ΑΠ 1612/2017:

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Επί αντίθετων αγωγών των διαζευγμένων ή εν διαστάσει γονέων το δικαστήριο μπορεί να κατανείμει μεταξύ τους την άσκηση των τριών βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας (άσκηση επιμέλειας, διοίκηση υποθέσεων του τέκνου και εκπροσώπησή του), καθώς και των ειδικότερων πτυχών της επιμέλειας, προκειμένου το τέκνο να μην αποξενώνεται από τον ένα γονέα και αντίστοιχα αυτός να μην αποκλείεται τελείως από την άσκηση του λειτουργικού δικαιώματός του.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 

Αριθμός 1612/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεράσιμου Φουρλάνου), Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. (Έ.) Γ. του Κ., ατομικά και ως ασκούσας το λειτουργικό δικαίωμα της γονικής μέριμνας και μέρος της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων της Κ. Μ. και Ά.-Μ. Μ., κατοίκων …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της … και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Μ. του Κ., κατοίκου …, ατομικά και ως ασκούντος το λειτουργικό δικαίωμα της γονικής μέριμνας και μέρος της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του Κ. Μ. και Ά.-Μ. Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του …  και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις αγωγές από 19/7/2011 της αναιρεσείουσας καθώς και τις από 28/11/2011 και 17/7/2014 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 932/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4948/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/1/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, εισηγήτρια δε ορίστηκε η Αρεοπαγίτης Αγγελική Τζαβάρα, κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου, του αρχικά ορισθέντος εισηγητή Αρεοπαγίτη Αθανασίου Καγκάνη.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Β ΚΠολΔ υπ’ αριθμ. 4948/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο, συνεκδικάζοντας αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, αφού απέρριψε την από 19-3-2015 έφεση της αναιρεσείουσας, δέχτηκε την από 19-2-2015 έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 932/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δικάζοντας επί της υπόθεσης, ανέθεσε οριστικά την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων σε αμφότερους τους διαδίκους γονείς τους χωριστά και προσδιόρισε το ποσό της μηνιαίας διατροφής τούτων, που υποχρεούται να καταβάλλει ο αναιρεσίβλητος πατέρας τους, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά μερική παραδοχή των από 28-11-2011 και 19-7-2011 αγωγών του αναιρεσιβλήτου και της αναιρεσείουσας αντίστοιχα.

Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της(αρθρο 577 παρ 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο . συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 20/2005). Αντίθετα, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ’ αυτή, ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του.
Περαιτέρω κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/1998, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. ΑΠ 15/2006 ).
Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011).
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγονται, πλην άλλων και τα εξής: Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής, της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Επίσης οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006, ΑΠ 882/2015).
Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του, εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση άλλωστε της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου, που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία, όχι σπανίως, χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και τούτο προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005, ΑΠ 357/2012, ΑΠ 317/2015).
Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. ‘ Ηδη αυτή καθευαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους, το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του (ΑΠ 1919/2005).

Ωστόσο, επί αντιθέτων αγωγών των διαζευγμένων ή εν διαστάσει τελούντων γονέων, για ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχέσεις και περιστάσεις, μπορεί να κατανείμει μεταξύ τούτων την άσκηση των τριών βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας, καθώς και των διαφόρων υπολειτουργιών – τομέων της επιμέλειας του προσώπου τους, (όπως είναι η μόρφωση, εκπαίδευση, υγεία, περίθαλψη κλπ), με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον των τέκνων, προκειμένου να μην αποξενώνονται από τον ένα γονέα τους, ούτε να αποκλείεται αυτός τελείως από την άσκηση των ως άνω σημαντικών λειτουργικών δικαιωμάτων του (ΑΠ 634/1996, ΑΠ 22/1989).
Τέλος, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ενώ αν η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, υπόκειται σε αναίρεση κατ’ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 1976/2008, 1910/2005).
