ΔΕΚΤΗ ΑΓΩΓΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΕΣΙΤΙΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΗΛΩΘΕΝΤΟΣ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ. 

Η ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΒΙΒΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ!!!!

Η υπ’ αριθ. 5155/2023 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αποφάνθηκε επί αντίθετων εφέσεων, εκ των οποίων έκανε δεκτή την πρώτη έφεση ασκηθείσα από κτηματομεσιτικές εταιρείες, εκπροσωπούμενες από το γραφείο μας, ενώ απέρριψε τις δύο αντίθετες, και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, με αποτέλεσμα να εκδικάσει εκ νέου την ασκηθείσα από τις κτηματομεσιτικές εταιρείες αγωγή.

 Ως προς το νομικό περιεχόμενο, αναφορικά με τις μεσιτικές εργασίες και σύμβαση μεσιτείας, το Δικαστήριο έκανε δεκτά τα ακόλουθα: 

Από τη διάταξη του άρθρου 703 παρ. 1 εδ. α’ του Α.Κ. προκύπτει, ότι εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε μεσίτη για τη μεσολάβηση ή την απλή υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει, μόνο αν η σύμβαση καταρτίστηκε ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. 

Πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και, εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη, για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της συμβάσεως και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στον άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του, για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σε αυτόν δυνατότητας συνάψεως της συμβάσεως που τον ενδιαφέρει (ΑΠ 19/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 379/2005 ΕλλΔνη 2006.1605, ΑΠ 1448/2002 ΕλλΔνη 2004.817). 

Έτσι, ως ενέργειες του μεσίτη, κατά την ανωτέρω έννοια, που να αποτελούν υπόδειξη ευκαιρίας, μπορεί να θεωρηθούν και οι πληροφορίες που προέρχονται από το μεσίτη, αρκεί αυτές να υπήρξαν η κυρία αιτία της σύναψης της σύμβασης (ΑΠ 973/1999 ΕλλΔνη 2001.109, ΤρΕφΑθ 7535/2004 ΕλλΔνη 2005.567, ΤρΕφΑθ 6768/2002 NoB 2003.863).

Ειδικότερα, ως υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη σύμβασης, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, νοείται η εκ μέρους του μεσίτη ενημέρωση του εντολέα του, για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ’ αυτόν δυνατότητας κατάρτισης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει (ΑΠ 60/2009, ΑΠ 815/2007, ΕφΑΘ 4433/2010, ΕφΠειρ 165/2012 δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η δε γνώση του εντολέα, περί της κατάρτισης της σύμβασης κατόπιν ενεργειών του μεσίτη, αποτελεί προϋπόθεση της καταβολής της μεσιτικής αμοιβής (Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία και Νομολογία Αστικού Κώδικα, υπ’ άρθρο 703, παρ. 18). 

 Εξάλλου, στην εντολή προς υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη αστικής συμβάσεως, δεν απαιτούνται περαιτέρω προσωπικές ενέργειες του μεσίτη, αφού αρκεί ότι έλαβε χώρα υπόδειξη ευκαιρίας και ότι η σύμβαση καταρτίστηκε, λόγω της υπόδειξης αυτής, μάλιστα δε η σύναψη της συμβάσεως δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικώς και κυρίως το προϊόν των ενεργειών του μεσίτη, διότι δεν αποκλείεται και παρεπόμενη ενέργεια αυτού ή άλλη δευτερεύουσα προσπάθεια του, να είναι υπό ορισμένες  συνθήκες επαρκής ή και η μόνη απαιτούμενη, όπως το γεγονός ότι ο μεσίτης έδωσε στον εντολέα του τη διεύθυνση ή το τηλέφωνο ή το όνομα του ενδιαφερομένου για τη σύναψη της σύμβασης, ώστε να καθιστά δυνατή την απευθείας διαπραγμάτευση, καθώς επίσης όταν η σύναψη της συμβάσεως, δεν επήλθε μόνον κατόπιν ενεργείας του μεσίτη, αλλά όταν η ενέργεια του αυτή συνέβαλε απλώς, μαζί με άλλα περιστατικά, στο να πείσει τον τρίτο προς σύναψη της συμβάσεως (ΑΠ 1604/2006 ΝοΒ 2006.1762, ΑΠ 1315/2006 ό.α.). 

Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο (ΑΠ 229/2014 Ε7 2014.1006, ΑΠ 815/2007 ΕλλΔνη 2007.1683). Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της συμβάσεως, με απλή υπόδειξη του τελευταίου, δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του (ΑΠ 379/2005 ό.α., ΑΠ 1448/2002 ό.α. ΜονΕφΑθ 2822/2022 Αρμ 2022, 1581). 

