υπηρεσιών που τους επιτρέπουν να προβαίνουν σε μακροπρόθεσμούς σχεδιασμούς επιχειρηματιών κινήσεων προς αποφυγή ζημιών και μεγιστοποίηση κερδών). Ο κίνδυνος πλουτισμού, λοιπόν, δεν ενυπάρχει στο βαριά τραυματισμένο θύμα του τροχαίου, αλλά στην προφανή διατάραξη της αναλογικότητας μεταξύ των ισορροπιών των εσόδων των ασφαλιστικών εταιριών, οι οποίες λόγω της υποχρεωτικής ασφάλισης έχουν εσοδεύσει υπέρογκα ποσά χωρίς όμως να έχει επέλθει ανάλογη, δίκαιη και πρόσφορη ανταποδοτικότητα προς την ουσιαστική αποκατάσταση μέσω της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ( όπως ήταν ο σκοπός του νομοθέτη κατά την θέσπιση της υποχρεωτικής ασφάλισης).

Οι νέες αυτές αντικειμενικές συνθήκες έχουν ουσιωδώς μεταβάλει την εξίσωση τροχαίο- παθών- ζημιώσας-ασφαλιστική κάλυψη -εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Αφενός δεν τίθεται πλέον θέμα τιμωρίας του ζημιώσαντα μέσω της χρηματικής ικανοποίησης. Αφετέρου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να προσαρμοστούν τα όρια της χρηματικής ικανοποίησης στις νέες αντικειμενικές περιστάσεις. (Ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να επισημανθεί ότι αν για παράδειγμα ένας νεαρός άνδρας 30 ετών ο οποίος ήταν άνεργος κατά το χρόνο του ατυχήματος υποστεί μόνιμη αναπηρία, χάσει το χέρι του. ανεξαρτήτως των λοιπών κονδυλίων που μπορεί να επιδικασθούν διαφυγόντα κέρδη θετική ζημία κ.λ.π το να του επιδικασθεί ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της τάξης των 500.000 ευρώ σημαίνει ότι για τα λοιπά 45 έτη της ζωής του (με μέσο όρο διάρκειας ζωής 75 έτη) θα λαμβάνει ένα ποσό 800 περίπου ευρώ μηνιαίως, σαν αποκατάσταση για το γεγονός ότι η σωματική και ψυχική του συγκρότηση έχουν πληγεί σοβαρά. Το ποσό αυτό σίγουρα δεν αποτελεί πλουτισμό αν αναλογιστεί κανείς την ζημία και την ηθική βλάβη που έχει υποστεί. Ιδιαίτερα δε σημαντικός καθίσταται ο αποκαταστατικός σκοπός της χρηματικής ικανοποίησης όταν το θύμα του τροχαίου ανήκει στις πιο αδύνατα οικονομικές ομάδες, ανέργους, άνεργες μητέρες, χαμηλόμισθους, χειρώνακτες, ημιαπασχολούμενους. περιστασιακά απασχολούμενους οι οποίοι λόγω της αδυναμίας τους να διεκδικήσουν διαφυγόντα κέρδη και έχοντας χάσει την υγεία τους αλλά και την δυνατότητα να βελτιώσουν με τις δικές τους δυνάμεις την ζωή τους, με την εύρεση εργασίας λόγω του τραυματισμού τους ωθούνται βίαια σε μια ακόμα χειρότερη μορφή φτώχειας και περιθωριοποίησης λόγω της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν. Έχει ορθά επισημανθεί ότι για τους ανήκοντες σε οικονομικά αδύναμες ομάδες η αποζημίωση τους με βάση την απώλεια των εισοδημάτων δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, με συνέπεια αδίκως να αποζημιώνονται διαφορετικά τραυματισμοί ίδιας βαρύτητας και να ευνοούνται οι οικονομικά εύρωστοι (Κρητικός, Σκέψεις και προβληματισμοί, σε Γενέθλιαν Απόστολου Γεωργιάδη. Τόμος I, έκδ. 2006, σ. 509-511).). Η έως τώρα δικαστηριακή πρακτική δεν παρουσιάζει ομοιομορφία και δεν μπορεί να αποτελέσει σταθερό κριτήριο αντικειμενικού καθορισμού των ορίων του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης διότι στις πιο πολλές περιπτώσεις εμφορούμενη και επηρεασμένη από θεωρητικές προσεγγίσεις των θεμάτων που αφορούν αντικειμενικά δεδομένα του παρελθόντος τα οποία όμως δεν υφίσταται πλέον, δεν λαμβάνει υπόψη κατά την εφαρμογή της αρχής αναλογικότητας την σημαντική παράμετρο της νομοθέτησης της υποχρεωτικής ασφάλισης για την αστική ευθύνη, σκοπός της οποίας είναι να αποκαταστήσει με ανάλογες δίκαιες και αξιοπρεπείς αποζημιώσεις τα θύματα και όχι την σώρευση τεράστιων αποθεματικών στις ασφαλιστικές εταιρείες.

Τα προαναφερόμενα έχουν διαμορφώσει ένα νέο καθεστώς όσον αφορά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης. Ο όρος «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να γίνει δεκτό πλέον ότι πρέπει να ερμηνεύεται ως «περιορισμένη» χρηματική ικανοποίηση, αλλά να ερμηνεύεται κυριολεκτικά δηλαδή, σύμφωνα με την γλωσσική διατύπωση του όρου που σημαίνει «ανάλογη, δίκαια, προσήκουσα χρηματική ικανοποίηση, που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις και την αρχή της αναλογικότητας». Τα Δικαστήρια έχουν πλέον την ευχέρεια να επιδικάσουν στις περιπτώσεις που έχει αποδειχθεί σοβαρή ηθική βλάβη ποσό χρηματικής ικανοποίησης το οποίο είναι ανάλογο του μεγέθους της ηθικής βλάβης.

II. στ’) Το Σύνταγμα στο άρθρο 5 § 5 ορίζει : «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων». Στο άρθρο 7 § 2: «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει». Και στο άρθρο 21 § 3: «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητος, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων».

«Ως υγεία ορίζεται η φυσική, σωματική και πνευματική κατάσταση του ανθρώπου» Η υγεία τόσο στην συνταγματικά αλλά και διεθνώς προστατεύεται όσον το δυνατόν πιο εκτεταμένα (Κρεμαλής, το Δικαίωμα για την Προστασία της Υγείας, 2007 εκδόσεις σακούλα, Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σ.σ. 556).

