Α.Π. 673 / 2021  


ΔΙΑΘΗΚΗ. ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΤΑ Ν.Π.Δ.Δ.. ΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ.

Ο διαθέτης έπασχε από τη βαριά ψυχική νόσο της σχιζοφρένειας, η οποία δεν ήταν πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, αλλά μόνιμης φύσης και μη ιάσιμη, η οποία είχε καταστήσει το διαθέτη πρόσωπο ανίκανο να λαμβάνει αποφάσεις για σύνθετα θέματα ή να ελέγχει αντικειμενικά την πραγματικότητα και είχε προκαλέσει αλλοίωση και αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς του, πράγμα που επηρρέαζε σημαντικά την ομαλή λειτουργία των διανοητικών λειτουργιών και της βούλησής του, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός αυτής με λογικούς υπολογισμούς εφ’ όρου ζωής. Επίσης, αναφέρεται ότι ο διαθέτης, εξαιτίας της ως άνω ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε μέχρι και το θάνατό του βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που δεν επέτρεπε τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι οι ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης καλύπτουν πλήρως το πραγματικό της ως άνω διάταξης του άρθρου 1719 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2447/1996, δεδομένου ότι οι ως άνω κρίσεις ως προς την κατάσταση του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης έχουν την έννοια της πλήρους αδυναμίας αυτού για χρήση του λογικού εξαιτίας της ως άνω αναφερόμενης πνευματικής ασθένειας αυτού, όπως ακριβώς απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Απόρριψη.- (αρθ. 1718, 1719 ΑΚ)


Απόφαση 673 / 2021    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 673/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου – Εισηγητή, Βασίλειο Μαχαίρα, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Βλάσση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Ζ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Στοϊκό με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) Μ. χήρας Α. Μ., το γένος Α. Ζ., κατοίκου …, 3) Μ. συζύγου Ό. Ρ., το γένος Α. Ζ., κατοίκου …, οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/12/2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2901/2017 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 31/5/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από την προσκομιζόμενη από το αναιρεσείον υπ’ αριθ. 4281Δ’/29-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, Κ. Κ., προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με την επ’ αυτής πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο έχει επιδοθεί, με επιμέλεια του επισπεύδοντος τη συζήτηση αναιρεσείοντος, νομίμως και εμπροθέσμως στους δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 122 επ., 128 παρ. 4, 143, 568 παρ. 2, 3 και 4 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον οι τελευταίες δεν εμφανίσθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση χωρίς την παρουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την κρινόμενη από 31-5-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ’ αριθ. 2901/2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε, εκτός του άλλου, και την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 41/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, το οποίο συνεκδικάζοντας την από 19-12-2012 αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί αναγνώρισης της ακυρότητας διαθήκης κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “ΠΑΠΑΦΕΙΟΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΑΡΡΕΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ο ΜΕΛΙΤΕΥΣ” και την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τελευταίου του ήδη αναιρεσείοντος, είχε δεχθεί την αγωγή και είχε απορρίψει την πρόσθετη παρέμβαση. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 αριθ. 4 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996 και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30.12.1996 (άρθρο τρίτο ν. 2447/1996), ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη της συνείδησης των πραττομένων υπάρχει, όταν ο διαθέτης από θόλωση της διάνοιάς του εξαιτίας κάποιου νοσηρού ή όχι γεγονότος (μέθη, ύπνωση) που συνέβη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης σε βαθμό σύγχυσης, αδυνατούσε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της πράξης που επιχειρεί, δηλαδή βρίσκεται σε αδυναμία να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη ή μπορεί μεν να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη, αδυνατεί όμως να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη της συνείδησης, αρκούσας προς τούτο της σε μεγάλο βαθμό σύγχυσης. Στέρηση δε της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας υπάρχει όταν ο διαθέτης εξαιτίας πνευματικής ασθένειας, δηλαδή διανοητικής ή ψυχικής διαταραχής οφειλομένης σε ασθένεια, δεν μπορεί -αδυνατεί- να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, δηλαδή να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του με λογικούς υπολογισμούς. Δηλαδή ο διαθέτης μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη, αλλά εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, ήτοι αυτός δεν μπορούσε, βρισκόταν σε αδυναμία, -αδυνατούσε- να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του και να αντισταθεί έτσι σε υποβολή προερχόμενη από άλλους. Μετά την τροποποίησή της με τον παραπάνω νόμο (άρθρο 30 ν. 2447/1996) η διάταξη αυτή απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Η κατά την προϊσχύσασα διάταξη στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή όρο ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική διαταραχή που κατά την προϊσχύσασα διάταξη καθιστούσε αδύνατη και κατά την ισχύουσα περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που αναιρεί ή μειώνει αντίστοιχα την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται ή περιορίζεται αποφασιστικά αντίστοιχα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να προκαλέσουν την πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες τόσο κατά την προϊσχύσασα όσο και κατά την υπό ισχύ διάταξη, είναι δε οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οι οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ’ αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.α.