 Βασικές, επομένως, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης αποτελούν: α) η σύναψη της σύμβασης μεσιτείας, δηλαδή η υπόσχεση αμοιβής για τη μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας προς κατάρτιση άλλης σύμβασης, β) η μεσιτική δραστηριότητα (μεσολάβηση ή υπόδειξη), γ) η κατάρτιση της κύριας σύμβασης και δ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης, υπό την έννοια ότι η τελευταία υπήρξε το αποτέλεσμα της μεσολάβησης ή υπόδειξης του μεσίτη, επειδή, σε διαφορετική περίπτωση, δεν οφείλεται μεσιτική αμοιβή (ΑΠ 1071/2010, ΑΠ 1039/2008, ΑΠ 815/2007, ΑΠ 1064/2006, ΕφΑΘ 3656/2010, ΕφΑΘ 3876/10, ΕφΠατρ 839/2008 και ΠολΠρΑΘ 8046/2009 δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 Η υποχρέωση του μεσιτικού εντολέα προς πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής γεννάται, εφ’ όσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεσιτικής δραστηριότητας και καταρτίσεως της κύριας – σκοπούμενης συμβάσεως δηλαδή η μεσολάβηση ή η υπόδειξη ευκαιρίας ευρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος (καταρτίσεως της κύριας – σκοπούμενης συμβάσεως), όχι όμως και η συμφωνία των οικονομικών όρων της σκοπούμενης – κύριας συμβάσεως, που απόκειται στην ελευθερία συναλλακτικής δράσεως των συμβαλλομένων, εκτός αν η καταβολή της μεσιτικής αμοιβής εξαρτήθηκε από την κατάρτιση της κύριας – σκοπούμενης συμβάσεως με τους όρους, που καθορίσθηκαν, όπως (και) με την επιτυχία ορισμένου τιμήματος. 

Δεν είναι απαραίτητο οι ενέργειες του μεσίτη να αποτελούν τη μοναδική αιτία της καταρτίσεως της κύριας – σκοπούμενης συμβάσεως. Μέχρι ποιού σημείου πρέπει να προχωρήσουν οι ενέργειες αυτές για να θεωρηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, δεν μπορεί να καθορισθεί με γενικούς ορισμούς εκ των προτέρων. Μπορεί, όμως, να λεχθεί γενικά ότι ο μεσίτης δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει μέχρι τέλους τις διαπραγματεύσεις, αρκεί η ενέργειά του να είναι τέτοια ώστε να μπορεί να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να χρησίμευσε ουσιωδώς προς τούτο. Ακόμη και αν διακόπηκαν οι ενέργειες του μεσίτη για κάποιο χρονικό διάστημα, όμως, η κύρια σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε μεταγενέστερα, συνεπεία των προτέρων ενεργειών του, υπάρχει η απαραίτητη κατά το νόμο αιτιώδης συνάφεια (ΑΠ 19/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 

Η αιτιώδης συνάφεια, τέλος, μεταξύ της υπόδειξης ευκαιρίας και της κατάρτισης της σύμβασης πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της υπόδειξης (μεσιτικής παροχής), κατά τον οποίο πρέπει, να υπάρχει και η δυνατότητα σύναψης της σκοπούμενης σύμβασης, επειδή σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή κατά το συγκεκριμένο χρόνο δεν υφίσταται βούληση του τρίτου για την επιχείρηση της σύμβασης, λείπει η δυνατότητα κατάρτισης αυτής, η τυχόν δε γενόμενη από το μεσίτη υπόδειξη δεν παράγει υποχρέωση του εντολέα για καταβολή μεσιτικής αμοιβής, ακόμη και αν καταρτίστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο η σύμβαση (Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία – Νομολογία Α.Κ., υπ’ άρθρο 703, παρ. 10, σελ. 787, ΑΠ 1391/2019, ΑΠ 67/2009 Αρμ 2009.1694, ΑΠ 60/2009 ΝοΒ 2009.1165, ΑΠ 1052/2008 NoB 2008.2678, ΑΠ 890/2008 ΔΕΕ 2008.1278, ΑΠ 1118/1994, ΜονΕφΑθ 2822/2022, ΕφΑΘ 4155/ 2011, ΕφΠειρ 165/2012, ΕφΠειρ 409/2008 δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 

[…]

 Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθ. 200 Ν. 4072/2012, καθ’ ο μέρος αφορά τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνται στην αγωγή, προκύπτει ότι η σύμβαση μεσιτείας καταρτίζεται εγγράφως, αρκεί δε, η αποστολή τηλεομοιοτυπιών. Κατά την παράγραφο 2, η σύμβαση είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και δεν υπόκειται σε κατώτατα νόμιμα όρια, αλλά η χρήση γενικών όρων συναλλαγών στη σύμβαση μεσιτείας διέπεται από τις διατάξεις του άρθ. 2 Ν.2251/1994. Τέλος, στην παράγραφο 4 του άρθρου ορίζονται τα σχετικά με τη σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη, ούτε και να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος ή τρίτος για λογαριασμό του για την αναζήτηση ευκαιρίας για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση. 