II. ζ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση», νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Κατά την περίπτωση της προσβολής της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, η ζημία στην υγεία του παθόντος που προκύπτει, πρέπει να αποκαθίσταται ανεξαρτήτως της επίδρασης στην ικανότητα του προς εργασία. σε αντίθετη περίπτωση, εάν η ίδια προσβολή της σωματικής ακεραιότητας πλήττει δυο πρόσωπα με διαφορετικό εισόδημα, θα υπήρξε μια διαφορετική αποκατάσταση της ζημίας ανάλογα με το εισόδημα τους, γεγονός που οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα και παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Ειδικότερα σε περίπτωση τραυματισμού ανηλίκων και συνταξιούχων, οι οποίοι λόγω ηλικίας δεν εργάζονται, η αποζημίωση τους με βάση την απώλεια των εισοδημάτων δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά αποτελέσματα. με συνέπεια αδίκως να αποζημιώνονται διαφορετικά τραυματισμοί ίδιας βαρύτητας και να ευνοούνται οι οικονομικά εύρωστοι {Κρητικός. Το άρθρο 931 ΑΚ μια περιττή διάταξη; Σκέψεις και προβληματισμοί. σε Γενέθλιον Απόστολου Γεωργιάδη. Τόμος I. έκδ. 2006. σ. 509-511). Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου. ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού. που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος. αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις. χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή Πλεονεκτημάτων (βλ. ΑΠ 670/2006 ΝοΒ 2006. 1469. Ζερβογιάννη. Παρατηρήσεις στην ΑΠ 123/2010 ΕφΑΔ 2011. 746επ. και Zervogianni. On the recover} of non pecuniary loss in Italy and in Greece. σε τιμητικό τόμο Π. Αγαλλοπούλου. έκδ. 2011. σ. 1625 επ. ιδίως με το συσχετισμό της αξίωσης κατ’ άρθρο 931 ΑΚ με τη βιολογική ζημία του ιταλικού δικαίου). Ο παθών που κατέστη από την αδικοπραξία ανάπηρος. ή παραμορφώθηκε. θα μετέχει εφεξής από μειονεκτική θέση στις καθημερινές και κοινωνικές δραστηριότητες του. Όποιος για παράδειγμα έχασε το χέρι του συνεπεία ενός αυτοκινητικού ατυχήματος. δεν μπορεί σαφώς να επανορθώσει πλήρως αυτή την έλλειψη με ένα τεχνητό μέλος και 0α αντιμετωπίσει ψυχολογικές αναστολές και σωματικές δυσκολίες.

Σχετική είναι μια έκφραση αρκετά εκδηλωτική στη μελέτη ενός ιταλού ιατροδικαστή: όταν μετά από μια αδικοπραξία ή από ένα ατύχημα. κάποιος χάνει το χέρι του. ο παθών δεν έχει μόνο απώλεια ποσοστού 50% ή 60% της ικανότητας του προς εργασία. αλλά χάνει και ένα χέρι (Trabucchi, Istituzioni di diritto civile. έκδ. 2009. σ. 1007). Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας, ή της παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου. δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος. όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών οφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του.

Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγιο της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς. είτε μεμονωμένους, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίους την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 67δ/2δδ6ΑΠ441/2δΙ7, ΑΠ 1214/2011. ΑΠ 1226/2Θ11, ΟλΑπ 15/1990 δημ ΤΝΔ Νόμος., ).

III. α) Με την με Γενικό και Ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………………………… αγωγή, η ενάγουσα ιστόρησε τα εξής:

Την 31η -1-2014 και περί ώρα 13:15, η ενάγουσα επέβαινε στο όχημα με αριθμό κυκλοφορίας………………..αυτοκίνητο, κατασκευής εργοστασίου ROVER, μοντέλου 214 SI με έτος κατασκευής το 1992, κυβισμού 1.396 κ.εκ, χρώματος λευκού και με αριθμό πλαισίου SAXXWMWFNAD603394, αποκλειστικής ιδιοκτησίας (100%) του τρίτου (3ου) εναγόμενου ασφαλισμένο για τις ζημίες έναντι τρίτων στην πρώτη (1η) εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, που οδηγούσε η δεύτερη (2η) εναγόμενη Φωτεινή κινούμενη, στο ύψος του 1™ χλμ. της Ε.Ο Γεφυρουδίου – Σκοτούσας του Νομού Σερρών, όταν λόγω της έλλειψης προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα, παρά το γεγονός ότι το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό λόγω της συνεχούς προηγηθείσας βροχόπτωσης, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο άρχισε να περιστρέφεται και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όπου κινείτο το με αριθμό Ι.Χ.Ε. όχημα το οποίο επέπεσε με την πρόσθια πλευρά του επί της δεξιάς πλευράς του οχήματος στο οποίο επέβαινε η ενάγουσα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί αυτή βαρύτατα.

Με βάση του προαναφερόμενο ιστορικό η ενάγουσα ζητά:

Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σε αυτήν ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο έκαστος το συνολικό ποσό των 220.000,00 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και ειδικότερα το ποσό των 100.000.00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, και β) To ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων Ευρώ 120.000.00 ως εφάπαξ καταβολή χρηματικής παροχής λόγω της δυσμενούς επιρροής που θα ασκήσει η παραμόρφωση – αναπηρία μου στο επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό της μέλλον,

2) Να απαγγελθεί κατά της δεύτερης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας 1 έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασής;.

3) Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. ως προς την καταψηφιστική διάταξη.

III. β) Η αγωγή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα. για το αντικείμενο της οποίας μετά την παραδεκτή τροπή του συνόλου του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό η οποία έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντα πριν την έναρξη της συζήτησης της επίδικης υπόθεσης καθώς και με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7. 9, 10, 14 παρ. 2. 16 περ. 12. 25 παρ. 2, 35, 40 A . 74 του ΚΠολΔ.) κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667, 670­676 ΚΠολΔ (άρθρο 681 Α ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων εφόσον επί αγωγής αδικοπραξίας αρκεί ν’ αναγράφεται στην αγώγι) ότι το ζημιογόνο όχημα είναι ιδιοκτησίας του εναγομένου χωρίς να είναι απαραίτητη, μεταξύ άλλων, και η αναφορά και εξειδίκευση της προσωπικής σχέσης μεταξύ του οδηγού και του ιδιοκτήτη, η οποία προκειμένου να θεμελιώσει την μεταξύ τους σχέση πρόστησης αποτελεί θέμα που ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης). Η αγωγή είναι νόμιμη πλην των αιτημάτων κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθώς και το αίτημα έμμεσης εκτέλεσης της απόφασης, τα οποία μετά την τροπή του συνόλου του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα και στηρίζεται ως προς τα αιτήματα που κρίθηκαν νόμιμα στις αναφερόμενες στις νομικές σκέψεις της μείζονας πρότασης διατάξεις των άρθρων’ 297. 298. 299, 330 εδάφιο β’, 346,481 επ., 914, 922, 926. 929, 931 932 του ΑΚ. 2. 4, 9. 10 και 12τουν. ΓπΝ/1911, 10 παρ. 1, 6 του Ν. 489/1976. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί (η αγωγή), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