Η διακρίβωση πότε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί έννομη επιρροή, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαία η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή, λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ 280/2019, ΑΠ 1600/2018, ΑΠ 846/2013, ΑΠ 1073/2012, ΑΠ 1420/2010, ΑΠ 1110/2008). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ’ αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 8/2018, ΑΠ 148/2020, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 3/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία).

Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων, και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 8/2018, ΑΠ 272/2020, ΑΠ 5/2020). Επίσης, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Η αντικατάσταση του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης από το αναιρετικό δικαστήριο συνίσταται στη με την απόφασή του υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα με περιεχόμενο όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Εσφαλμένο αιτιολογικό κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχει, όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης.

Επομένως, ως αιτιολογικό νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζεται με τις αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού. Κατά συνέπεια τούτων η ευδοκίμηση λόγου αναίρεσης που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (Ολ ΑΠ 1/2020, Ολ ΑΠ 6/2019, Ολ ΑΠ 32/2002).

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: “Ο Ν. Ζ. του Α. και Ε., αμφιθαλής αδελφός των εναγόντων, οι οποίοι είναι οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, αποβίωσε, εβδομήντα οκτώ ετών, στις 26-8-2008 στην …. Κατέλιπε την από 7-3-1986 ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία εγκατέστησε ως κληρονόμο του και στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας του το εκκαλούν-εναγόμενο ίδρυμα. Η διαθήκη δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 1573/2009 σχετικό πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο διαθέτης, ήδη από την ηλικία των 19 ετών έπασχε από σχιζοφρενική ψύχωση σε ηβηφρενική μορφή. Νοσηλεύτηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης από 8-3-1950 έως 13-4-1952. Μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο, σε έξαρση της ασθένειάς του σκότωσε τη μητέρα του. Δυνάμει του με αριθμό 360/1964 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο διέταξε τη φύλαξή του σε δημόσιο ψυχιατρικό κατάστημα ως ακαταλόγιστου και επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια εγκληματία, νοσηλεύτηκε από 18-12-1963 έως 20-3-1981. Η διάγνωση της ασθένειάς του ήταν και πάλι σχιζοφρένεια. Με την υπ’ αριθμό 2242/1981 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η άρση του μέτρου ασφαλείας. Η δεύτερη από τις παραπάνω εισαγωγές του έλαβε χώρα δυνάμει του με αριθμό 360/1964 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο διέταξε τη φύλαξή του σε δημόσιο ψυχιατρικό κατάστημα ως ακαταλόγιστου και επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια εγκληματία (μητροκτόνου), ενώ, σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο προαναφερόμενος διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Ήδη από την περίοδο της νοσηλείας του ο διαθέτης τέθηκε υπό δικαστική