Επίσης, ορίζεται ότι ο μεσίτης έχει την υποχρέωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής, ότι η σύμβαση αποκλειστικής  μεσιτείας δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από οκτώ (8) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για τέσσερις (4) ακόμα μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα και ότι αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας τεκμαίρεται ότι καταρτίστηκε με την υπόδειξη ή μεσολάβηση του αποκλειστικού μεσίτη. Απ’ όλα τα ανωτέρω και ειδικότερα από το γεγονός ότι ο μεσίτης έχει την υποχρέωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής σε συνδυασμό με το τεκμήριο ότι κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας η σύμβαση καταρτίζεται με την υπόδειξη του αποκλειστικού μεσίτη και σε συνδυασμό με τη γενική διάταξη του άρθ. 361 ΑΚ και τη διάταξη του άρθ. 2 Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να ρυθμίσουν τους επί μέρους όρους της συμβάσεως, χωρίς όμως ο ένας εκ των συμβαλλόμενων να αποκτά υπέρμετρα δικαιώματα, σε σχέση με τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του άλλου αντισυμβαλλομένου. Συνεπώς, το κατά τα ανωτέρω τεκμήριο που αναφέρεται στο άρθ. 200 παρ. 4 Ν. 4072/2012, σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας (μεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας) και της καταρτίσεως της πράξεως, για την οποία δόθηκε η εντολή, είναι μαχητό και στην ουσία λειτουργεί ως ανατροπή του βάρους αποδείξεως που μετατίθεται στον αμφισβητούντο την αιτιώδη συνάφεια μεσιτικό εντολέα (ΜΕφΑθ 2172/2020 αδ. στο νομ. τυπ.). 

 […]

Εν συνεχεία, αποφάνθηκε επί της αγωγής των εντολέων μας – δικαιώνοντας αυτούς – ως κατωτέρω: 