IV. α) Κατά την διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ. αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή, της το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Για την εφαρμογή της διάταξης 300 § 1 ΑΚ απαιτείται σωρευτικά η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α)Υποχρέωση κατ’ αρχή αποζημίωσης, β) Συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση, ή την έκταση της ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντα προς την επέλευση, ή την έκταση της ζημίας. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ενάγοντος αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό που θεμελιώνει την ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ, ενώ ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας είναι ο ενάγων αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Ως προς την προβολή της ένστασης του άρθρου 300 ΑΚ ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 591 ΚΠολΔ περ. γ. Πρέπει να προτείνεται προφορικά και δύναται είτε να περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις είτε να γίνει καταχώρισή της στα πρακτικά της συζήτησης.

IV. β) Στην προκειμένη περίπτωση. οι εναγόμενοι με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους συνομολογούν την αγωγή ως προς τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στο επίδικο τροχαίο και την υπαιτιότητα της πρώτης ενάγουσας οδηγού στην πρόκληση αυτού. Ισχυρίζονται όμως ότι η ενάγουσα είναι συνυπαίτια του τραυματισμού της διότι από αμέλεια της συγκατατέθηκε να επιβιβαστεί στο όχημα που οδηγούσε η δεύτερη εναγομένη αποδεχόμενη τον κίνδυνο που ενείχε η ενέργειά της αυτή εφόσον αφενός γνώριζε ότι η οδηγός ήταν άπειρη αφετέρου διότι δεν απέτρεψε αυτή από το να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα σε ολισθηρό λόγω βροχόπτωση οδόστρωμα και να μιλά ταυτόχρονα στο κινητό της τηλέφωνο με αποτέλεσμα να προκληθεί το επίδικο τροχαίο, επέτρεψε να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα στην αφορούν το ατύχημα όσο και ως προς τα αιτούμενα από τον ενάγοντα κονδύλια και το ύψος αυτών. Επίσης ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα δεν φορούσε την ζώνη ασφαλείας, η οποία θα απέτρεπε τον τραυματισμό της ή σε κάθε περίπτωση θα μείωνε την βαρύτητά του. Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί συναστούν ενστάσεις συνυπαντιότητας οι οποίες είναι ορισμένες και νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 εδ. β1, 914 και 922 ΑΚ (ΑΠ 912/1996 ΕλλΔικ 38.79. ΑΠ 485/2001 ΕλλΔικ 43.384. ΑΠ 763/2000 ΕλλΔικ 42.75). και πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Τέλος, οι εναγόμενοι υπέβαλαν αίτημα εξαίρεσης από τον τόκο επιδικίας λόγω εύλογης αντιδικίας αίτημα το οποίο είναι νόμιμο στηρίζεται στις αναφερόμενες στη οικεία νομική σκέψη της μείζονας πρότασης και θα ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

V ) Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα, ……………., την ανωμοτί κατάθεση της διαδίκου παθούσας, …………..στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε μία ξεχωριστά, αλλά και σε συνδυασμό, ανάλογα με το βαθμό αξιοπιστίας και το μέτρο γνώσης κάθε μάρτυρα, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και: α) οι φωτογραφίες, των’ οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711), β) αντίγραφα εγγράφων της σχηματισθείσας για το ένδικο ατύχημα ποινικής δικογραφίας (κλητήριο θέσπισμα, καταδικαστική απόφαση, έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, ένορκες καταθέσεις των οδηγών των εμπλεκόμενων στο ένδικο ατύχημα οχημάτων, ένορκη κατάθεση της παθούσας, που εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 359/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. ΕφΘεσ. 1271/2012, Αρμ. 2014/603) που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε επικουρικώς ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων. που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Την 31 -10-2014 και περί ώρα 13:15, η δεύτερη (2η) εναγόμενη (………………… ) και της………………, οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας …………. Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, κατασκευής εργοστασίου ROVER μοντέλου 214 S1 με έτος κατασκευής το 1992, κυβισμού 1.396 κ.εκ. χρώματος λευκού και με αριθμό πλαισίου SAXXWMWFNAD603394, αποκλειστικής ιδιοκτησίας (100%) του τρίτου (3ου) εναγομένου ] και που κατά το χρόνο αυτό ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες έναντι τρίτων με έγκυρη και ισχυρή σύμβαση ασφαλίσεως στην πρώτη (1η) εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία είχε εκδώσει και την σχετική βεβαίωση (βάσει του υπ’ αρίθμ. ………….. πολυασφαλιστηρίου συμβολαίου αυτοκινήτου και ειδικότερα σύμφωνα με το υπ’ αρίθμ ……………ανανεωτήριο συμβόλαιο αυτοκινήτου με διάρκεια ασφάλισης από τις 25-9- 2014 και ώρα 12:00 μ.μ έως τις 25-1-2015 και ώρα 12:00 μ.μ, καθώς και της υπ’ αρίθμ. 19023180349 πρόσθετης πράξης με διάρκεια ασφάλισης από τις 25-9-2014 και ώρα 12:00 μ.μ έως τις 25-1-2015 και ώρα 12:00 μ.μ). Κινείτο στο ύψος του Γ” χλμ. της Ε.Ο Γεφυρουδίου – Σκοτούσας του Νομού Σερρών, με κατεύθυνση από το Γεφυρούδι προς την Σκοτούσσα, ενώ στο ως άνω με αριθμό κυκλοφορίας 1 Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ως συνοδηγός, η παθούσα-ενάγουσα η οποία ήταν συνάδελφος της δεύτερης εναγομένης διότι και οι δύο εργάζονταν στην ίδια εταιρεία προώθησης προϊόντων. Η παθούσα ως βοηθός προώθησης προϊόντων της εταιρείας Παπαστράτος είχε μεταφερθεί το πρωινό της ημέρας του επίδικου τροχαίου με αυτοκίνητο της συνεργαζόμενης εταιρείας με την επωνυμία « Κέντρο Προώθησης Πωλήσεων Α.Ε.» και με οδηγό της εταιρείας στην Ηράκλεια Σερρών.