απαγόρευση και κατόπιν σε άρση αυτής κατόπιν ενεργειών των αδελφών του, που ήσαν μεταξύ τους αλλά και με τρίτα άτομα, που είχαν προσεταιριστεί το διαθέτη, σε δικαστικές διαμάχες σχετικές με τα ακίνητα της οικογένειας. Τέθηκε υπό δικαστική απαγόρευση με την υπ’ αριθμό 1349/1975 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά από αίτηση της αδελφής του Μ. Μ., η οποία διορίστηκε προσωρινή διαχειρίστρια με την ίδια απόφαση, ενώ η δικαστική απαγόρευσή του άρθηκε με την υπ’ αριθμό 538/1982 απόφαση, ενώ το έτος 1984 ο διαθέτης άσκησε αγωγή διανομής κατά των αδελφών του. Σημειωτέον ότι η άρση του προαναφερομένου μέτρου φύλαξής του επιτεύχθηκε μετά από δήλωση της εξαδέλφης του, Μ. Τ., ότι θα επιμελείται η ίδια και η οικογένειά της τον εξάδελφό της και θα τον φιλοξενεί στην οικία της, κρίθηκε δε ότι ο Ν. Ζ., “μετά τη θεραπεία εις την οποία υπεβλήθη δια την σχιζοφρένεια εξ ης πάσχει, ευρίσκεται ήδη σε κατάσταση υφέσεως και η όλη συμπεριφορά του έπαυσεν ούσα αντικοινωνική και επικίνδυνος”, ενώ “η παραμονή του εκτός του καταστήματος και εις συγγενικόν περιβάλλον εν εξακολουθήσει της φαρμακευτικής αγωγής, θα βοηθήσει εις σταθεροποίησιν της καταστάσεώς του, λαμβανομένου υπόψη ότι και οι οικείοι του επιδεικνύουν ενδιαφέρον…”. Στην ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης διαδικασία, ο Θ. Π., τότε διευθυντής του Δημόσιου Ψυχιατρείου Θεσσαλονίκης, εξεταζόμενος ως μάρτυρας δήλωσε ότι η κατάσταση του Ν. Ζ. ήταν “βελτιωμένη και δεν υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, υπό την προϋπόθεση να βρίσκεται σε διαρκή θεραπεία και ιατρική παρακολούθηση”. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμό 538/1982 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, άρθηκε η δικαστική απαγόρευσή του, κατόπιν αιτήσεώς του, αφού κρίθηκε ότι, ο παραπάνω “ευρίσκεται εις μίαν καλή κατάστασιν από ψυχικής απόψεως και κριτικής ικανότητας και δύναται να επιμεληθή εαυτού και της περιουσίας του ως εγνωμοδότησε και το συγγενικόν συμβούλιο”. Σημειωτέον ότι στη δίκη αυτή την 7-4-1982 ο Ν. Ζ. εκπροσωπήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου, στον οποίο (πληρεξούσιό του) το έτος 1984 φέρεται ότι μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, ποσοστό 50% αδιαιρέτου ενός κληρονομικού ακινήτου του ίδιου και του αδελφού του Μ. Ζ.. Μετά την κατά τα ανωτέρω έξοδό του από το θεραπευτικό κατάστημα (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης), ο Ν. Ζ. εγκαταστάθηκε στο …. Έζησε, δε, εκεί μέχρι το έτος 2006, οπότε, συνεπεία αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου που του προκάλεσε δεξιά ημιπληγία με μόνιμη κατάκλιση και ανικανότητα αυτοεξυπηρέτησης, εισήχθη σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στην …, όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Κατά τη διάρκεια των παραπάνω ετών, ο διαθέτης ζούσε μόνος στην πατρική του οικία, η δε συνολική εικόνα του, όπως σκιαγραφήθηκε από το μάρτυρα απόδειξης, συνομήλικο και συγχωριανό του, ως ενός ανθρώπου απομονωμένου, που προκαλεί το φόβο και απομακρύνει τους οικείους του απειλώντας τη σωματική τους ακεραιότητα, παραπέμπει προφανέστατα σε ασθενή που παραμελεί τη φαρμακευτική του αγωγή και αρνείται την απαιτούμενη συστηματική ιατρική παρακολούθησή του, ενόσω, κατά τα ανωτέρω είχε καταστεί έρμαιο των διαθέσεων διαφόρων προσώπων που αποσκοπούσαν