[…]  Την 24-04-2019 καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου, ως μεσιτικού εντολέα και της πρώτης ενάγουσας εταιρίας, ως μεσίτριας, έγγραφη Σύμβαση Μεσιτείας – Αποκλειστική Εντολή ανάθεσης πώλησης ακινήτου, δυνάμει της οποίας η πρώτη ενάγουσα εταιρεία έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο την εντολή να μεσολαβήσει κατ’ αποκλειστικότητα για την πώληση του ανήκοντος σε αυτόν κατά πλήρη κυριότητα ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω ακινήτων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή και τους μερικότερους όρους που έχουν αποτυπωθεί στο σώμα της, ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε έναντι της πρώτης ενάγουσας την υποχρέωση να της καταβάλει σε περίπτωση κατάρτισης προσυμφώνου ή οριστικού συμβολαίου πώλησης του ως άνω ποσοστού επί των ανωτέρω ακινήτων κατά τη διάρκεια ισχύος της, αμοιβή η οποία θα ανερχόταν σε ποσοστό 3% επί της πραγματικής αξίας, πλέον ΦΠΑ, αν η τελική τιμή πώλησης διαμορφωνόταν σε ποσό κάτω των 260.000,00 ευρώ, 4% επί της πραγματικής αξίας, πλέον ΦΠΑ, αν η τελική τιμή πώλησης διαμορφωνόταν σε ποσό από 260.000,00 ευρώ έως 280.000,00 ευρώ και 5% επί της πραγματικής αξίας, πλέον ΦΓΙΑ, αν η τελική τιμή πώλησης διαμορφωνόταν σε ποσό από 280.000,00 ευρώ και πάνω. Η διάρκεια της σύμβασης αποκλειστικής μεσιτείας ορίστηκε από 24-4-2019 έως 25-12-2019, ενώ κατά τη διάρκεια της ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε δικαίωμα ο ίδιος να προβεί στην πώληση του ακινήτου ή να αναθέσει σε άλλο μεσίτη τη μεσολάβηση για την πώληση του ακινήτου, ενώ συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που παρέλθει το παραπάνω χρονικό διάστημα αποκλειστικότητας υπολογιζομένου σε αυτό και του ενδεχόμενου χρόνου μονομερούς παράτασης χωρίς να πραγματοποιηθεί η πώληση του ακινήτου με τη μεσολάβηση της πρώτης ενάγουσας η σύμβαση θα εξακολουθούσε να ισχύει ως απλή εντολή (σύμβαση μεσιτείας). Στην περίπτωση αυτή ως χρόνος υπόδειξης του ακινήτου θα θεωρείτο η πρώτη κατά την ανάθεση της εντολής αποκλειστικότητας υπόδειξη αυτού και σε περίπτωση που θα πραγματοποιούταν πώληση συνεπεία της δικής της μεσολάβησης η πρώτη ενάγουσα θα δικαιούται και πάλι την ίδια ως άνω αμοιβή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στη θέση δε της υπογραφής του «μεσίτη» έχει τεθεί η σφραγίδα της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την εταιρική επωνυμία, με αντίστοιχη υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της υπό της εταιρικής επωνυμίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, συμβληθείσα με τον πρώτο εναγόμενο στην ως άνω μεσιτική σύμβαση ήταν μόνον η πρώτη εναγομένη.  […] Εξάλλου, ο πρώτος εναγόμενος κατά την υπογραφή της ανωτέρω σύμβασης γνώριζε ότι συμβάλλεται με την πρώτη ενάγουσα εταιρεία που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, η οποία τότε ανήκε στο κοινό ευρύτερο δίκτυο της γνωστής σε όλους […]. Ο ίδιος δε δεν έθιξε το κύρος του εγγράφου αυτού. Ένα έγγραφο, άλλωστε που πριν την υπογραφή του από τον μεσιτικό εντολέα, (πρώτο εναγόμενο), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, διαβάσθηκε κι έγινε αποδεκτό από αυτόν, καθώς κατά τις συνήθεις πρακτικές δεν δύναται η σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης και η θέση της υπογραφής του δεσμευομένου μέρους σε έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου προηγουμένως δεν έχει γίνει γνωστό και αποδεκτό σε αυτόν.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης μεσιτείας η πρώτη ενάγουσα εταιρεία προέβη άμεσα σε όλες τις σε όλες τις απαραίτητες και Πρόσφορες ενέργειες, προκειμένου να καταστεί γνωστό σε όσο το δυνατό ευρύτερο κοινό ότι πωλούνται τα εν λόγω ακίνητα και να ανεύρει αγοραστές για αυτά. Ειδικότερα, προώθησε διαφημιστικά τα ανωτέρω ακίνητα μέσω της ενημέρωσης της βάσης δεδομένων της ιστοσελίδας, που αποτελούσε την προσωπική της ιστοσελίδα, όπως αποδεικνύεται και από τα βασικά στοιχεία δημοσιότητας της επιχείρησης στο Γ.Ε.Μ.Η., που προσκομίζει ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος, καθώς και άλλων τριών, επί πληρωμή, συνεργαζόμενων ιστοσελίδων, που διατηρούσε στο διαδίκτυο για τη διάθεση των ακινήτων προς πώληση, […], προσθέτοντας φωτογραφίες του ακινήτου, που λήφθηκαν από τους υπαλλήλους της. Ενημερώθηκαν, άλλοτε τηλεφωνικά και άλλοτε προσωπικά, όλοι οι συνεργάτες της ανωτέρω εταιρείας, αλλά και οι συνεργάτες ων άλλων γραφείων που υπάγονταν στο ίδιο δίκτυο της […], στο οποίο ανήκε τότε και η ίδια. Χάρη στις προωθητικές ενέργειες αυτές της πρώτης ενάγουσας έλαβε γνώση ότι πωλούνται τα τρία αυτά ακίνητα από το μεσιτικό δίκτυο της […] ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος μάλιστα τυγχάνει κάτοικος […] Αττικής. Έτσι το Μάιο του 2019 ο δεύτερος εναγόμενος ήρθε σε επικοινωνία με τη δεύτερη ενάγουσα μεσιτική εταιρεία με την επωνυμία […], μέσω του συνεργάτη της, […] (μάρτυρα απόδειξης), τον οποίο και γνώριζε, εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για αγορά ευκαιρίας ακινήτου στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Θεσσαλονίκης ως επένδυση και ειδικότερα για τα συγκεκριμένα ακίνητα ή για άλλο με παρόμοια χαρακτηριστικά. Κατόπιν της ανωτέρω εκδήλωσης αγοραστικού ενδιαφέροντος από τον δεύτερο εναγόμενο ο ανωτέρω συνεργάτης της δεύτερης ενάγουσα μεσιτικής εταιρείας επικοινώνησε με την πρώτη ενάγουσα μεσιτική εταιρεία στα πλαίσια της συνεργασίας που είχαν τότε ως μέρη του ίδιου δικτύου της πρώτης ενάγουσας προκειμένου να αντλήσει από αυτήν τις απαιτούμενες πληροφορίες για τα εν λόγω καταστήματα. Μεταξύ δε των δύο εναγουσών εταιρειών συμφωνήθηκε η συνεργασία για την μεσολάβησή αμφοτέρων στην ένδικη αγοραπωλησία, η μεν πρώτη από εξ αυτών για λογαριασμό του πωλητή, η δε δεύτερη για λογαριασμό του αγοραστή. 

Ειδικότερα, υπεγράφη στις 27-5-2019 έγγραφο έντυπο συνεργασίας για το εν λόγο ακίνητο, υπό την έννοια ότι αμφότερα τα δύο μέρη θα κατέβαλαν προσπάθεια για την επίτευξη της οριστικής συμφωνίας της αγοραπωλησίας των εν λόγω ακινήτων, το κάθε μεσιτικό γραφείο όφειλε να επικοινωνεί μόνο με την πλευρά την οποία αντιπροσώπευε, χωρίς να επιτρέπεται να επικοινωνεί απευθείας με τους πελάτες του άλλου μέρους. Σημειώνεται στο ανωτέρω έντυπο συνεργασίας αναγράφεται ως τιμή των συνενωμένων τριών καταστημάτων συνολικής επιφάνειας 65 τ.μ. το ποσό των 300.000 ευρώ, όπως ακριβώς και στην αγγελία πώλησης που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της πρώτης ενάγουσας εταιρείας. Την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 28-05-2019, διαρκούσης της σύμβασης αποκλειστικής μεσιτείας μεταξύ του πρώτου εναγομένου – πωλητή και της πρώτης ενάγουσας μεσιτικής εταιρείας, καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας και του δεύτερου εναγόμενου έγγραφη σύμβαση απλής μεσιτείας δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέθεσε στην ανωτέρω μεσίτρια εταιρεία την εντολή να του υποδείξει ακίνητα προς αγορά στην ως άνω περιοχή και υπέγραψε προς τον σκοπό αυτόν την σχετική εντολή υπόδειξης με τα στοιχεία των υποδειχθέντων τριών ακινήτων, ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, με τιμή ακινήτου τις 300.000 ευρώ και ειδικώς συμφωνημένη αμοιβή το ποσό των 6.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ (24%), αφού πρώτα ο συνεργάτης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας έδωσε στον δεύτερο εναγόμενο, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες (τις οποίες είχε αντλήσει από την πρώτη ενάγουσα εταιρεία) για τα ακίνητα αυτά. […] 