Η παθούσα και η δεύτερη εναγομένη ήταν συνάδελφοι και η επιβίβαση της τελευταίας στο όχημα της δεύτερης έγινε μετά από υπόδειξη της εργοδότριας εταιρείας προς αμφότερες τις εργαζόμενες, και όχι λόγω εξυπηρέτησης εξαιτίας της φιλικής σχέσης μεταξύ τους. Ειδικότερα, η εργοδότρια εταιρεία ενημέρωσε την παθούσα ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο αυτοκίνητο και οδηγός για την επιστροφή της προς τον οικία της όπως γινόταν συνήθως και θα εξυπηρετείτο από συναδέλφους που διέθεταν όχημα και κινούντο προς τον ίδιο χώρο. Της υποδείχθηκε μάλιστα ότι θα επέστρεφε με το όχημα της 2ης εναγόμενης κ. ………………

Η παθούσα επιβιβάστηκε στο όχημα που οδηγούσε η 2η εναγομένη και κάτοχος αυτού, μετά από υπόδειξη και προτροπή της εργοδότριας εταιρείας και δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει τις μειωμένες ικανότητες της 2ης εναγομένης για οδήγηση, ούτε βέβαια ότι η εναγομένη ήταν άπειρη οδηγός, η οποία μόλις πρόσφατα έλαβε το δίπλωμά της, εφόσον οι δύο γυναίκες , όπως αποδείχθηκε, δεν συνδέονταν φιλικά, ούτε εξάλλου ισχυρίζεται κάτι τέτοιο η 2η εναγομένη. Ιδιοκτήτης του οχήματος που οδηγούσε η 2η εναγομένη, ήταν ο τρίτος εναγόμενος,…………….. σύντροφος της 2 εναγομένης, όπως η ίδια κατέθεσε, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ημέρα (ώρα 13:15), η ορατότητα ήταν σχετικά καλή, ενώ σαράντα (40) περίπου μέτρα πριν το σημείο της σύγκρουσης υπήρχε επικίνδυνη στροφή στην κατεύθυνση κυκλοφορίας του οχήματος που οδηγούσε η 2η εναγομένη, το οδόστρωμα της επαρχιακής αυτής οδού ήταν υγρό λόγω προηγούμενης βροχόπτωσης, ενώ η κυκλοφορία των κινουμένων οχημάτων ήταν αραιή και η κυκλοφορία των πεζών μηδενική, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητος των κινούμενων οχημάτα στο σημείο εκείνο ορίζεται στα 70 χλμ/ώρα. όπως προκύπτει από την από 31-10-2014 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος της Υπηρεσίας του Τμήματος Τροχαίας Σερρών αναφορικά με τις επικρατούσες γενικές και καιρικές συνθήκες, καθώς και τον υπάρχοντα φωτισμό, κατά τον χρόνο του επίδικου τροχαίου.

Η δεύτερη εναγομένη, παρά τις προαναφερόμενες συνθήκες, βροχόπτωση και επερχόμενη επικίνδυνη στροφή δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή την οποία ώφειλε και μπορούσε, δεδομένου μάλιστα ότι ήταν άπειρη οδηγός καθώς είχε αποκτήσει την άδεια οδήγησης της μόλις 3 μήνες πριν το ατύχημα και συγκεκριμένα στις 6-8- 2014. Οδηγούσε με μεγαλύτερη του προβλεπομένου ταχύτητα περί 90 – 100 χλμ/ώρα, ενώ ανώτατο όριο ταχύτητας στην περιοχή, όπως προαναφέρθηκε ήταν 70 χλμ/ώρα), παρά το γεγονός ότι το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό λόγω της συνεχούς βροχόπτωσης και των στροφών του εν λόγω επαρχιακού δρόμου και δεν ρύθμισε ως ώφειλε την ταχύτητά του οχήματος της έτσι ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να το ελέγχει της, ενώ κατά την χρονική στιγμή πριν το ατύχημα κάλεσε κάποιον γνωστό της μέσω του κινητού της τηλεφώνου, προκειμένου να τον ειδοποιήσει για την πιθανή ώρα άφιξής της.

Η παθούσα προσπάθησε να συνετίσει την 2η εναγομένη, προτρέποντας την να μειώσει ταχύτητα και να προσέχει τις στροφές, χωρίς όμως, να εισακουστεί από την τελευταία. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να χάσει η δεύτερη (2η) εναγόμενη οδηγός τον έλεγχο του ως άνω αυτοκινήτου, το οποίο περιστράφηκε 3-4 φορές γύρω από τον άξονά του (βλ. το συνημμένο στην έκθεση αυτοψίας σχεδιάγραμμα και στην συνέχεια εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, οπού κινείτο το υπ’ αρίθμ……………………………….Ι.Χ Φορτηγό κινούμενο όχημα, που οδηγούσε ο …………………..και με κατεύθυνση από Σκοτούσσα προς Γεφυρούδι, το οποίο προσέκρουσε με την πρόσθια πλευρά του στην δεξιά πλευρά του του με αριθμό κυκλοφορίας………………………………..Ι.Χ.Ε οχήματος που οδηγούσε η δεύτερη εναγομένη εμβολίζοντας την θέση του συνοδηγού όπου επέβαινε η παθούσα επιφέροντάς πολλαπλά και σοβαρά τραύματα. ( βλ. την έκθεση αυτοψίας και το επισυναπτόμενο αυτής σχεδιάγραμμα του τροχαίου ατυχήματος που συντάχθηκε από τους αξιωματικούς της Τροχαίας Σερρών όπου αναφέρεται ότι «το (α) όχημα (δηλαδή αυτό στο οποίο επιβαίναν η παθούσα και η 2” εναγομένη ) έχασε τον έλεγχο και κάνοντας περιστροφές; στο οδόστρωμα, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προσέκρουσε η δεξιά πλευρά αυτού. ρε το κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα, κυκλοφορία (β) όχημα».

Αποδείχθηκε λοιπόν ότι αποκλειστικά υπαίτια του επίδικου τροχαίου ήταν η δεύτερη εναγομένη οδηγός, όπως εξάλλου συνομολογείται από τους εναγομένους, (Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται και από το αιτιολογικό της υπ’ αρίθμ. 1.796/24-9-2018 απόφαση του το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σερρών δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε η ενάγομένη σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή) ενώ η παθούσα αποδείχθηκε ότι έκανε παρατήρηση στην εναγομένη για την μεγάλη ταχύτητα καθώς και για το γεγονός ότι μιλούσε στο τηλέφωνο κατά την οδήγηση, και επομένως πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός συντρέχοντος πταίσματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ιδιοκτήτης ο οποίος της επέτρεψε να το οδηγεί παρά το γεγονός ότι γνώριζε λόγω της στενής τους σχέσης ότι ήταν άπειρη οδηγός του εν λόγω οχήματος τρίτος εναγόμενος είχε παραχωρήσει αυτό στην σύντροφό του και 2η εναγομένη, να το οδηγεί λόγω του δεσμού τον οποίον είχαν και επομένως ευθύνεται έναντι της παθούσας ως προστήσας την οδηγό και 2η εναγομένη στην οδήγηση αυτού και επομένως υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης προς την ενάγουσα.

Εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης τραυματίστηκε σοβαρά η παθούσα και συγκεκριμένα υπέστη 1) Ρήξη σπληνός, 2) Ρήξη ήπατος, 3) Κάταγμα πλευρών 7Hs και 8Hs. 4) Κάταγμα κλείδας ΔΕ„ 5)Κάταγμα πνευμονοθώρακος ΔΕ και 6) Θλαστική αιμορραγία εγκεφάλου. Ειδικότερα, μετά το ατύχημα διακομίστηκε στο Γ ενικό Νοσοκομείο Σερρών όπου παρέμεινε από τις 31-10-2014 έως και τις 21-11- 2014. Νοσηλεύτηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ) του ως άνω Νοσοκομείου από τις 31-10-2014 έως και τις 10-11-2014 με διάγνωση «Πολυτραυματίας – Σπληνεκτομή – Θλάσεις ηπατικού παρεγχύματος – Αιμοπνευμοθώρακιας ΑΕ σε αναδρομή – πνευμοθώρακας υπό bullow (ΑΡ) – Θλάσεις πνεύμονα – Οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια», σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο από 10-11-2014 Πληροφοριακό Σημείωμα της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας προς την Χειρουργική Κλινική του Γ.Ν Σερρών ( βλ. το προσκομιζόμενο με το υπ’ αρίθμ. 2469/21-11-2014 Ενημερωτικό Σημείωμα της Χειρουργικής Κλινικής του Γ.Ν Σερρών που υπογράφεται από τον Χειρουργό Επιμελητή Β’ κ. Αναστασιάδη Αναστάσιο και τον Ειδικευόμενο ιατρό κ. Μητρούδη Νικόλαο, όπου η παθούσα νοσηλεύθηκε από τις 10-11-2014 έως τις 21-11-2014, και στο οποίο αναφέρεται ότι: «Η ασθενής διεκομίσθη στα Τ.Ε.Π μετά από αναφερόμενο τροχαίο. Ασθενής με ταχυπαλμία απροσδιόριστη Α.Π και CGS= 6/15. Τέθηκε Κ.Φ.Κ (υποκλείδια), ουροκαθετήρας σκληρός και οδηγήθηκε στην αίθουσα του αξονικού τομογράφου.

Έγινε α’ εγκεφάλου – θώρακος – ΑΚΚΟ και ΑΜΣΣ. Λόγω αιμοπνευμοθώρακα δεξιά τέθηκε θωρακικός σωλήνας (τύπου bullow) και οδηγήθηκε στη χειρουργική αίθουσα, προς ερευνητική λαπαροτομία (CT με ευρήματα, αιμοπεριτοναίου. Αιενεργήθηκε σπληνεκτομή, ενώ έγινε και συρραφή σε 2 σημεία (ρήξεις) του (δε) λοβού του ήπατος;. Το προαναφερόμενο σημείωμα περαιτέρω αναφέρει πως: «η ασθενής εισέρχεται στη ΜΕΘ διασωληνωμένη, μετά το χειρουργείο στο οποίο υποβλήθηκε σε σπληνεκτομή. αιμόσταση θλάσεων ηπατικού παρεγχύματος, καθώς και τοποθέτηση bullow λόγω αιμοπνευμοθώρακα…

Η ασθενής υπό αυχενικό κηδεμόνα υποβλήθηκε σε νευροχειρουργική εκτίμηση -κος Αχουλιάς- (CT εγκεφάλου με κάταγμα οπίσθιου τόξου ΑΡ), ευρήματα ταυτόσημα και με 2η CT εγκεφάλου στις 1 -11-2014 Γίνεται προσπάθεια αφύπνισης και (αποσωλήνωσής της επιτυχώς στις 9-11-2014 και έκτοτε παραμένει σε αερισμό με μάσκα Veutris 5% στα 15It»… Η ασθενής οδηγήθηκε στη Μ.Ε.Θ, όπου και παρέμεινε μέχρι τις 10-11- 2014. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας στη Μ.Ε.Θ αφαιρείται το bullow δεξιά, αλλά λόγω βαροτραύματος εμφανίζει πνευμοθώρακα (Αρ) και τίθεται σε Bullow (χωρίς αρνητική πίεση).

Αφαιρούνται και οι παροχετεύσεις της περιτοναϊκής κοιλότητας. Στις 10-11-2014 διακομίζεται σεΧ/ΚΗ κλινική… Η ασθενής είχε ομαλή κλινική πορεία. Εκτιμήθηκε από πνευμονολόγους (λόγω πνευμονικών θλάσεων και πλευριτικής συλλογής) και από νευροχειρουργό κ Αχουλιά (λόγω πιθανού κατάγματος σε οπίσθιο τόξο. Εξέρχεται 21-11-2014 αιμοδυναμικά σταθερή, απύρετο] με CGS: 15/15. ΔΙΆΓΝΩΣΗ ΕΞΟΔΟΥ: Αν. τροχαίο – κάκωση κεφαλής – θλαστικές εστίες (Αρ)- πνευμονικές θλάσεις (δε) πνεύμονα και (αρ) πνεύμονα – αιμοπνευμοθώρακα (δε) – Ρήξη σπληνός – γραμμοειδείς ρήξεις ήπατος (2 σε αριθμό) – κατάγματα εγκάρσιων αποφύσεων ΟΜΣΣ και πιθανό κάταγμα οπίσθιου τόξου Α1. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ: Τοποθετήθηκε Bullow (Αρ) και (Δε) σε ερευνητική λαπαροτομία – Σπληνεκτομή – Συρραφή ρήξεων ήπατος – Συντηρητική αντιμετώπιση κακώσεων Σ.Σ και εγκεφαλικού παρεγχύματος».

Σύμφωνα με το από 17-11-2014 Πόρισμα Μαγνητική Τομογραφίας ΑΜΣΣ του ιδιωτικού πολυδιαγνωστικού εργαστηρίου «EUROMEDICA ΣΕΡΡΩΝ 1.Α.Ε», που υπογράφεται από την ιατρό – ακτινολόγο κ. Αραμπατζάκη Ιωάννα: « Η εξέταση έγινε με την λήψη εγκάρσιων και οβελιαίων τομών, σε ΤΙ και Τ2 ακολουθίες, χωρίς την I. V έγχυση παραμαγνητικής σκιαστικής ουσίας. Φυσιολογικό είναι το MR σήμα του οστικού μυελού των σπονδυλικών σωμάτων της ΑΜΣΣ και ανώτερης ΟΜΣΣ.