στην κάρπωση της περιουσίας του. Η κατάθεση αυτή δεν αναιρείται από τα όσα αντίθετα κατέθεσε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ο οποίος δεν γνώριζε το διαθέτη και απλώς μετέφερε στο Δικαστήριο πληροφορίες τρίτων, οι οποίοι μάλιστα, μόνον ευκαιριακά επισκέπτονταν το …, λόγω διακοπών και δεν είχαν προσωπική επαφή με το Ν. Ζ.. Στοιχεία για την ψυχική υγεία του διαθέτη αντλούνται ακόμη από την από 5-12-1989 ιατρική έκθεση του Διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, ενόψει κρίσης του διαθέτη από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% ως πάσχων από σχιζοφρένεια, εντασσόμενος σε πρόγραμμα για άτομα με ειδικές ανάγκες, στην οποία έκθεση σημειώνεται ότι “ο ασθενής δεν είναι συνεργάσιμος και προσέρχεται για εξέταση με δυσκολία”, ενώ το έτος 1993, κατόπιν εξέτασής του στα εξωτερικά ιατρεία του ίδιου νοσοκομείου, η κατάστασή του κρίνεται το ίδιο σοβαρή όπως και κατά την προαναφερόμενη έξοδό του κατά το έτος 1981. Η ανωτέρω βαριά ψυχική νόσος από την οποία έπασχε ο διαθέτης δεν ήταν πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, αλλά μόνιμης φύσης και μη ιάσιμη, που απαιτούσε συνεχή φαρμακευτική αγωγή και ειδική περίθαλψη. Η νόσος αυτή, της οποίας ο χρόνιος και ανίατος χαρακτήρας δεν αμφισβητείται επιστημονικά, είχε καταστήσει το διαθέτη πρόσωπο ανίκανο να λαμβάνει αποφάσεις για σύνθετα θέματα ή να ελέγχει αντικειμενικά την πραγματικότητα και είχε προκαλέσει αλλοίωση και αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς του, πράγμα που επηρέαζε σημαντικά την ομαλή λειτουργία των διανοητικών λειτουργιών και της βούλησής του, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός αυτής με λογικούς υπολογισμούς εφ’ όρου ζωής. Απόλυτα σύμφωνη με ως άνω συμπέρασμα φέρεται και η επιστημονική άποψη του ενόρκως βεβαιώσαντος νευρολόγου-ψυχιάτρου Π. Π., ο οποίος υπηρετούσε ως ειδικευόμενος ιατρός στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της σε αυτό νοσηλείας του διαθέτη και γνώριζε την περίπτωσή του. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός, ότι ο διαθέτης, πριν από τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, είχε αφενός μεν προβεί από κοινού με τους ενάγοντες σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς των γονέων του για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …/1982 πράξη του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Κατσαφυλλούδη, αφετέρου δε παρασταθεί ως διάδικος σε δίκη διανομής της ως άνω κληρονομιαίας περιουσίας μεταξύ αυτού και των εναγόντων καθόσον η ενέργεια των παραπάνω πράξεων από το διαθέτη και η μη αμφισβήτηση από τους ενάγοντες ή το συμβολαιογράφο της ψυχοδιανοητικής του κατάστασης, δεν συνεπάγεται και ότι αυτός είχε πράγματι ικανότητα προς δικαιοπραξία Ενόψει αυτών, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο διαθέτης, εξαιτίας της ως άνω ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε μέχρι και το θάνατό του και των, συνεπεία αυτής, δυσμενών ως άνω επιπτώσεων στην ομαλή λειτουργία της βούλησής του και των διανοητικών του λειτουργιών, κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που δεν επέτρεπε τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Επομένως, ο διαθέτης ήταν ανίκανος να συντάξει διαθήκη και να διαθέσει τα περιουσιακά του στοιχεία, με αποτέλεσμα η ένδικη διαθήκη να είναι άκυρη.