Την ίδια ημέρα ο συνεργάτης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, υπέδειξε κατά τοποθεσία τα ανωτέρω συνενωμένα ακίνητα στον δεύτερο των εναγομένων, ο οποίος επισκέφθηκε το κατάστημα μαζί με τη σύζυγό του προκειμένου να λάβει γνώση της πραγματικής του κατάστασης. Ο ανωτέρω συνεργάτης της δεύτερης εναγομένης δεν εισήλθε στο κατάστημα μαζί με τον δεύτερο εναγόμενο και τη σύζυγό του, όπως ο ίδιος κατέθεσε προκειμένου να υπάρξει διακριτικότητα και να μη διαταραχθεί η λειτουργία της επιχείρησης εντός του καταστήματος. 

Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την έννοια της μεσιτείας ή της υπόδειξης της ευκαιρίας αγοράς του εν λόγω ακινήτου από την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία. Εξάλλου, η τοποθεσία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ακινήτων αυτών το ύψος του μηνιαίου μισθώματος, τα στοιχεία του ιδιοκτήτη του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου, καθώς και οι τίτλοι ιδιοκτησίας των ακινήτων περιήλθαν πρώτη φορά σε γνώση του δεύτερου εναγόμενου από την δεύτερη ενάγουσα που σε συνεργασία με την πρώτη ενάγουσα πληροφόρησαν τον δεύτερο εναγόμενο για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σε αυτόν δυνατότητας συνάψεως της συμβάσεως που τον ενδιέφερε οι δε πληροφορίες αυτές υπήρξαν η κυρία αιτία της σύναψης της σύμβασης. Χάρη στις ανωτέρω ενέργειες τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης των εναγουσών οι οποίες ενεργούσαν κάθε μια για λογαριασμό του πρώτου και του δευτέρου των εναγόμενων αντίστοιχα και μέσω της συνεργασίας τους έλαβε γνώση ο δεύτερος εναγόμενος της πρόθεσης πώλησης του ποσοστού κυριότητας του ακινήτου εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου, με τον οποίο δεν είχε προηγουμένως καμία επαφή αφού ήταν άγνωστοι μεταξύ τους, ενώ και στη συνέχεια αμφότερες οι ενάγουσες ενεργώντας (κάθε μια για λογαριασμό δικού της εντολέα) μεσολάβησαν μεταξύ των εναγομένων, ώστε αυτοί να προβούν σε διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις προς το σκοπό της επίτευξης της πώλησης του ακινήτου. Πράγματι μετά από τις μεσολαβητικές και διαπραγματευτικές προσπάθειες εκ μέρους των εναγουσών, ακολούθησε η αποδοχή της πρότασης του δεύτερου εναγομένου από τον πρώτο εναγόμενο – πωλητή και ως τελικό τίμημα συμφωνήθηκε, το ποσό 200.000 ευρώ.

 Στη συνέχεια, αμφότερες οι ενάγουσες μεσολαβήσαν, προκειμένου να παραδοθούν οι τίτλοι κτήσης των ακινήτων στον δεύτερο εναγόμενο, ώστε ο τελευταίος να προβεί στον απαραίτητο νομικό και τεχνικό έλεγχο. Ειδικότερα, στις 7 Ιουνίου του 2019 ο συνεργάτης της πρώτης ενάγουσας απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος (e mail) τους τίτλους κτήσης τους οποίους είχε παραδώσει ο πρώτος εναγόμενος σ’ αυτήν, στο συνεργάτης της δεύτερης ενάγουσας, ο οποίος στη συνέχεια τους εκτύπωσε και τους παρέδωσε στον δεύτερο εναγόμενο προκειμένου αυτός να προβεί στον απαραίτητο έλεγχο. Ενώ, λοιπόν αρχικά ο δεύτερος εναγόμενος έδωσε στη δεύτερη ενάγουσα, μέσω του συνεργάτη της, προφορική εντολή να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση οριστικού συμβολαίου, εν συνεχεία την ενημέρωσε ότι τελικά η αγορά εκ μέρους του δε θα μπορούσε να προχωρήσει, προβάλλοντας ως πρόσχημα ότι επρόκειτο για πώληση ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του ακινήτου και όχι της πλήρους κυριότητας αυτού, γεγονός που τον προβλημάτισε, κατόπιν συμβουλών του δικηγόρου του, παρότι όπως προαναφέρθηκε ο ίδιος γνώριζε εξ αρχής ότι διατίθετο προς πώληση μόνο το 50% εξ αδιαιρέτου, ήτοι το ποσοστό κυριότητας του πρώτου εναγομένου, για το οποίο εξάλλου υπέβαλε και την προσφορά των 200.000 ευρώ, γεγονός που επιρρωνύεται εκτός των άλλων από τη συζήτηση που είχε με το συνεργάτη της δεύτερης μεσιτικής εταιρείας περί επενδυτικής απόδοσης του ποσοστού αυτού, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. 