Παρατηρείται ήπια σκολίωση αυτής και διαταραχή της φυσιολογικής καμπυλότητας της Α ΟΜΣΣ. Στο μεσοσπονδύλιο διάστημα Α6-Α 7 ο μεσοσπονδύλιος δίσκος παρουσιάζει οπίσθιο τόξο του Α1 σπονδύλου (αρ) -Κατάγματα εγκαρσίων αποφύσεων των σπονδύλων της ΟΜΣΣ φυσιολογικό MR σήμα και παρατηρείται μικρή κεντρική προβολή, η οποία δεν ασκεί πιεστικά φαινόμενα στις δομές του νωτιαίου σωλήνα. Το εύρος του νωτιαίου σωλήνα διατηρείται φυσιολογικό καθ ’ όλη την έκταση της σπονδυλικής στήλης που εξετάστηκε») Προσκομίζονται ακόμα το από 21-11-2014 ΕΞΙΤΗΡΙΟ του Γ.Ν Σερρών, που υπογράφεται από τον Συντονιστή – Διευθυντή της Χειρουργικής Κλινικής κ. Νίκο Νικολαίδη και το οποίο αναφέρει ότι η παθούσα εισήλθε στην Χειρουργική Κλινική στις 10-11-2014 με διάγνωση εισόδου στο οποίο αναφέρεται σχετικά με την παθούσα: «Πολυτραυματίας – Ρηξη σπληνός και Ρηξη άπατος – Κάταγμα πλευρών (δε) 7Π και 8η – Κάταγμα κλειδός (δε) – ΠνευμονοΟώρακας (ΔΕ) – Θλαστικές αιμορραγίες εγκεφάλου – Πιθανό κάταγμα A 2 και υπεβλήθη σε σπληνεκτομή και συρραφή ήπατος – παροχέτευση θώρακος» και εξήλθε στις 21-11-2014. Στην υπ’ αρίθμ. πρωτοκόλλου 564/1-2-2016 Ιατρική Βεβαίωση – Γνωμάτευση της Χειρουργικής Κλινικής του Γ.Ν. Σερρών που υπογράφεται από τον Χειρουργό – Επιμελητή Α’ κ. Σωτήριο Βλάχο, αναφέρεται ότι: «λ/ ασθενής εισήχθη στο Νοσοκομείο Σερρών ως πολυτραυματίας μετά από αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα.

Έπασχε από δύο (2) θλαστικές αιμορραγικές εστίες μετωπιαία ίαρ) – Θλάσεις πνεύμονος άμφω – Αιμοπνευμοθώρακας (δε) – Ρήξη σπληνός – Σχάσεις στο (δεξ) λοβό του ήπατος – κάταγμα στο οπίσθιο τόξο του A1 σπονδύλου (αρ)- κατάγματα εγκαρσίων αποφύσεων των σπονδύλων της ΟΜΣΣ επείγουσα, λαπαροτομή – σπληνεκτομή – έλεγχο αιμορραγίας ήπατος – τοποθέτηση παροχέτευσης στο θώρακα άμφω – τοποθέτηση αυχενικού κηδεμόνα τύπου Miami. Νοσηλεία στη ΜΕΘ έως 10-11 -2014 και νοσηλεία στη Χειρουργική έως 21-11-2014».

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο σπλήνας αποτελεί αιμοποιητικό όργανο κατά την εμβρυϊκή ζωή (παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων) λειτουργεί ως ηθμός (φίλτρο) και καθαρίζει το αίμα από γηρασμένα ή παθολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια από έγκλειστα που υπάρχουν εντός των ερυθροκυττάρων ή ξένα σωματίδια από αντιγόνα και μικροοργανισμούς παίζει σημαντικό ρόλο στη μη ειδική και ειδική ανοσία του οργανισμού συμμετέχει στο μεταβολισμό του σιδήρου λειτουργεί ως αποθήκη λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων. Ο σπλήνας αποτελείται από λεμφικό ιστό και φαγοκύτταρα και συμμετέχει στη μη ειδική και ειδική άμυνα του οργανισμού.

Παράγοντας ουσίες, όπως οι οψωνίνες, βοηθά στην απομάκρυνση των μικροβίων από την κυκλοφορία. Ο κίνδυνος νόσησης από σοβαρές λοιμώξεις μετά από αφαίρεση του σπλήνα (σπληνεκτομή) ή λειτουργική παύση των δράσεών της (ασπληνία) είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Ο παθογενετικός μηχανισμός της θανατηφόρου λοίμωξης στα άτομα με ασπληνία δεν είναι πλήρως διασαφηνισμένος. Προσκομίζεται επίσης η από 28-2-2017 ΙΑΤΡΙΚΗ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ του Νευροχειρουργού κ. Ιγνατίου Γ. Αχουλιά η οποία αναφέρει: «Εξέτασα την κ. ……………. για 1η φορά στο Γ.Ν Σερρών, στις 11- 11-2014. μετά από αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα το οποίο είχε συμβεί λίγες μέρες πριν,, και αφού είχε προηγηθεί η νοσηλεία της στη ΜΕΘ, ως πολυτραυματίας.

Επίσης, στις 17-11-2014. ακολούθησε επανεξέταση. Κατά τις 2 κλινικές εξετάσεις, η κ. …………….. είχε GCS: 15. και έπασχε από περιτραυματική αμνησία. Ο απεικονιστικός έλεγχος που είχε προηγηθεί -CT εγκεφάλου και ΑΜΣΣ-, αλλά και αυτός που (ακολούθησε – MRI ΑΜΣΣ-, κατέδειξε θλαστικές αιμορραγίες εγκεφάλου (ΑΡ) μετωπιαία, κάταγμα σπονδύλου και κατάγματα εγκαρσίων αποφύσεων σπονδύλων ΟΜΣΣ. κακώσεις οι οποίες έχρηζαν συντηρητικής αντιμετώπισης και τακτικής παρακολούθησης. Ιδιαίτερα για το κάταγμα του Α1 σπονδύλου, συστήθηκε να φέρει ειδικό αυχενικό κηδεμόνα τύπου Μιαμι για τουλάχιστον 8 εβδομάδες και εκ νέου επανεκτίμηση στο ιατρείο μου. Περαιτέρω, στην προαναφερόμενη γνωμάτευση του ίδιου ιατρού αναφέρεται ότι «Σχεδόν 3 χρόνια, μετά το αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα, η κ…………………… παρουσιάζει μόνιμη, εμμένουσα αυχεναλγία και επεισόδια κεφαλαλγίας.