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το εφετείο, δικάζοντας τις αντίθετες αγωγές των εν διαστάσει τελούντων γονέων- συζύγων, αναφορικά με τη ρύθμισή της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη επί των πραγμάτων κρίση του τα εξής: “Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο (θρησκευτικό) γάμο στην … την 17η Φεβρουαρίου 2002 και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (δίδυμα) τέκνα, τον Κ. και Ά. – Μ., που γεννήθηκαν την 31η Οκτωβρίου 2002. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και εν τέλει διασπάσθηκε κατά μήνα Μάρτιο του έτους 2010. Τότε, με ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψαν εν όψει της προοπτικής λύσεως του γάμου τους με διαζύγιο έλαβε η διάδικος μητέρα των ανηλίκων την επιμέλειά τους και καθορίσθηκε ο τρόπος καλύψεως των εξόδων διαβιώσεώς τους. Η ένταση που επικράτησε στις σχέσεις των διαδίκων δεν επέτρεψε την τήρηση των όρων του εν λόγω συμφωνητικού και έτσι ακολουθήθηκε η δικαστική οδός. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ. 4665/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων με διαζύγιο, αλλά της αποφάσεως αυτής δεν προκύπτει το αμετάκλητο. Παράλληλα, με την υπ’ αριθμ. 4096/2013 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανατέθηκε προσωρινά στη διάδικο μητέρα των ανηλίκων η επιμέλεια του προσώπου τους και υποχρεώθηκε προσωρινά ο έτερος διάδικος πατέρας τους να της καταβάλει, με αυτή την ιδιότητα, ως διατροφή των ανηλίκων σε χρήμα, ποσό 9500,00€ μηνιαία. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 6598/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 1070/2012 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ρυθμίσθηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του διαδίκου πατέρα των ανηλίκων με αυτά. Ακολούθησε η έκδοση της εδώ εκκαλουμένης υπ’ αριθμ. 932/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ανατέθηκε οριστικά η επιμέλεια των δύο ανηλίκων στη διάδικο μητέρα τους και προσδιορίσθηκε η υποχρέωση συμμετοχής του ετέρου διαδίκου πατέρα τους στην κάλυψη των εξόδων διαβιώσεώς τους στο ποσό των 12.000,00€ μηνιαία.- Αμφότεροι οι διάδικοι προέρχονται από οικονομικά εύρωστες και κοινωνικά προβεβλημένες οικογένειες, οι ίδιοι δε έχουν τύχει αξιόλογης παιδείας και υψηλού επιπέδου οικογενειακής και κοινωνικής αγωγής, ώστε θα αναμενόταν ευλόγως να έχουν επιτύχει να θέσουν υπό έλεγχο τις προσωπικές τους διαφορές και να οριοθετήσουν με σωφροσύνη και ρεαλισμό την πορεία ανατροφής των δύο τέκνων τους, τα οποία ήδη έχουν εισέλθει σε ιδιαίτερα κρίσιμο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους ηλικιακό στάδιο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, αλλ’ αμφότεροι οι διάδικοι επιδίδονται στη διατύπωση μομφών κατ’ αλλήλων σχετιζόμενων με τα καθήκοντά τους ως γονέων και με το ενδιαφέρον τους για την ορθή ανατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Εντεύθεν ανακύπτει ιδιαιτέρως αυξημένη η ανάγκη αναζητήσεως και διαμορφώσεως λύσεως ακριβοδίκαιης και απόλυτα ισορροπημένης, ταυτόχρονα δε λειτουργικής, στην προκειμένη διαφορά, ώστε, με την παραλλήλως προσδοκώμενη επίδειξη εκ μέρους των διαδίκων της αντιστοίχως αυξημένης υπευθυνότητας, να αποκατασταθεί το απαραίτητο κλίμα γαλήνης, ηρεμίας, σταθερότητας και ασφάλειας που είναι αναγκαίο για την απρόσκοπτη εξέλιξη της συνολικής διαδικασίας ολοκληρώσεως της προσωπικότητας των ανηλίκων.- Η διάδικος μητέρα των ανηλίκων δεν αρνείται ότι σε προσωπικό επίπεδο έχει συνδεθεί με άλλον άνδρα, τον πολιτικό μηχανικό Ν. Κ.. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού δεν προέκυψε ότι επ’ ευκαιρία της σχέσεως αυτής έχουν υπάρξει αρνητικές ή – πολύ περισσότερο – τραυματικές εμπειρίες των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων ή ότι η μητέρα τους αμελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα σχετιζόμενα με τη φροντίδα και την προσωπική τους περιποίηση καθήκοντά της. Ελέχθη ήδη ανωτέρω ότι η ένταση στις σχέσεις των διαδίκων δεν έχει μέχρι τώρα εκτονωθεί. Απότοκες της εντάσεως αυτής είναι ορισμένες εκδηλώσεις υπερβολής, στις οποίες προβαίνει κατά καιρούς η μητέρα των ανηλίκων κατά την επικοινωνία των τελευταίων με τον πατέρα τους και μία φορά με τον παππού τους Κ. Μ., όπως η