Ωστόσο, στις 24-8-2020 ο ανωτέρω δεύτερος εναγόμενος προέβη στην αγορά του ίδιου ακριβώς ποσοστού κυριότητας των ακινήτων από τον πρώτο εναγόμενο, χωρίς στο μεταξύ να έχει λάβει χώρα κάποια μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών, με την κατάρτιση οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας για την επίτευξη της οποίας είχε προηγηθεί η προπαρατιθέμενη μεσιτική δραστηριότητα αμφοτέρων των εναγουσών εταιρειών. 

Ειδικότερα, στις 24-8-2020, ο πρώτος και δεύτερος των εναγόμενων προέβησαν, χωρίς να ενημερώσουν τις ενάγουσες, ως όφειλαν από τις συμβάσεις τους οι οποίες έως τότε δεν είχαν ανακληθεί (σημειώνεται ότι η πρώτη αποκλειστική μεσιτική σύμβαση μετά τη λήξη της ίσχυε, κατά τα ανωτέρω, ως απλή μεσιτική εντολή), στην κατάρτιση του υπ’ αριθμού […] συμβολαίου αγοραπωλησίας […], δυνάμει του οποίου ο πρώτος μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στον δεύτερο εναγόμενο, στον οποίο είχε υποδειχθεί από την δεύτερη ενάγουσα εταιρεία το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί των επίμαχων ακίνητων, για την αγοραπωλησία των οποίων προέβησαν στις ανωτέρω μεσιτικές δραστηριότητες αμφότερες οι ενάγουσες ενεργώντας κάθε μία για λογαριασμό του πελάτη τους και σε συνεργασία μεταξύ τους. 

Η προπαρατεθείσα δε μεσολαβητική δραστηριότητα θεωρείται αντικειμενικά πρόσφορη αιτία του παραχθέντος κατά τα ανωτέρω αποτελέσματος, της σύναψης της προαναφερόμενης σύμβασης αγοραπωλησίας, καθόσον ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι εξαρτήθηκε από άλλους όρους, με συνέπεια να δημιουργείται υποχρέωση για την καταβολή μεσιτικής αμοιβής των εναγουσών εταιρειών. Εξάλλου, [..] η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη, για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της συμβάσεως και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στον άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών. Σημειώνεται επίσης ότι στη σύμβαση μεσιτείας η κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αφ’ ενός της δραστηριότητας του μεσίτη, ως αιτίου και αφ’ ετέρου της κατάρτισης της σκοπούμενης σύμβασης, ως αποτελέσματος, επέρχεται με τη διάγνωση της κατάρτισης της τελικής σύμβασης, η οποία δεν θα είχε επέλθει χωρίς την μεσολάβηση αυτή (ΑΠ 335/2011, ΑΠ 815/2007, ΕφΑθ 5616/2012, ΕφΑθ 4155/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 

Η αιτιώδης αυτή συνάφεια δεν διακόπηκε από το γεγονός ότι τα πωλούμενα κατά τα ανωτέρω ακίνητα είχαν πολεοδομικές αυθαιρεσίες και ότι έπρεπε να μεσολαβήσει η διαδικασία τακτοποίησης των αυθαιρεσιών, διότι, παρά το γεγονός ότι παρεμβλήθηκε η διαδικασία αυτή, η οποία μάλιστα ήταν η συνήθης ολιγόμηνη διαδικασία που συναντάται στην πλειονότητα των αγοραπωλησιών στην Ελλάδα, σαφώς υπήρχε η δυνατότητα κατάρτισης της συγκεκριμένης αγοραπωλησίας, η οποία δεν εξέλιπε κατά το χρόνο σύναψης του οριστικού συμβολαίου πώλησης αυτού (ακινήτου), έτσι ώστε να αναιρείται η σχέση μεταξύ αυτών (διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων) ως αιτίου και της επιτευχθείσας σύμβασης πώλησης των παραπάνω ακινήτων, ως αποτελέσματος

[…]

Για τους ίδιους λόγους κρίνεται ότι δε διακόπηκε η αιτιώδης συνάφεια για το λόγο ότι από το χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω μεσιτικών συμβάσεων, μέχρι την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου μεσολάβησε χρονικό διάστημα δεκαπέντε και δεκαέξι μηνών αντίστοιχα, καθόσον, αυτό κρίνεται απολύτως εύλογο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της διαδικασίας τακτοποίησης των αυθαίρετων κατασκευών και του ότι όπως προαναφέρθηκε, μεσολάβησε εν τω μεταξύ η κήρυξη της πανδημίας του νέου κορωνοϊού Sars-Cor-2, από το Μάρτιο του 2020 και μετά, που είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και τον περιορισμό της δραστηριότητας ελευθέρων επαγγελματιών κλπ. Η καθυστέρηση επομένως αυτή, κρίνεται εύλογη στην προκειμένη περίπτωση.