Τα συμπτώματα μπορούν να αποδοθούν στις κακώσεις της ΑΜΣΣ. και έχουν πλέον χρόνιο χαρακτήρα.» Από την αμέσως προηγούμενη περιγραφή των τραυματισμών της παθούσας προκύπτει ότι αυτοί προκλήθηκαν λόγω του ότι το φορτηγό οδηγούμενο από τον Μάττα εμβόλισε το όχημα στο οποίο επέβαινε η παθούσα όταν’ αυτό μετά από περιστροφές ακινητοποιήθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Όπως κατέθεσε η 2η εναγομένη στο ακροατήριο του Μον. Πλημ. Σερρών και η ίδια και η συνεπιβάτης της παθούσα φορούσαν ζώνες ασφαλείας, ενώ όταν το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε στο αντίθετο ρεύμα η παθούσα, όπως θα έπραττε κάθε σώφρων άνθρωπος προσπάθησε να απεγκλωβιστεί και να εξέλθει του οχήματος απασφαλίζοντας την ζώνη, δεδομένου ότι υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης του οχήματος, αλλά και κίνδυνος πρόσκρουσης σε αυτό των κινούμενων στο αντίθετο ρεύμα οχημάτων, χωρίς όμως να τα καταφέρει.

Διότι το φορτηγό με αριθμό κυκλοφορίας Ι.Χ, που οδηγούσε ο εμβόλισε το όχημα που επέβαινε η παθούσα, προσκρούοντας στην δεξιά θέση του συνοδηγού όπου καθόταν αυτή και την τραυμάτισε σοβαρά. Ακόμα δε, και αν φορούσε την ζώνη ασφαλείας, τα τραύματά της θα ήταν τα ίδια εφόσον αποδείχθηκε ότι οι τραυματισμοί της ρήξη σπλήνας και ήπατος και κατάγματα τα οποία υπέστη η παθούσα ήταν απόρροια της πρόσκρουσης του φορτηγού πάνω στο όχημα και δεν θα είχαν αποφευχθεί από την χρήση ζώνης εφόσον αυτά προκλήθηκαν από την δύναμη πρόσκρουσης της μάζας του φορτηγού στο όχημα που επέβαινε η παθούσα ενώ η ζώνη και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός συνυπαιτιότητας λόγω απασφάλισης της ζώνης από την παθούσα.

Μετά από το ατύχημα και μέχρι σήμερα, λόγω της σοβαρότητας των τραυματισμών της και της μακράς αποθεραπείας αυτήν η παθούσα ταλαιπωρείται αφενός σωματικά, διότι η ρήξη σπλήνας, της δημιουργεί κίνδυνο σοβαρών λοιμώξεων με αποτέλεσμα να επηρεάζει το σύνολο των δραστηριοτήτων της, ενώ οι εγκεφαλικές θλάσεις της δημιουργούν πονοκεφάλους, προβλήματα συγκέντρωσης και κενά σοβαρά κενά μνήμης, αφετέρου ψυχολογικά, εφόσον για μεγάλο χρονικό διάστημα βασανιζόταν λόγω των πολλαπλών τραυματισμών της στερούμενη την αισιοδοξία την ξεγοιασιά και την χαρά που είναι τα χαρακτηριστικά της νεανικής ηλικίας. Η παθούσα γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1993 και κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν μόλις 21 έτους. Δεν αντιμετώπιζε κανένα ορθοπεδικό, ή ψυχολογικό πρόβλημα υγείας, ήμουν αρτιμελής, ευπαρουσίαστη και χαρούμενη, και ζούσα αρμονικά με τον σύντροφο της έχοντας όνειρα και φιλοδοξίες.

Εξαιτίας όμως του επίδικου τροχαίου παρουσιάζει μόνιμο πρόβλημα στην βάδιση και στην ικανοποίηση και των πιο καθημερινών αναγκών της. ενώ υφίσταται μόνιμη παρέκκλιση λόγω της ρήξης σπλήνας και ήπατος από την φυσιολογική ανατομία του ατόμου, η οποία επηρεάζει άμεσα τις δραστηριότητές της. Κουράζεται εύκολα, κινδυνεύει από λοιμώξεις, και είναι αναγκασμένη να παίρνει μέτρα προστασίας που δεν συνάδουν με την ξενοιασιά και την τόλμη που διακρίνει την νεανική ηλικία. Πάσχει ακόμα, όπως αποδείχθηκε από μόνιμη, εμμένουσα αυχεναλγία, καθώς και από καθημερινά επεισόδια κεφαλαλγίας, οι οποίες καθιστούν επίπονες και χρονοβόρες τις καθημερινές απλές δραστηριότητες, όπως να κατεβαίνει και να ανεβαίνει τις σκάλες, να πηγαίνει μία βόλτα ή για ψώνια κ.α, διότι αυτές γίνονται αργά και επίπονα είτε με δυσκολία και με συνεχή καταπόνηση του σώματός της. Τα προβλήματα αυτά την ταλανίζουν όλα αυτά τα χρόνια ενώ η έλλειψη σπλήνας και οι κεφαλαλγίες θα την ταλανίζουν και στο μέλλον, ενώ θα απαιτηθεί να υποβληθεί σε περισσότερα χειρουργεία προκειμένου να διορθωθούν οι εμφανείς και αντιαισθητικές ουλές που έχει στο σώμα της. Μετά το ατύχημα και λόγω των τραυματισμών της η κοινωνικότητά της μειώθηκε, και φόβος και θλίψη εγκαταστάθηκαν στην ζωή της στην μετεφηβική ηλικία των 21 ετών.

Εξάλλου, οι τραυματισμοί της παθούσας και ειδικότερα η ρήξη ήπατος και η ρήξη σπληνός είναι γνωστό από την παγκόσμια ιατρική βιβλιογραφία που αποτελεί γνωστό τοις πάσι και είναι προσβάσιμη σε όλους, δημιουργούν χρόνια προβλήματα σοβαρούς κινδύνους λοιμώξεων δυσλειτουργίες πεπτικές κ.α, με αποτέλεσμα τα άτομα αυτά ν’ αντιμετωπίζουν μία καθημερινότητα γεμάτη περιορισμούς και άγχος για διάφορες επιπλοκές. Επίσης, η παθούσα λόγω των τραυμάτων και των χειρουργικών επεμβάσεων στις οποίες υπεβλήθη προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν αυτά έχει πολλές ουλές που δημιουργούν αισθητική δυσμορφία στο σώμα της. Ειδικά οι ουλές στην εξωτερική κοιλιακή χώρα. ( όπως αυτές απεικονίζονται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες ) σε σημείο δηλαδή του σώματος, που είναι εμφανές, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες με τον τρόπο που ντύνονται οι σύγχρονες νέες κοπέλες επηρεάζουν την εικόνα της και της δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας. Εξαιτίας αυτών η παθούσα πρόκειται να υποβληθεί μελλοντικά στην βάσανο τουλάχιστον ακόμα δύο (2) περαιτέρω χειρουργικών επεμβάσεων για την χειρουργική – πλαστική αποκατάσταση των πολλαπλών ουλών των προαναφερόμενων χειρουργικών τραυμάτων που διατρέχουν το σύνολο του σώματός της.