εμμονή της να βιντεοσκοπεί τη στιγμή της συναντήσεως και παραλαβής τους, που ουδένα ουσιαστικό σκοπό εξυπηρετεί και μόνο συμβάλλει στη διατήρηση του κλίματος αντιπαλότητας και καχυποψίας μεταξύ διαδίκων. Οι εκδηλώσεις αυτές εν τούτοις, δεν είναι τέτοιας μορφής και σπουδαιότητας, ώστε να χαρακτηρισθούν ως “κακή άσκηση της γονικής μέριμνας εκ μέρους της μητέρας”, που θα οδηγούσε στο ενδεχόμενο αφαιρέσεως από αυτή του συνόλου της γονικής μέριμνας των ανηλίκων. Ούτε επαρκές ουσιαστικό έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό ευρίσκουν οι προς τον ίδιο στόχο διατυπούμενες αιτιάσεις του διαδίκου πατέρα των ανηλίκων, ότι δεν ενημερώνεται επαρκώς από τη μητέρα τους για θέματα σχετιζόμενα με την ανατροφή τους, ότι η τελευταία ενίοτε καταφεύγει σε επιλήψιμες ή και ποινικά κολάσιμες ενέργειες, όπως χρήση νοθευμένων εγγράφων, προς ενίσχυση των θέσεών της στη μεταξύ τους δικαστική διένεξη, που σχετίζεται με τα ανήλικα τέκνα, καθώς και ότι η ίδια, επιδεικνύοντας ασύγγνωστη επιπολαιότητα, προμήθευσε διάφορα μέσα ενημερώσεως με φωτογραφικό υλικό και λοιπές πληροφορίες, που σχετίζονται με την οικογενειακή τους διένεξη, προκαλώντας έτσι, με τη δημοσιοποίηση του εν λόγω υλικού, πλήγμα στον ψυχικό κόσμο των ανηλίκων. Υπ’ αυτά τα δεδομένα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε κατ’ ουσία την από 17.7.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …/17.7.2014 αγωγή του διαδίκου Π. Κ. Μ., πατέρα των ανηλίκων, περί αφαιρέσεως από τη μητέρα τους του συνόλου της γονικής μέριμνας επ’ αυτών, αποφάνθηκε ορθά και ουδόλως έσφαλε ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση του ενώπιον του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού. Όλα τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον διάδικο Π. Κ. Μ. με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση δικής του εφέσεως, που αναλύεται σε επτά επί μέρους αιτιάσεις, ελέγχονται ως αβάσιμα κατ’ ουσία και πρέπει να απορριφθούν. Σημαντικό σημείο τριβής στις σχέσεις των διαδίκων, γονέων των ανηλίκων, που εγκυμονεί κίνδυνο αρνητικών συνεπειών γι’ αυτά, είναι η κατανομή των εξόδων διαβιώσεώς τους και ο τρόπος που τα έξοδα αυτά διατίθενται για κάθε συγκριμένο σκοπό. Ειδικότερα, η μεν μητέρα των ανηλίκων κατηγορείται από τον πατέρα τους ότι προσπαθεί εμφανώς να “φορτώσει” υπέρμετρα και χωρίς αποχρώντα λόγο το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα και το πρόγραμμα των λοιπών δραστηριοτήτων τους, ώστε να εμφανίσει αυξημένες δαπάνες καλύψεως των εν λόγω δραστηριοτήτων και να επωφεληθεί η ίδια από τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων, σημαντικό μέρος των οποίων καλύπτει ο ίδιος, αλλά και από την άλλη πλευρά η μητέρα των ανηλίκων μέμφεται τον πατέρα τους για απροθυμία καλύψεως των πραγματικών και αναγκαίων εξόδων των ανηλίκων, επειδή υποπτεύεται αβάσιμα ότι επωφελείται κυρίως η ίδια από τη διαχείρισή του σχετικού ποσού, που απαιτείται να καταβάλει γι’ αυτό το σκοπό. Αμφότεροι οι διάδικοι, με βάση τα εφόδια που διαθέτουν από απόψεως μορφώσεως, ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικών ηθικών αρχών, περί των οποίων έγινε λόγος και ανωτέρω, κρίνονται ικανοί και άξιοι, με δεδομένη την αμέριστη αγάπη και αφοσίωση τους στα δύο ανήλικα παιδιά τους, να ασκήσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της επιμέλειας του προσώπου τους. Από απόψεως οικονομικής και εν γένει περιουσιακής καταστάσεως, ελέχθη επίσης ανωτέρω ότι αμφότεροι προέρχονται από ευκατάστατες οικογένειες. Η υπεροχή, όμως, στον τομέα αυτό του διαδίκου πατέρα των ανηλίκων Π. Κ. Μ. είναι προφανής, όπως ειδικότερα θα καταδειχθεί κατωτέρω με ενδεικτική αναφορά των οικονομικών τους δεδομένων και αντιστοίχων δυνατοτήτων εκάστου. Η προφανής αυτή υπεροχή του, όμως, στο οικονομικό πεδίο δεν πρέπει να βαρύνει αποφασιστικά και να οδηγήσει στην επιλογή του για αποκλειστική άσκηση από αυτόν της επιμέλειας των ανηλίκων, όπως ζητεί με την από 28.11.2011 και υπ’ αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …/30.11.2011 αγωγή του, επαναφέρει δε το σχετικό αίτημα και με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του, αφού δεν προέκυψαν στοιχεία δικαιολογούντα τον εξ ολοκλήρου αποκλεισμό της μητέρας των ανηλίκων από αυτά τα καθήκοντα.