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε την αγωγή, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε. Γι’ αυτό, πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως και οι εφέσεις”. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996 και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30-12-1996 (άρθρο τρίτο του ν. 2447/1996) και ως εκ τούτου και στην παρούσα περίπτωση με χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης το έτος 1986, την οποία (διάταξη) δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό της και δικαιολογούσαν την εφαρμογή της. Τα παραπάνω δε ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι το Εφετείο εσφαλμένα μνημονεύει στη μείζονα πρότασή του ως εφαρμοστέα την ως άνω διάταξη (1719 ΑΚ), όπως αυτή ισχύει μετά την ως άνω τροποποίησή της.

Τούτο δε διότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κατά τις ως άνω παραδοχές αυτής αναφέρει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ανικανότητας του διαθέτη για σύνταξη διαθήκης σύμφωνα με τις ως άνω αναφερόμενες προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης, όπως αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και το ότι ο διαθέτης έπασχε από τη βαριά ψυχική νόσο της σχιζοφρένειας, η οποία δεν ήταν πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, αλλά μόνιμης φύσης και μη ιάσιμη, η οποία είχε καταστήσει το διαθέτη πρόσωπο ανίκανο να λαμβάνει αποφάσεις για σύνθετα θέματα ή να ελέγχει αντικειμενικά την πραγματικότητα και είχε προκαλέσει αλλοίωση και αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς του, πράγμα που επηρρέαζε σημαντικά την ομαλή λειτουργία των διανοητικών λειτουργιών και της βούλησής του, ώστε να αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός αυτής με λογικούς υπολογισμούς εφ’ όρου ζωής. Επίσης, αναφέρεται ότι ο διαθέτης, εξαιτίας της ως άνω ψυχικής νόσου από την οποία έπασχε μέχρι και το θάνατό του βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή, που δεν επέτρεπε τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι οι ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης καλύπτουν πλήρως το πραγματικό της ως άνω διάταξης του άρθρου 1719 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2447/1996, δεδομένου ότι οι ως άνω κρίσεις ως προς την κατάσταση του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης έχουν την έννοια της πλήρους αδυναμίας αυτού για χρήση του λογικού εξαιτίας της ως άνω αναφερόμενης πνευματικής ασθένειας αυτού, όπως ακριβώς απαιτεί η εν λόγω διάταξη.

Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί και το ότι η πιο πάνω ρύθμιση του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την ως άνω τροποποίησή της, πέρα από την επιστημονικά αρτιότερη διατύπωση, δεν φαίνεται να διαφέρει ουσιαστικά από την προαναφερόμενη προηγούμενη αυτή σχετική ρύθμιση. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, παρά την κατά τα ως άνω εσφαλμένη αναφορά αυτής περί εφαρμογής της διάταξης αυτής, όπως ισχύει μετά την εν λόγω τροποποίηση, αντί του ορθού της αναφοράς της εφαρμογής αυτής, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτή, έχει ορθό (κατά το αποτέλεσμα) διατακτικό και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 σχετικός πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης.

Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 2447/1996 ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή αυτής. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με την ανικανότητα του διαθέτη για τη σύνταξη της ένδικης διαθήκης, αφού κατά το ως άνω σαφές και πλήρες αποδεικτικό πόρισμα αναφέρεται ότι η πνευματική ασθένεια (σχιζοφρένεια), από την οποία έπασχε ο τελευταίος, επηρρέαζε τη βούλησή του κατά τρόπο ώστε αυτός βρισκόταν σε (πλήρη) αδυναμία να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς και να αντισταθεί έτσι σε υποβολή προερχόμενη από άλλους.

Επιπλέον, η αναφορά από το Εφετείο ότι ο διαθέτης “είχε καταστεί έρμαιο των διαθέσεων διαφόρων προσώπων” δεν καθιστά αόριστη την αιτιολογία αυτού, αλλά ενισχύει την ως άνω κρίση του ως προς το στοιχείο της έλλειψης χρήσης του λογικού εκ μέρους του διαθέτη. Επομένως, είναι αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, στα όρια όμως του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 31-5-2019 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2901/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του πρώτου των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή : Τετράβιβλος