Τα προαναφερόμενα προβλήματα ταλανίζουν την παθούσα από τον χρόνο ατυχήματος και μετέπειτα και θα την ταλανίζουν και στο μέλλον, όπως αποδείχθηκε από τις προαναφερόμενες ιατρικές βεβαιώσεις. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ οψιν το είδος της προσβολής, την βαρύτητα της βλάβης, τον βαθμό προσβολής της προσωπικότητας, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τον βαθμό πταίσματος του υπευθύνου, χωρίς τούτο να σημαίνει, ότι προσδίδεται στην χρηματική ικανοποίηση ανταποδοτική λειτουργία, αλλά με την έννοια ότι με τον βαθμό του πταίσματος συναρτάται η βαρύτητα της προσβολής, η οικονομική κατάσταση του θύματος, η ιδιαίτερη προσωπική κατάσταση του θύματος (ηλικία, φύλο κλπ), η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στην παθούσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 100.000,00 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

Περαιτέρω, στην υπό κρίση περίπτωση η ρήξη σπληνός της παθούσας και η ρήξη ήπατος αποτελούν βλάβες που έχουν προσβάλλει την σωματική αρτιμέλεια της παθούσας. εφόσον ο οργανισμός της δεν αντιδρά όπως ένας υγιής αρτιμελής νέος οργανισμός. Υπάρχει συνεχής κίνδυνος διαφόρων λοιμώξεων με αποτέλεσμα οι δραστηριότητές της να επηρεάζονται, να περιορίζονται και να καθορίζονται από την αναπηρία αυτή.

Ακόμα οι κεφαλαλγίες, απόρροια των εγκεφαλικού κακώσεων που υπέστη λόγω του επίδικου τροχαίου, σύμφωνα με την γνωμάτευση των ιατρών θα είναι μόνιμες επηρεάζοντας αρνητικά όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς της σε επαγγελματικό κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Η δυνατότητα της παθούσας να εργαστεί λόγω των προαναφερόμενων προβλημάτων περιορίστηκε δραστικά. Οι ανταγωνιστικές και δυσχερείς συνθήκες που επικρατούν στην σύγχρονη ελληνική αγορά εργασίας εξαιτίας των διαδοχικών οικονομικών κρίσεων καθιστούν την εύρεση ικανοποιητικής εργασίας ιδιαίτερα δύσκολη για την παθούσα.

Οι σωματικές της αντοχές έχουν μειωθεί σημαντικά, δεν μπορεί να σηκώνει βάρη, η κίνησή και η ταχύτητα της έχουν επιδεινωθεί στον μέγιστο βαθμό και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει αφενός δεν συνάδουν με τις αντοχές και τις αντιδράσεις μιας κοπέλας είκοσι έξι (26) ετών, αφετέρου την τοποθετούν σε μειονεκτική σχέση σε σχέση με του συνομηλίκους της με αποτέλεσμα να μην έχει τις ίδιες με αυτούς δυνατότητες εύρεσης εργασίας. Και σε προσωπικό επίπεδο όμως, η παθούσα υποφέρει διότι αδυνατεί να χαρεί την ζωή όπως πριν. Η ικανότητά της να αθλείται, να χορεύει, να κάνει ορειβασία που αποτελούσε το χόμπυ της έχει περιοριστεί σημαντικά και η ζωή της έχει καθορισθεί από την νέα πραγματικότητα που της επέβαλαν οι συνέπειες του επίδικου τροχαίου.

Οι προαναφερόμενοι περιορισμοί λόγω του τραυματισμών· της επηρεάζουν και την κοινωνική της ζωή εφόσον·’ η παθούσα ζει μία ζωή που ταιριάζει σε άτομα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας, με το άγχος δηλαδή, πιθανών λοιμώξεων και των κινδύνων που αυτές εγκυμονούν, υποφέροντας από πονοκεφάλους με κενά μνήμης και αδυναμία συγκέντρωσης, προβλήματα δηλαδή που πλήττουν καίρια την αυτοπεποίθησή της και μειώνουν καθημερινά την’ ποιότητα της ζωής που δικαιούτο να απολαμβάνει. Πρέπει, επομένως να επιδικαστεί σε αυτή το ποσό των 120.000.00 ευρών ως αποζημίωση θεμελιούμενη στην διάταξη του 931 ΑΚ, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (II. στ) νομική σκέψη της μείζονας πρότασης.

Τα προβαλλόμενα εκτέθηκαν στο υπό στοιχείο (II. στ) νομική σκέψη της μείζονας πρότασης. Το προβαλλόμενο εκ μέρους των εναγομένων αίτημα εξαίρεσης από τον τόκο επιδικίας λόγω εύλογης αντιδικίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμο διότι από τις συνθήκες του ατυχήματος δεν υπήρχε καμία απολύτως αμφιβολία ως προς την υπαιτιότητα της δεύτερης εναγομένης στην πρόκληση αυτού ενώ οι τραυματισμοί της παθούσας ήταν επίσης αδιαμφισβήτητοι εφόσον αυτή νοσηλεύθηκε σε δημόσια νοσοκομεία και οι τραυματισμοί της ήταν σοβαροί με εμφανείς της συνέπειες που είχαν και θα είχαν στην ζωή της παθούσας , και επομένως δεν υφίσταται στην υπό κρίση περίπτωση εύλογη αντιδικία.

Πρέπει λοιπόν να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η υπό κρίση αγωγή απορριπτομένων των ενστάσεων των εναγομένων ως κατ ‘ουσία βάσιμων, και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και ι εις ολόκληρο να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 220.000,00 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη του ενάγοντα θα επιβληθεί στους εναγομένους με βάση και το σχετικό αίτημά του, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας των τελευταίων (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμ. Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ/ 20225/16801 /22-1-2019 κατάθεσης αγωγή, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων ευθυνομένων αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των διακοσίων είκοσι χιλιάδων (220.000,00) ευρώ νομιμότοκα από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ την δικαστική δαπάνη ποσού 3.000,00 ευρώ στους εναγομένους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, στις 21-04 -2022»

 

Πηγή: Τετράβιβλος