Αντιθέτως, προέκυψε ότι, στο κρίσιμο ηλικιακό στάδιο που βρίσκονται τα ανήλικα, η διαβίωσή τους πλησίον της μητέρας τους και η παροχή σ’ αυτά εκ μέρους της των συναφών μητρικών φροντίδων και λοιπών παντοειδών προσωπικών περιποιήσεων είναι πολύτιμη και συμβάλλει τα μέγιστα στην ψυχική τους ισορροπία. Προς επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι αναγκαία η άσκηση της επιμέλειας επί του προσώπου των ανηλίκων καθ’ όλο το περιεχόμενο της από τη διάδικο μητέρα. Αντίθετα, μάλιστα, η ανάθεση ορισμένων επί μέρους τομέων της επιμέλειας στον πατέρα των ανηλίκων, με ταυτόχρονη ανάληψη από αυτόν της υποχρεώσεως απ’ ευθείας καλύψεως των σχετιζόμενων με τους εν λόγω τομείς εξόδων, όπως άλλωστε και ο ίδιος, επικουρικά προς το κύριο αίτημά του να ανατεθεί σ’ αυτόν η επιμέλεια των ανηλίκων, ζητεί, πιστεύεται ότι θα αποφορτίσει σημαντικά ή και θα εξαλείφει το κλίμα εντάσεως ανάμεσα στους δύο διαδίκους γονείς των ανηλίκων και εν τέλει θα λειτουργήσει προς το συμφέρον των τελευταίων, στο οποίο κατά νόμο και το Δικαστήριο οφείλει να αποβλέψει κατ’ αποκλειστικότητα, καλούμενο να επιλύσει διαφορά περί την άσκηση της επιμέλειάς τους. Ως τέτοιοι τομείς προκρίνονται εν προκειμένω οι αναφερόμενοι στην εκπαίδευση των ανηλίκων (φοίτηση σε εγνωσμένης αξίας ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα φροντιστηριακά μαθήματα – είτε σε οργανωμένο φροντιστήριο είτε κατ’ οίκον – ενισχυτικής διδασκαλίας σχολικών μαθημάτων, εκμάθησης ξένων γλωσσών, καθώς και ενασχόληση με αθλητικές και λοιπές δραστηριότητες, όπως χορός, μουσική κλπ). Με ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες έχουν τη δυνατότητα να ασχοληθούν τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων ως μέλη του ομίλου “…”, όπου είναι εγγεγραμμένα και ο διάδικος πατέρας τους θα καλύπτει τη σχετική ετήσια συνδρομή. Επ’ ωφελεία των ανηλίκων, επίσης, θα είναι η ανάληψη εκ μέρους του διαδίκου πατέρα τους του τομέα της επιμέλειας που σχετίζεται με την υγειονομική και φαρμακευτική τους περίθαλψη. Σημειωτέον ότι ήδη γι’ αυτό το σκοπό έχει καταρτισθεί σύμβαση ασφαλίσεώς τους σε ασφαλιστική εταιρία και ο πατέρας τους θα καλύπτει το κόστος των ετήσιων ασφαλίστρων. Κατά τα λοιπά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων θα πρέπει να ανατεθεί στη μητέρα τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε διαφορετικά και ανέθεσε στη μητέρα των ανηλίκων το σύνολο της επιμέλειάς τους κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της πρώτης αγωγής (…/2.8.2011), απορρίπτοντας ταυτόχρονα κατ’ ουσία εξ ολοκλήρου την αντίστοιχη αγωγή του πατέρα των ανηλίκων (…/30.11.2011), έσφαλε ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση του ενώπιον του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, όπως βάσιμα (εν μέρει) παραπονείται ο εκκαλών της πρώτης εφέσεως Π. Κ. Μ. με το δεύτερο λόγο του οικείου δικογράφου, που πρέπει κατά τούτο να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη”. Ακολούθως το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση αντίστοιχα και δίκασε κατά τούτο την υπόθεση, δεχόμενο εν μέρει τις αντίθετες αγωγές τω διαδίκων, ανέθεσε οριστικά την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των δύο ανηλίκων τέκνων τους Κ. Μ. και Α. – Μ. Μ. σε αμφότερους τους διαδίκους γονείς τους χωριστά και ειδικότερα 1) στον διάδικο πατέρα τους Π. Μ. τους τομείς της επιμέλειας που αναφέρονται στην εκπαίδευση, στην υγειονομική και στη φαρμακευτική περίθαλψη των ανηλίκων, με αντίστοιχη υποχρέωσή του να καλύπτει ο ίδιος απ’ ευθείας και εξ ολοκλήρου τις σχετιζόμενες με τους εν λόγω, τομείς δαπάνες και 2) στη διάδικο μητέρα τους Μ. ( Ε.) Γ. όλους τους λοιπούς τομείς της επιμέλειας. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510,1511,1512,1513,1514 και 1518 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά συνιστούν λόγο συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, για την εξειδίκευση του οποίου δεν παραβιάστηκαν από αυτό τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν δε το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο των ανηλίκων, που δικαιολογεί την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου τους σε αμφότερους τους διαδίκους γονείς τους χωριστά, όπως προαναφέρθηκε. Παράλληλα, από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και ειδικότερα την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειάζεται άλλη επιπλέον παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικά δικαίου, που προαναφέρθηκαν, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλάγιου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος, ενώ ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος κατά τις λοιπές αιτιάσεις του, αφού αυτές ανάγονται στην εκτίμηση των πραγμάτων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων που δεν ελέγχονται από τον ‘ Αρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8(β) του άρθρ.559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της άνω διάταξης, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1530/2001, ΑΠ 1225/2004). Δηλαδή, οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/1989, ΑΠ 864/2003, ΑΠ 1072/2005),θα πρέπει δε οι ισχυρισμοί αυτοί να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 354/2011), γιατί διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρεπόταν να τους λάβει υπόψη (Ολ. ΑΠ 2/2001). Ειδικότερα, αν προσβάλλεται με τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως κατά το άρθρο 240ΚΠλοΔ με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ1446/2003, και ΑΠ1933/2006) και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο (ΑΠ539/2003,ΑΠ 760/2004), εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισμό, που παραδεκτά, κατά το άρθ. 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο.