[….] Ενόψει δε των προπαρατεθέντων, αποδεικνύεται εναργώς ότι η σχετικώς διαληφθείσα μνεία στο προαναφερόμενο συμβόλαιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κρίση που επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν προσκόμισε ούτε σχετική έγγραφη σύμβαση μεσιτείας δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέθεσε στον ανωτέρω μεσίτη την εντολή να του υποδείξει τα ακίνητα αυτά είτε εν γένει ακίνητα προς αγορά στην ως άνω περιοχή, λαμβανομένου υπόψη μάλιστα ότι η έγκυρη κατάρτιση σύμβασης μεσιτείας απαιτεί έγγραφο τύπο, ούτε και τη σχετική απόδειξη για την καταβολή εκ μέρους του της μεσιτικής αμοιβής στον ανωτέρω μεσίτη. Μάλιστα η αναγραφόμενη ως αμοιβή ποσού 400 ευρώ, είναι εξαιρετικά χαμηλή κατά τα διδάγματα της κοινής πες πείρας και λογικής ακόμα για το ποσό που αναγράφηκε ως καταβαλλόμενο τίμημα αφού αντιστοιχεί σε ποσοστό μόλις 0,5 % επί της αξίας αυτής, ήτοι ποσοστού πολύ μικρότερου αυτού που συνηθίζεται στην αγορά, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Εξάλλου, ούτε και ο πρώτος εναγόμενος προσκόμισε αντίστοιχη σύμβαση δυνάμει της οποίας να έδωσε εντολή να μεσολαβήσει για την πώληση του ανήκοντος σε αυτόν κατά πλήρη κυριότητα ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω ακινήτων ο ανωτέρω ή άλλος μεσίτης. Εξάλλου ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός ότι ο δεύτερος εναγόμενος μετέβη με τον μεσίτη […] στα ανωτέρω επίμαχα ακίνητα προκειμένου να του τα υποδείξει το Φεβρουάριο του 2020, δηλαδή μεταγενέστερα της υπόδειξης το πρώτον της ευκαιρίας του ακινήτου αυτού από τον συνεργάτη της δεύτερης ενάγουσας, η γενόμενη από αυτήν μεταγενέστερη υπόδειξη, δεν παράγει υποχρέωση του δεύτερου εναγομένου για καταβολή μεσιτικής αμοιβής στον μεσίτη […], για την σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο ως αποτέλεσμα των μεσιτικών διαπραγματεύσεων τόσο της πρώτης ενάγουσας όσο και της δεύτερης ενάγουσας, η οποία ήταν και η πρώτη διαδοχικά μεσίτης που υπέδειξε την ευκαιρία στον δεύτερο εναγόμενο αγοραστή, ούτε και αναιρεί την αιτιώδη αυτή συνάφεια λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 200 (Σύμβαση μεσιτείας) παρ. 5 εδ. 3. του ν. 4072/2012 το οποίο ορίζει ότι «Αν περισσότεροι μεσίτες, προς τους οποίους ο εντολέας παρέσχε διαδοχικά διαφορετικές εντολές υπέδειξαν διαδοχικά την ίδια ευκαιρία, δικαιούται να αξιώσει αμοιβή μόνο αυτός ο οποίος υπέδειξε πρώτος την ευκαιρία». […]

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πραγματικό τίμημα της πώλησης των ανωτέρω ακινήτων (ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου) συμφωνήθηκε στο ποσό των 200.000 ευρώ λαμβανομένης υπόψη της περιοχής στην οποία βρίσκονται αυτά, ήτοι σε έναν από τους εμπορικότερους δρόμους του κέντρου της Θεσσαλονίκης, που παρουσιάζει διαχρονικά αυξημένη ζήτηση στην αγορά και ενοικίαση καταστημάτων, της αντικειμενικής αξίας του ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου αυτών που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, το γεγονός ότι στην εν λόγω περιοχή οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων είναι διαχρονικά πολύ χαμηλότερες αυτών της εμπορικής, καθώς και του γεγονότος ότι το ποσό που προσέφερε ο δεύτερος εναγόμενος για την αγορά του ποσοστού αυτού επί των ακινήτων αυτών ανήλθε όπως προαναφέρθηκε στις 200.000 ευρώ, έναντι του ποσού των 300.000 ευρώ που ζητούσε ως τίμημα ο πρώτος εναγόμενος όπως εξάλλου η προσφορά αυτή εντυπώθηκε στην ανωτέρω σύμβαση μεσιτείας που υπέγραψε αυτός με την δεύτερη των εναγουσών. Συνεπώς, το αναγραφόμενο στο παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο τίμημα των 80.000 ευρώ, δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό τίμημα αυτού, που ανήλθε στο προαναφερόμενο ποσό των 200.000 ευρώ, δεδομένου ότι η τακτική αυτή, δηλ. η αναγραφή στο συμβόλαιο μικρότερου τιμήματος αντί του πραγματικά συμφωνηθέντος, συνηθίζεται στις συναλλαγές για καθαρά φορολογικούς λόγους. 