Συνεπώς, για να ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, ο κρίσιμος ισχυρισμός, που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, να προτάθηκε εκεί ευθέως ως ισχυρισμός , του ίδιου του αναιρεσείοντος και δεν αρκεί αντίθετα να συνάγεται έμμεσα από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτόν με επίκληση έγγραφα (ΑΠ 354/2011).
Αντίθετα, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων και τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα αυτών από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι, κατά νόμο, ισχυρισμοί (ΑΠ 2166/2009, ΑΠ 2176/2009). Επιπλέον, ο από το ανωτέρω άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997, 25/2003), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων, γεγονότων, αντίθετων προς εκείνα που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ. 11/1996 ΑΠ 1363/2008). Οφείλει πάντως το δικαστήριο της ουσίας, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2, εδ. α, β, 335,338,339,340 και 346 ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο),κατά τις παραπάνω διακρίσεις, Για την ίδρυση δε του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 798/2010). Για την πληρότητα, όμως, του ίδιου λόγου αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο, που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται, ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά, ότι υπήρξε παραδεκτή επίκληση του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1051/2012).
Επομένως, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται, ως κατ’ ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 455/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το οικείο σκέλος του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 8β του ΚΠολΔ, επειδή, όπως, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, αφού δεν κάνει οποιαδήποτε περί τούτων μνεία στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τους προβληθέντες παραδεκτώς τόσον ενώπιόν του, όσον και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίσιμους, για το θέμα της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, ισχυρισμούς της ότι: α) όλα τα χρόνια με αποκλειστικά δική της επιμέλεια και χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή του αναιρεσιβλήτου πατέρα τους, έχει κάνει τα παιδιά τους άριστους μαθητές σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό ιδιωτικό σχολείο και υγιέστατα αναπτυσσόμενους νέους, πρωταθλητές στο τένις σε αγωνιστικό επίπεδο, με άριστες επιδόσεις στην εκπαιδευτική μαθησιακή και αθλητική πορεία τους, β) ο αναιρεσίβλητος δεν δίστασε να καταμηνύσει αναληθώς (αφού δικαιώθηκαν δικαστικώς) για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, εξύβρισης και συκοφαντικής δυσφήμησης τις καθηγήτριες Α. – Μ. Τ. και Α. Τ., που παραδίδουν στα παιδιά τους ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών και γαλλικών, αντίστοιχα, από την ηλικία των τεσσάρων ετών μέχρι σήμερα και τα έχουν κάνει άριστους μαθητές, με αποκλειστικό σκοπό και επιτύχει την ψυχική και οικονομική εξουθένωση τους, αντί να είναι ευγνώμων προς αυτές, παραγνωρίζοντας τα όσα έχουν προσφέρει για τα παιδιά του που είναι άριστοι μαθητές και γ) το …,που είναι κοινωνικός όμιλος, ο οποίος παρέχει απλώς και κάποιες δραστηριότητες για τα μέλη του, δεν παρέχει μαθήματα τένις σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, όσο αυτός που έχουν ανάγκη τα παιδιά τους, τα οποία κάνουν τένις σε αγωνιστικό επίπεδο και έχουν ανάγκη εξειδικευμένων μαθημάτων ως πρωταθλητές πλέον του τένις. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, κατά το ως άνω μέρος του, είναι αβάσιμος, καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι οι φερόμενοι ως αγνοηθέντες ισχυρισμοί δεν αποτελούν “πράγματα” υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, που προαναφέρθηκε, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο έλαβε ασφαλώς υπόψη τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και τους απέρριψε εκ των πραγμάτων, με την προαναφερθείσα κρίση περί του αληθινού συμφέροντος των τέκνων, που επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου τους σε αμφότερους τους διαδίκους γονείς τους χωριστά, κατά τα οριζόμενα στην προσβαλλομένη απόφασή του. Επιπλέον, με τον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το αντίστοιχο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, με επίκληση, για την απόδειξη των προαναφερομένων ισχυρισμών της, ενώπιόν του, αλλά και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων τα αναφερόμενα έγγραφα για τις υψηλότατες εκπαιδευτικές, μαθησιακές καλλιτεχνικές και αθλητικές επιδόσεις των τέκνων τους, καθώς και τις υπ’ αριθ. …20-10-2014 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της Ο. Γ., Α. – Μ. Τ. και Ν. Κ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Από τη επισκόπηση όμως της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή ρητή βεβαίωση, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε το εφετείο αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων και “τις ένορκες βεβαιώσεις … γ) υπ’ αριθμ. …/20-10-2014 της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ενώπιον της οποίας εξετάστηκαν οι μάρτυρες Ο. Γ., Α. – Μ. Τ. και Ν. Κ. με επιμέλεια της ενάγουσας / εναγομένης, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του εναγομένου/ ενάγοντος, από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι…”, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο αυτής, δεν καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι το εφετείο, για την κατάρτιση του αποδεικτικού του πορίσματος σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων σε αμφότερους τους γονείς τους χωριστά, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα όλα τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να δικαιολογήσει την αντίθετη προς τις απόψεις της αναιρεσείουσας κρίση του ή να κάνει ειδική αξιολόγησή τους, το γεγονός δε ότι οι παραδοχές του είναι αντίθετες προς τις απόψεις της αναιρεσείουσας, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου. Συνακόλουθα τούτων, ο προαναφερόμενος δεύτερος, κατά το οικείο σκέλος του, λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485,1486,1489 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου δικαιούχου όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, η δε δικαιούμενη (ανάλογη) διατροφή του περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρηση, ανατροφή και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης, εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 541/2015, 680/2010). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε, στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του, χωρίς, όμως, να ικανοποιούνται οι παράλογες ή απλώς υπερβολικές αξιώσεις (ΑΠ 174/2015,120/2013).
Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π, καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 826/1994).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, ερευνώντας την από 19-7-2011 (αριθμ. καταθ. …/2-8-2011) αγωγή της αναιρεσείουσας προς καταβολή της διατροφής των ανήλικων τέκνων τους από τον εναγόμενο αναιρεσίβλητο πατέρα τους και την κατ’ αυτής ένσταση συνεισφοράς του τελευταίου, σε αυτή, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα:
“Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται δικής τους ατομικής προσοδοφόρας περιουσίας και εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή, μη δυνάμεθα εντεύθεν να καλύψουν εξ ιδίων τα έξοδα διαβιώσεώς τους … Από την άποψη της οικονομικής και εν γένει περιουσιακής καταστάσεως των διαδίκων, γονέων των ανηλίκων, σημειώνονται τα εξής, προκύψαντα από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία : Ο διάδικος πατέρας των ανηλίκων Π. Κ. Μ. είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος στον τομέα του τουρισμού. Ελέγχει πολλές επιχειρήσεις, όπως : 1) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ” … Ανώνυμη Τουριστική Εταιρία” και τον διακριτικό τίτλο ” … Α.Ε” με έδρα το δήμο …, που εκμεταλλεύεται τα πολυτελή ξενοδοχεία …, 2) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρία, Τουριστικές και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις” με έδρα τα …, 3) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρία” και με τον διακριτικό τίτλο “…”, με έδρα το δήμο … του νομού Λασιθίου, που εκμεταλλεύεται τα ξενοδοχεία “…”, 4) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρία”, με τον διακριτικό τίτλο “…” και με έδρα την …, 5) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… … – Τουριστική Ξενοδοχειακή Εμπορική Κατασκευαστική και Ναυτιλιακή Ανώνυμη Εταιρία”, με τον διακριτικό τίτλο “… … Α.Ε.” και με έδρα την Αθήνα, 6) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρία”, με τον διακριτικό τίτλο “… S.A.” και με έδρα την κοινότητα … δημοτικού διαμερίσματος Σισίου, 7) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… – Ανώνυμη Ξενοδοχειακή Τουριστική Εμπορική και Ναυτιλιακή Εταιρία” με έδρα το δήμο …, 8) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… … – Ανώνυμη Ξενοδοχειακή Τουριστική Εμπορική και Ναυτιλιακή Εταιρία”, με τον διακριτικό τίτλο “… …” και με έδρα την …, που διαχειρίζεται το ξενοδοχείο “…”, 9) την ανώνυμη εταιρία με τη επωνυμία “… …-Ανώνυμη Ξενοδοχειακή Τουριστική Εμπορική και Ναυτιλιακή Εταιρία”, με τον διακριτικό τίτλο “… … Α.Ε.” και με έδρα το δήμο …, που εκμεταλλεύεται τα ξενοδοχεία “…”, 10) την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Εταιρία Τουριστικών Επιχειρήσεων”, με τον διακριτικό τίτλο “…”,με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης. Έχει, επίσης ακίνητη περιουσία στον … Κρήτης και ειδικότερα στην περιοχή “…” πέντε αγροτεμάχια με ελαιόδεντρα σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από τη θάλασσα και ένα αγροτεμάχιο σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων από τη θάλασσα. Στις παραπάνω επιχειρήσεις του απασχολούνται κατ’ έτος περίπου τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3500) άτομα διαφόρων ειδικοτήτων, ενώ αυτές, για τις λειτουργικές τους ανάγκες, διαθέτουν πενήντα (50) αυτοκίνητα. Ο ίδιος, άλλωστε, είναι κύριος δύο πολυτελών αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού, που χρησιμοποιεί για τις προσωπικές του μετακινήσεις. Διαμένει σε μεγάλη και πολυτελή μισθωμένη κατοικία στην περιοχή της …. Απ’ όλα τα παραπάνω και ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς που διατυπώνει ο εν λόγω διάδικος περί κάμψεως των εργασιών των επιχειρήσεών του συνεπεία της γνωστής και γενικευμένης οικονομικής κρίσεως των τελευταίων ετών, καθίσταται προφανές ότι η οικονομική και εν γένει περιουσιακή του κατάσταση είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Από την άλλη πλευρά, η διάδικος μητέρα των ανηλίκων Μ. (Έ.) Κ. Γ. εργαζόταν ως υπεύθυνη λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων των ξενοδοχείων, που εκμεταλλεύονται οι επιχειρήσεις συμφερόντων του συζύγου της στην Κρήτη, αλλά η σύμβαση εργασίας της καταγγέλθηκε στις 4.11.2010 και έλαβε ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 19.059,00 €, ενώ εκκρεμεί δικαστικά το ζήτημα της εγκυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής της συμβάσεως. Έκτοτε δεν εργάζεται, αλλά τα επαγγελματικά της προσόντα, η κατάλληλη ηλικία της και η άρτια κοινωνική της παράσταση παρέχουν τη βάσιμη προσδοκία ότι μπορεί, δραστηριοποιούμενη κατάλληλα, να εξασφαλίσει εργασία ανάλογη των πιο πάνω εφοδίων της και να αποκομίσει εισόδημα τουλάχιστον 800,00 € μηνιαία. Είναι κυρία μιας κατοικίας στην … επί των οδών …, από την οποία λαμβάνει μηνιαίο μίσθωμα 1000,00 €. Είναι, επίσης, κυρία ενός καταστήματος στο …, που προορίζεται για εκμετάλλευση (εκμίσθωση), χωρίς να προκύπτει ότι είναι πράγματι εκμισθωμένο. Επίσης είναι κυρία ενός ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου τύπου Porsche Carrera. Διαμένει μαζί με τα τέκνα της σε μισθωμένο διαμέρισμα έναντι μηνιαίου μισθώματος 2000,00 €, βαρυνόμενη επιπρόσθετα και με τα αντίστοιχα λειτουργικά του έξοδα. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ούτε ότι βαρύνεται με νόμιμη υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων πλην των δύο ανηλίκων τέκνων της. Στο ίδιο συμπέρασμα και με τις αυτές, ως άνω αιτιολογίες κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τα οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία των διαδίκων, ώστε ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της εφέσεως της διαδίκου (ενάγουσας) Μ. (Έ.) Κ. Γ., που διατυπώνεται στο οικείο δικόγραφο ως γενική αιτίαση χωρίς ειδική αρίθμηση, ελέγχεται ως αβάσιμος κατ’ ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Η παραπάνω περιουσιακή και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, γονέων των ανηλίκων, δίδουν και το μέτρο προσδιορισμού των εξόδων διαβιώσεώς τους. Αμφότερα τα εν λόγω ανήλικα φοιτούν στο ιδιωτικό σχολείο …, τα δίδακτρα του οποίου ανέρχονται στο ποσό των 22.000,00€ ετησίως. Επίσης έχουν εγγραφεί στον όμιλο … με ετήσια συνδρομή 3900,00Ευρώ όπου, πέραν των λοιπών δραστηριοτήτων, παρακολουθούν και μαθήματα τένις με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις. Παράλληλα, για τις ανάγκες εκπαιδεύσεώς τους, παρακολουθούν ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών (λαμβανομένου υπ’ όψη ότι το σχολείο που φοιτούν είναι αγγλόφωνο), Γαλλικών και Μαθηματικών, με μηνιαίο κόστος 1500,00€. Επί πλέον αμφότερα παρακολουθούν ιδιαίτερα μαθήματα καράτε, τένις και μουσικής, με μηνιαίο κόστος 1500,00 €. Το ετήσιο κόστος, επομένως, των δύο αυτών παράλληλων προς το σχολείο δραστηριοτήτων ανέρχεται σε [12 Χ (1500 + 1500) =] 36.000 €. Είναι, επίσης, ασφαλισμένα στην ασφαλιστική εταιρία “… Ασφαλιστική Εταιρία Ζωής’ ‘ αντί μηνιαίου ασφαλίστρου 630,00 ευρώ ήτοι με ετήσιο κόστος (12 Χ 630 =) 7560,00 €. Με βάση το ότι στον διάδικο πατέρα των ανηλίκων ανατίθενται οι τομείς της επιμέλειάς τους που αναφέρονται στην εκπαίδευση και την υγειονομική / φαρμακευτική τους περίθαλψη, όλα τα παραπάνω κονδύλια, συνολικού ποσού ετησίως (22.000 + 3900 + 36.000 + 7560 =) 69.460,00 € ή όποιου ποσού ήθελε τυχόν διαμορφωθεί ως συνδεόμενο με τις παραπάνω αιτίες και δραστηριότητες, βαρύνουν τον διάδικο πατέρα των ανηλίκων και θα τα καλύψει απ’ ευθείας ο ίδιος αποκλειστικά. Για τον προσδιορισμό των λοιπών εξόδων διαβιώσεως των ανηλίκων πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη αφ’ ενός οι πάγιες και ανελαστικές δαπάνες που αντιστοιχούν σε κάθε παιδί της ηλικίας τους, αλλά και η ανάγκη εξασφαλίσεως σ’ αυτά ενός επιπέδου διαβιώσεως ανάλογου με το αντίστοιχο επίπεδο διαβιώσεως των γονέων τους, με την επισήμανση, πάντως, ότι η επίτευξη της επιθυμητής υψηλής ποιότητας μορφώσεως, ηθικής διαπαιδαγωγήσεως και διαμορφώσεως υγιούς, πολύπλευρης, ηθικής και ολοκληρωμένης προσωπικότητας, δεν συνδέεται αναγκαία ούτε ευθέως αναλογικά με την πολυτελή και ιδιαιτέρως πολυδάπανη καθημερινή διαβίωση. Με τις σκέψεις αυτές και μετ’ εκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι τα υπόλοιπα έξοδα διαβιώσεως αμφοτέρων των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, (πέραν των προαναφερθέντων που σχετίζονται στην εκπαίδευση και την υγειονομική / φαρμακευτική τους περίθαλψη και θα καλύψει ο πατέρας τους αποκλειστικά), δηλαδή τα αναφερόμενα στην υπό στενή έννοια-διατροφή, στέγαση, ένδυση, υπόδηση, επιπλέον ψυχαγωγία και λοιπά προσωπικά έξοδα, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4500,00) ευρώ μηνιαία, περιλαμβανομένων και των αποτιμητών σε χρήμα μητρικών-φροντίδων και λοιπών παντοειδών προσωπικών περιποιήσεων, τις οποίες προσφέρει στα ανήλικα η μητέρα τους ως συνδεόμενες με τη συγκατοίκηση. Με την παροχή των εν λόγω φροντίδων, αποτιμώμενων στο ποσό των 500,00 € μηνιαία και με το πρόσθετο ποσό των 500,00 € μηνιαία που αντιστοιχεί στις οικονομικές δυνατότητες της μητέρας, η τελευταία εξαντλεί την υποχρέωσή της για συνεισφορά στην κάλυψη των εξόδων διαβιώσεως των ανηλίκων, ώστε η σχετική νόμιμη, κατά τα άρθρα 1489 § 2 Α.Κ. και 262 § 1 Κ.Πολ.Δικ. ένσταση του εναγομένου διά της πρώτης αγωγής πατέρα των ανηλίκων, περί συνεισφοράς της ενάγουσας, αποδεικνύεται εν μέρει ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Το υπόλοιπο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500,00) ευρώ μηνιαία μπορεί και πρέπει να καταβάλλει ο διάδικος πατέρας των ανηλίκων, ώστε κατά τούτο η ένδικη πρώτη αγωγή αποδεικνύεται ως βάσιμη εν μέρει και από ουσιαστική άποψη…”.
Με τις παραδοχές του όμως αυτές το Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, λόγω, ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών στα ουσιώδη ζητήματα των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων ανάλογα με τις οποίες καθένας τούτων επιβαρύνεται στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους και ιδίως εκείνων του αναιρεσιβλήτου πατέρα τους, (περιοριζόμενο μόνο στην ενδεικτική αναφορά των ανωνύμων εταιρειών, που ελέγχει), αλλά και της κάλυψης ή μη των στεγαστικών αναγκών τους από την αναιρεσείουσα μητέρα τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1489 παρ. 2 και 1493ΑΚ , κατά τον προσδιορισμό και επιμερισμό μεταξύ των διαδίκων γονέων τους, των αναφερομένων στην υπό στενή έννοια διατροφή, στέγαση, ένδυση, υπόδηση, επιπλέον ψυχαγωγία και λοιπών προσωπικών εξόδων των ανηλίκων τέκνων τους, που αφορούν τους ανατιθέμενους στην αναιρεσείουσα μητέρα τους τομείς της επιμέλειας του προσώπου τους.
Επομένως, ο τρίτος, κατά το οικείο μέλος του, λόγος της αίτησης, με τον οποίο, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, είναι εν μέρει βάσιμος, αφού οι περιεχόμενες σε αυτόν λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτες, καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων, καθώς και σε επιχειρήματα και κρίσεις του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων και δεν ελέγχονται από τον ‘ Αρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά το μέρος της διατροφής σε χρήμα των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων για τους ανατιθέμενους – στην ενάγουσα – αναιρεσείουσα μητέρα τους τομείς της επιμέλειας του προσώπου τους, ενώ η αναιρετική εμβέλεια του ως άνω τρίτου λόγου της αίτησης, κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμος, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης από τους αριθμούς 8,11, 12 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί κατά τούτο στο ίδιο εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του ν. 4139/2013.
Τέλος, ο αναιρεσίβλητος λόγω της μερικής ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176,178 παρ. 1,183,189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4948/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει, κατά τούτο, την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου, που εξέδωσε την αναφερόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας που ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