Αντιθέτως, πέραν των σχετικών περικοπών του μαρτύρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια των εναγόμενων και ο οποίος αναφέρεται σε τίμημα ύψους 80.000 ευρώ, επειδή αυτό ήταν το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώθηκε ότι η αγοραπωλησία του επίμαχου ακινήτου ανήλθε στο τελευταίο αυτό ποσό, όπως αβασίμως οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν. Αντιθέτως, το ποσό αυτό κρίνεται ιδιαιτέρως χαμηλό για τα ακίνητα αυτά, με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά (έτος ανέγερσης, είδος χρήσης, εμβαδό, πρόσοψη στην Τσιμισκή), λαμβανομένης υπόψη της περιοχής στην οποία βρίσκονται αυτά και των αξιών πραγματικής πώλησης των καταστημάτων της περιοχής. Η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο συμβόλαιο πώλησης ακινήτων διότι η διαληφθείσα ως άνω μνεία περί του τιμήματος δεν είναι από τα θέματα για τα οποία το δημόσιο αυτό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη και, συνεπώς, ως προς το ζήτημα αυτό, το οικείο (δημόσιο) έγγραφο εκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ’ άρθρο 340 του ΚΠολΔ. 

Αντίκειται δε στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής το ενδεχόμενο να μειώθηκε το πραγματικό τίμημα από το ποσό των 200.000 ευρώ, που αποτέλεσε την αρχική προσφορά του δεύτερου εναγομένου για το (ποσοστό αυτό) στο ποσό των 80.000 ευρώ, ήτοι κατά ποσοστό 60%, μείωση που δε δικαιολογείται ούτε την ύπαρξη των ανωτέρω αυθαίρετων κατασκευών,οι οποίες εξάλλου τακτοποιήθηκαν με πρόστιμο ανερχόμενο στο προαναφερόμενο ποσό των 2.000 ευρώ περίπου. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο δέχθηκε ότι το πραγματικό τίμημα ανήλθε στο ποσό των 80.000,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 200.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου της α’ έφεσης των εκκαλουσών. 

Με βάση τα ανωτέρω κατ’ αρχήν ο πρώτος εναγόμενος οφείλει ως συμφωνηθείσα αμοιβή της πρώτης ενάγουσας το ποσό των (200.000 Χ 3% = 6.000 € πλέον ΦΠΑ), ενεργοποιούμενου του σχετικού όρου της ανωτέρω συμβάσεως (άρθ. 361 ΑΚ), ότι αμοιβή θα ανερχόταν σε ποσοστό 3% επί της πραγματικής αξίας, πλέον ΦΠΑ, αν η τελική τιμή πώλησης διαμορφωνόταν σε ποσό κάτω των 260.000,00 ευρώ. Ομοίως, οφείλεται κατ’ αρχήν και από τον δεύτερο εναγόμενο η συμφωνηθείσα αμοιβή της δεύτερης ενάγουσας (6.000,00 € πλέον ΦΠΑ), ενεργοποιούμενου του σχετικού όρου της σχετικής συμβάσεως (άρθ. 361 ΑΚ), που καταρτίστηκε μεταξύ τους, ως ειδική αμοιβή. […]

Τέλος, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της παρούσας πολιτικής δίκης ανέκυψαν ενδείξεις για παράβαση του άρθρου 22 του Ν. 1599/1986 που συνιστά και αυτεπαγγέλτως διωκόμενο ποινικό αδίκημα (ψευδής υπεύθυνη δήλωση των εναγομένων της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης […] αγωγής σχετικά με την δήλωση που περιέχεται στο υπ’ αριθμ. […] συμβόλαιο αγοραπωλησίας […], ότι για τη σύμβαση μεσολάβησε μόνο για λογαριασμό του αγοραστή ο κτηματομεσίτης […], ο οποίος έλαβε αμοιβή 400 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%) και κατόπιν αιτήματος που πρόβαλαν οι ενάγουσες με τις προτάσεις που κατέθεσαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνουν και με σχετικό λόγο έφεσης, πρέπει να συνταχθεί έκθεση κατ’ άρθρο 39 παρ. 1 Ν. ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) και να διαβιβαστεί αυτή με τα λεπτομερώς αναφερόμενα κατωτέρω έγγραφα στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του νόμιμες ενέργειες. 

—————————————

📌 Για να αναλάβουμε και τη δική σας υπόθεση, καλέστε μας ☎️ στα τηλ. 2310-225738.